Μάρτιν Σκορτσέζε: Μία από τις ταινίες που έχουν συζητηθεί όσο λίγες πριν καν την προβολή της είναι ο “Ιρλανδός” του Μάρτιν Σκορτσέζε. Με πρωταγωνιστές του ανεπανάληπτους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Αλ Πατσίνο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης υπόσχεται στους θεατές ένα δίωρο ατελείωτης γκανγκστερικής δράσης.
Τι πραγματεύεται η ταινία
Η ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος στη μεταπολεμική Αμερική μέσα από τα μάτια του βετεράνου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, Φρανκ Σίραν, ενός απατεώνα και εκτελεστή που συνεργάστηκε με διαβόητες μορφές του 20ού αιώνα, όπως ο θρυλικός συνδικαλιστής Τζίμι Χόφφα.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε με ένα γκανγκστερικό έπος κλείνει τον κύκλο των ταινιών για τη μαφία και αποτίει φόρο τιμής στον κινηματογράφο, αν και έχει χρηματοδοτηθεί με χρήματα της μικρής οθόνης. Από τους «Κακόφημους Δρόμους» μέχρι τα «Καλά Παιδιά» και το «Καζίνο», ο Σκορσέζε έχει εντρυφήσει στον σκοτεινό και γοητευτικό κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Αυτή τη φορά επιστρέφει στα χωράφια της μαφίας μέσα από την ιστορία του Φρανκ Σίραν, ενός βετεράνου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια μέλους της οικογένειας Μπαφαλίνο, που σε μεγάλη ηλικία εξιστορεί τη ζωή του μέσα από έναν οίκο ευγηρίας. Δουλεύοντας για την ιταλική μαφία, ο Σίραν ή «Ιρλανδός» θα βρεθεί στο πλάι του γνωστού συνδικαλιστή Τζίμι Χόφφα, του οποίου η εξαφάνιση αποτελεί ένα από τα άλυτα μυστήρια της σύγχρονης Αμερικανικής Ιστορίας. Εμπνευσμένος από το βιβλίο «I Heard you Paint Houses» (το παρατσούκλι των μαφιόζων επειδή σκοτώνοντας λέρωναν τους τοίχους με αίμα) του Τσαρλς Μπραντ, που έχει μελετήσει τη μαφία και είχε συνεντευξιάσει προσωπικά τον Σίραν πριν από τον θάνατό του, ο Σκορσέζε κινείται σε δυο χρόνους: στο παρόν ενός ετοιμοθάνατου άντρα που αναρωτιέται τελικά τι αφήνει πίσω του και στο παρελθόν ενός σαραντάρη που βγαίνοντας από έναν ανήθικο πόλεμο, προσπαθεί να επιβιώσει, χωρίς να ασχολείται με το τι είναι καλό ή κακό.
O Σκορσέζε, με μία ταινία που έχει αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές, ξεκινάει εισάγοντάς μας στον κόσμο του με ένα σχεδόν ντοκιμαντερίστικο πρώτο μέρος, γεμάτο βιτριολικές ατάκες και καυστικό χιούμορ, και μιλάει ανοιχτά για τις σχέσεις της μαφίας με την εξουσία, για να αποκαλύψει πως τελικά ολόκληρη η χώρα είναι δημιούργημα ενός ατελείωτου κύκλου αίματος. Στη συνέχεια , περνάει στην κεντρική ιστορία του Σίραν με τον Χόφφα, δίνοντας τη δική του εκδοχή σχετικά με το τι απέγινε ο θρυλικός συνδικαλιστής. Βαθιά πολιτικός και ταυτόχρονα εξομολογητικός και προσωπικός ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός σκηνοθέτης μιλάει για όλα όσα τον απασχολούν, χωρίς να κρατάει τα προσχήματα, ενώ επανέρχεται και στο θέμα της πίστης , αντιμετωπίζοντας παράλληλα με υπαρξιστική διάθεση το αναμφισβήτητο γεγονός του θανάτου.
Σημαντικό πλεονέκτημα της ταινίας οι ερμηνείες τριών μεγάλων θρύλων του Χόλιγουντ: του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που με ψυχρό βλέμμα εκτελεί φόνους και βιώνει την πτώση, του Τζο Πέσι, που εδώ εντελώς ήρεμος και σιωπηλός ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο από ό,τι συνήθως, και του Αλ Πατσίνο, που με πάθος δίνει υπόσταση στον αμφιλεγόμενο Χόφφα. Μάλιστα οι ίδιοι ερμηνεύουν και τους νεότερους εαυτούς τους. Μπορεί μεν η εξωτερική τους εικόνα να οφείλεται στην εξέλιξη της τεχνολογίας, όμως οι σπουδαίοι αυτοί ηθοποιοί δεν αρκούνται μόνο σε εφέ, αλλά με τη βοήθεια ειδικών ξεπερνούν το ηλικιακό τους βάρος και με εξαιρετική σωματικότητα αποδίδουν μοναδικά την ενέργεια των σαραντάρηδων ηρώων τους. Παράδοξο που μια αμιγώς κινηματογραφική ταινία δεν μπορεί σήμερα να βρει χρηματοδότες από το σινεμά – οι τρεισήμισι ώρες είναι απαγορευτικές για τις αίθουσες- και τελικά ένας δημιουργός που το όνομά του είναι συνώνυμο του σύγχρονου κινηματογράφου μπαίνει στην πλατφόρμα του Netflix, προκειμένου να κάνει το όραμά του πραγματικότητα, χωρίς εκπτώσεις. Κι όμως με αυτόν τον τρόπο ο Σκορσέζε φαίνεται να κλείνει έναν κύκλο αποχαιρετώντας με τρυφερό και συγκινητικό τρόπο μια ολόκληρη εποχή, υπογράφοντας μια ταινία-σταθμό στη φιλμογραφία του.