Πολιτισμός

Γρηγόρης Μπιθικώτσης: Ο σερ του ελληνικού τραγουδιού που έκανε τα πρώτα του βήματα σε ένα ταβερνάκι

Το paganews.gr γράφει για τον μεγάλο Γρηγόρη Μπιθικώτση, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1922 και άφησε μια κληρονομιά που όμοιά της δεν συναντάς εύκολα στο ελληνικό τραγούδι.

Ο σερ του ελληνικού πενταγράμμου, όπως χαρακτηρίστηκε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 στο Περιστέρι. Πρωτότοκος ήταν ο Χρήστος και ακολουθούσαν η Κοντιλιώ, ο Γιώργος, ο Κώστας και τελευταίος ο Γρηγόρης. Φτωχή οικογένεια, πάλευαν να τα βγάλουν πέρα. Μέσα στη θύελλα του ’40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία.

Εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα σ’ ένα ταβερνάκι της γειτονιάς του, τραγουδώντας με μία κιθάρα, ευρωπαϊκά. Όπως γράφει το sansimera.gr, όλα άλλαξαν, όταν μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 πήγε ν’ ακούσει τρεις μουσικούς που έπαιζαν με τα μπουζούκια τους σ’ ένα κουτούκι. Ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Ο μικρός Γρηγόρης ενθουσιάστηκε κι από τότε ασπάστηκε το ρεμπέτικο και το λαϊκό.

Το 1948 γνωρίστηκε εντελώς τυχαία με τον Μίκη Θεοδωράκη στην Κερατέα. Εκεί σταμάτησε ένα καμιόνι, που μετέφερε κρατουμένους στο Λαύριο για να οδηγηθούν στη Μακρόνησο. Υπήρχε μια βρύση κι ένας στρατιώτης γέμισε το παγούρι του και τους έδωσε νερό να πιουν. Ο στρατιώτη ήταν ο Μπιθικώτσης, που εκτελούσε χρέη μεταγωγών.

Υπηρετώντας τη θητεία του στη Μακρόνησο έγραψε τα πρώτα του τραγουδια και τα βράδια έπαιζε στη Λέσχη Αξιωματικών. Μετά την απόλυσή του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης.

Τίτλος του πρώτου του δίσκου το Καντήλι τρεμοσβήνει, σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Βαμβακάρη.

Από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι είχε το δικό του τρόπο ερμηνείας, συνεργάσθηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες -Θεοδωράκη (Της δικαιοσύνης, Ένα το χελιδόνι, Στο περιγιάλι το κρυφό, Βράχο – βράχο, Γωνιά – γωνιά), Χατζιδάκι (Ειμ’ αϊτός χωρίς φτερά, Πάει ο καιρός, Στο Λαύριο γίνεται χορός, Μίλησέ μου), Τσιτσάνη κ.α.- έγραψε ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες (Επίσημη Αγαπημένη, Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου, Μία γυναίκα φεύγει, Αμφιβολίες κ.ά.), εμφανίσθηκε στα κοσμικότερα κέντρα των Αθηνών κι ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.

Η «δωρική» φωνή του αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, έδωσε το δικό της βάρος και τη δική της λαϊκότητα στα μεγάλα έργα του Θεοδωράκη, που έγινε ο πιο αποτελεσματικός καταλύτης στο να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, στις πιο απόμερες γωνιές της Ελλάδας.

Η νύχτα που ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έγινε τραγουδιστής

Εκεί, στη Μακρόνησο, θα γράψει και το πρώτο του τραγούδι, τον Νοέμβριο του 1947, «Το καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη, το οποίο θα πρωτοτραγουδήσει ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Πώς όμως έγινε τραγουδιστής, από μπουζουκτσής και συνθέτης; Οπως είχε πει ο ίδιος (απόσπασμα από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007, εκείνο τον καιρό δουλεύω στη «Ζούγκλα». Μπουζούκι εγώ, κιθάρα ο Γιάννης Παπαδόπουλος, που ήτανε και ο τραγουδιστής μας. Τρελά ερωτευμένος τότε ο Παπαδόπουλος με την Πόλυ Πάνου! Καλός τραγουδιστής της εποχής ο Γιάννης. Να τον λέγαμε σήμερα σαν ποιον; Ο Πασχάλης, ας πούμε. Ο Γιάννης, λοιπόν, είχε γράψει ένα τραγούδι, τα λόγια, για την Πόλυ Πάνου. Το «Τρελοκόριτσο». Μου λέει: «Μπορείς να γράψεις μουσική σ’ αυτό;». Παίρνω τα λόγια κι αρχίζω να γράφω. Το αφεντικό, ο Καρλής, που έφτιαχνε στραγάλια για το βράδυ, τηγάνι, λαδάκι, νερό, για μεζέ για το πίπερμαν , μ΄ακούει που τραγουδάω το «Τρελοκόριτσο», καθώς το γράφω και μου λέει: «Εσύ θα το πεις το τραγούδι! Απόψε!». «Τρελάθηκες;», του λέω. «Εμένα μου ‘χουνε πει να μη μιλάω. να μη βγάζω άχνα». «Εγώ τι σου λέω!».

Και τραγουδάω το «Τρελοκόριτσο» και η μαγκιά από κάτω χαζεύει! Η Πόλυ μάζευε «παραγγελιές». Μες στο ίδιο βράδυ, είκοσι παραγγελιές για το «Τρελοκόριτσο», δύο για τα άλλα τραγούδια. Σκοτωμός! Ζεϊμπέκικο στο ζεϊμπέκικο. Ο ένας μετά τον άλλον -ξέρεις. Γιατί, άμα σηκωνόταν και δεύτερος, γινόταν μακελειό. Αυτό κάθε βράδυ. Και μεγαλώνει και το πάλκο. Εγώ, ο Γιάννης ο Κυριαζής, ο Παπαδόπουλος και ο Χειμώνας. Μου λέει ο Παπαδόπουλος. «Ποιος λες να το τραγουδήσει στο δίσκο;». «Να το δώσουμε στον Καζαντζίδη;», ρωτάω. «Όχι. Καλύτερα να το δώσουμε στον Τσαουσάκη. Είναι πιο λαικός…» Αλλά το τραγούδι είχε γίνει σουξέ μ’ εμένα! 

Το βλέπει ο Παπαδόπουλος που είχε και εκπομπή στο ράδιο, όπως είχε και ο Τσιτσάνης με τη Νίνου, ο Μητσάκης με τη Χρυσάφη, ο Παπαϊωάννου κ.α. και μου λέει: «Την Κυριακή θα γράψουμε οι δυό μας. Παπαδόπουλος – Μπιθικώτσης!» Πήραμε και την Πόλυ, που ο Γιάννης της είχε δώσει το τραγούδι «Πήρα τη στράτα την κακιά» με λόγια του Τσάντα, και βγαίνουμε και στο ράδιο. Πάω την άλλη μέρα στο Μηλιόπουλο και του λέω για το «Τρελοκόριτσο». Δε μου απαντάει. Στέλνει, όμως, το βράδυ στη «Ζούγκλα» μία γραμματέα του και ακούει το τραγούδι. Το κορίτσι παλαβώνει! Το λέει στο Μηλιόπουλο. Κι αυτός με ειδοποιεί να πάω στην εταιρία. Πάω. Είναι εκεί, όμως, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου και ο Χιώτης. Μόλις βλέπω αυτούς τους τρεις, λέω στο Μηλιόπουλο: «Δε θα τραγουδήσω, κύριε Μηλιόπουλε. Δε μπορώ με αυτούς τους τρεις μπροστά. Παθαίνω τρακ.». «Γράψ’ τους στ’ αρχ… σου και μπες στο στούντιο και πες το!» Μπαίνω, το λέω μια κι έξω και σκίζω, γιατί παίξαμε όπως στο κέντρο. Έτσι έγινα τραγουδιστής. 

Ξέρετε ότι…

– Στο τραγούδι «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» ακούγεται το εξής: «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα / να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω / Το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο / όπως τα όνειρα που έκανα παιδί / το άλλο τ’ άλογο να είναι μαύρο / σαν την πικρή μου την κατάμαυρη ζωή». Αυτό έγινε πραγματικότητα προς τιμήν του στην κηδεία του, καθώς έξω από το ναό που ψαλλόταν η νεκρώσιμη ακολουθία βρισκόταν μια άμαξα με ένα άσπρο και ένα μαύρο άλογο, που τον συνόδευσε και στην τελευταία του κατοικία.

– Όταν κάποτε ρωτήθηκε γιατί επέλεξε να δώσει στον γιο του το ίδιο όνομα με εκείνον, απάντησε: «Γιατί όταν μια μέρα πεθάνω, θα ήθελα να επιστρέψει μετά την κηδεία στο σπίτι ένας Γρηγόρης Μπιθικώτσης».

– Τον Ιανουάριο του 2003, τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα, καθώς και με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών.

– Λίγους μήνες πριν πεθάνει, το 2004, του απονεμήθηκε το Τιμητικό Βραβείο στα Μουσικά Βραβεία «Αρίων».

– Μια δύσκολη περίοδος για τον Μπιθικώτση θα είναι η περίοδος της χούντας. Έχοντας θέσει τον Θεοδωράκη στη μαύρη λίστα και έχοντας απαγορεύσει τα τραγούδια του, η δικτατορία ανάγκασε τον Μπιθικώτση να αποστασιοποιηθεί από τις παλιές του «παρέες». Πολλοί υποστηρίζουν ότι σε εκείνα τα χρόνια ο Μπιθικώτσης χάνει ακόμα και το καλλιτεχνικό του στίγμα, καθώς, μεταξύ άλλων, τα τραγούδια του γίνονται πιο «ελαφρά». Ήταν άλλωστε και ο πρώτος που τραγούδησε τον «Ύμνο της 21ης Απριλίου» μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού στα «Δειλινά», στις 13 Ιουλίου του 1967. 

– Έδωσε την τελευταία του συναυλία το 1984 στο Ολυμπιακό Στάδιο.

– Τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του είχε ερωτηθεί σε μια συνέντευξή του για το αν φοβάται τον θάνατο: «Οχι, είναι νόμος. Σήμερα που μιλάμε, πιστεύω ότι η ζωή μας είναι σαν μαραμένο φύλλο από δέντρο, που το παίρνει ο αέρας και το πάει τσάρκες. Αυτή είναι η τσάρκα της ζωής. Τόσο λίγο κρατάει στο διάστημα των αιώνων και των εκατομμυρίων χρόνων».

– Ο γιος τού «Σερ», Γρηγόρης Μπιθικώτσης, επίσης τραγουδιστής, έδωσε στον γιο του το όνομα του παππού του.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέθανε στις 7 Απριλίου του 2005.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο