Μάνος Αντώναρος: Το συγκλονιστικό κείμενο της Μαριάννας Αξιοπούλου για τον φίλο της
Ο δημοσιογράφος Μάνος Αντώναρος έφυγε από τη ζωή χθες σε ηλικία 62 ετών, μετά από μάχη που έδωσε τις τελευταίες μέρες με μια σπάνιας μορφής νόσο. Η φίλη του και συνάδελφός του, Μαριάννα Αξιοπούλου, τον αποχαιρέτισε μέσω της ιστοσελίδας sdna.gr με ένα συγκλονιστικό κείμενο. Ένα κείμενο που ραγίζει καρδιές.
Διαβάστε το συγκλονιστικό “αντίο” της Μαριάννας Αξιοπούλου στον Μάνο Αντώναρο, όπως δημοσιεύτηκε στο sdna.gr:
Ξέρεις, Μάνο… Είχαμε μια συμφωνία εμείς οι δυο. Εγώ θα έπρεπε να γράψω το δεύτερο βιβλίο και εσύ να φροντίσεις μέχρι την παρουσίαση να μείνεις δώδεκα χρονών. Και τώρα είμαι εδώ. Μακριά από την Αθήνα, όπως και όταν, 15 μέρες πριν, έμαθα τα νέα για την υγεία σου. Σε ένα ταξίδι, στο οποίο εκτός των άλλων, είχα σκοπό να τελειώσω το δεύτερο βιβλίο μου. Βιαζόμουν, βλέπεις, μη μεγαλώσεις και μπεις στα 13.
Ξέρεις, Μάνο… Ήσουν μοναδικός άνθρωπος. Ήσουν ο άνθρωπος που στη βιολογική ηλικία των 60 έμπαινες στο γραφείο με το σελφοκόνταρο, βγήκαμε όλοι μαζί με τον Βασίλη φωτογραφία και ήσουν πιο ενθουσιασμένος από ένα παιδάκι για την καινούργια ανακάλυψη που έκανες. Και θα έγραφες κιόλας γι’ αυτήν. Και ξέρεις ποιο ήταν το πιο περίεργο από όλα βρε Μάνο; Ότι όλοι θα το διαβάζαμε. Όλοι διαβάζαμε όσα έγραφες και ξαφνικά, εντελώς μαγικά, νιώθαμε ότι μας αφορούν. Ας ήταν για τον Βενιζέλο, ας ήταν για τον ΠΑΟΚ, για τον Παύλο, για το MEGA, για τον Χρήστο Λαμπράκη ή για τους λόγους που δεν επιτρέπεται να βάζουμε τα πόδια στο παρμπρίζ. Θα διαβάζαμε τα μαγευτικά κείμενα.
Εκείνα με τις μικρές προτάσεις.
Τις κοφτές.
Τις μονολεκτικές.
Τις τόσο περιεκτικές, όσο και ταξιδιάρικες.
Ξέρεις, Μάνο… Ήσουν εκπληκτικός άνθρωπος. Ήσουν εκείνος με το βιογραφικό που θα έπρεπε να μην μας επιτρέπεται να σε κοιτάμε στα μάτια και εκείνος που με ειλικρινή περιέργεια ήθελες να μάθεις τα πάντα για τον καθένα από μας. Και θα έγραφες συχνά για κάποιους από εμάς. Εσύ. Ο Μάνος. Για μας. Τους τίποτα. Και ξέρεις ποιο είναι το πιο περίεργο βρε Μάνο; Ότι το έκανες με την καρδιά σου. Το έκανες γιατί σε ενδιέφερε ο άνθρωπος που είχες απέναντί σου, αγαπούσες τον άνθρωπο που είχες απέναντί σου, ενδιαφερόσουν για τον άνθρωπο που είχες απέναντί σου. Και στα λόγια σου ποτέ δεν υπήρχε το «εγώ».
Ξέρεις, Μάνο… Ήσουν σπάνια περίπτωση. Ήσουν ο Μάνος Αντώναρος, αλλά ταυτόχρονα δεν ήσουν εκείνος. Είχες μια ευγενή ανησυχία, μια ατέρμονη αδημονία να μαθαίνεις σα να μην έχεις ζήσει τίποτα. Και ξέρεις ποιο είναι το πιο περίεργο βρε Μάνο; Δε σταματούσες πουθενά. Δε βολευόσουν με τίποτα. Σε μια σύσκεψη πριν από μερικά χρόνια, ένας τεχνικός πολύ ευγενικά και λογικά σκεπτόμενος σε συμβούλεψε να μην ασχοληθείς με τη βάση που περνούν τα κείμενα. «Γιατί να μην μάθω εγώ;», του απάντησες. «Είναι πολύ δύσκολο;».
Ξέρεις, Μάνο… Ήσουν ένας απερίγραπτος άνθρωπος. Στο λέω από πρώτο χέρι. Γιατί πολλές φορές προσπάθησα να σε περιγράψω, σε γνωστούς μου που δεν σε γνώριζαν. Χαίρομαι που εκείνο το μεσημέρι της 9ης Ιουνίου είδαν όλα όσα προσπαθούσα εναγωνίως να τους πω. Χαίρομαι επειδή ήρθες και έκανες «Αντωναριές», όπως με απείλησες στο τηλέφωνο, όταν σου ζήτησα να μου κάνεις την τιμή. Και ξέρεις ποιο είναι το περίεργο βρε Μάνο; Ήσουν τόσο έντονος και τόσο επιδραστικός που είμαι σίγουρη ότι όλοι έχουμε να θυμόμαστε μια «Αντωναριά». Και μπορεί σε ένα προσεχές τραπέζι, σε ένα από εκείνα που γέμιζες με τη φωνή και το γέλιο σου, να μαζευτούμε και να λέμε ο καθένας την αγαπημένη του «Αντωναριά».
Ξέρεις, Μάνο… Ήσουν ένας αληθινός άνθρωπος. Τόσο αληθινός που έφυγες με λάθος τρόπο. Που έφυγες επειδή το ενδεχομένως μεγαλύτερο ελάττωμά σου ήταν να μην προσέχεις τον εαυτό σου. Και ξέρεις ποιο είναι το περίεργο βρε Μάνο; Ότι όλοι πιστεύαμε ότι θα συνέλθεις. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον. Κάθε πρωί περνούσα δίπλα από το Smart σου, που ήταν παρκαρισμένο έξω από τον φούρνο. Και το χτυπούσα για να νιώθω ότι σε χτυπάω στην πλάτη και ότι σου δίνω κουράγιο. Σου μιλούσα, πιστεύοντας ότι θα με άκουγες. Κι αν περνούσα οδηγώντας δίπλα του, σου φώναζα «πάμε Μάνο» και πίστευα ότι εκτός από τη συμφωνία, θα κάναμε και το ραντεβού που δεν προλάβαμε ποτέ. Συχνά, κοιτούσα ψηλά στο μπαλκόνι σου. Όλα τα παιχνίδια στοιβαγμένα και στριμωγμένα εκεί. Μια γειτονιά ήμασταν. Και σε αυτή τη γειτονιά με ρωτούσαν για σένα. Είμαι σίγουρη ότι ένιωθαν όλοι όπως εμείς.
Ξέρεις, Μάνο… Θα σου πω τι δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις πόσο σε ευχαριστώ. Όχι επειδή πριν έντεκα χρόνια με πήρες τηλέφωνο, παντελώς άγνωστοι ακόμα, για να μου πεις πόσο σου άρεσε ένα κείμενο που είχα γράψει για τον Σωτήρη Κυργιάκο. Εσύ. Εμένα. Εδώ μπαίνουν όλα τα «χαχαχαχαχαχα» του κόσμου. Σε ευχαριστώ. Όχι επειδή πάντα είχες κάτι όμορφο να μου πεις και πάντα ήσουν ευγενής. Σε ευχαριστώ. Όχι επειδή μου έκανες την τιμή στην παρουσίαση, ούτε επειδή έγραψες μετά για το βιβλίο και για μένα.
Σε ευχαριστώ που με άφησες να σου γράψω σήμερα. Είχα ανάγκη να βγάλω το βάρος που νιώθω από το μεσημέρι. Είχα ανάγκη να κλάψω κι αν δεν σου έγραφα δε θα τα κατάφερνα.
Μάνο, ξέρεις ποιο είναι το περίεργο; Ξέρεις ποιο είναι το περίεργο βρε Μάνο; Δε θέλω να σου πω αντίο. Κανείς δε θέλει. Μόνο ευχαριστώ. Όλοι αυτό κάνουν από το μεσημέρι.
Σε ευχαριστούμε βρε Μάνο. Θα μαζευτούμε να πούμε «Αντωναριές».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας