Η κ. Ειρήνη Αγαπηδάκη πριν διορισθεί συντονίστρια της εθνικής πολιτικής για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα είχε γίνει γνωστή στους χρήστες των κοινωνικών δικτύων από τις παθιασμένες αναρτήσεις της κατά του ΣΥΡΙΖΑ, του Αλέξη Τσίπρα, ενώ από το μένος της φυσικά δεν ξέφυγε ο προσφιλής στόχος της αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρητορικής, ο Παύλος Πολάκης.
Τον κ. Πολάκη τον έχει πληρώσει πολύ ακριβά ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός και προσωπικός του φίλος, Αλέξης Τσίπρας. Σε σημαντικό βαθμό δικαίως. Ενίοτε έχει καταφερθεί επί δικαίων και αδίκων, χωρίς να έχει την ικανότητα διάκρισης, με τρόπο ανάρμοστο για υπουργό που αρθρώνει δημόσιο λόγο και ανοίκειο για στέλεχος της Αριστεράς. Αυτά για να μην έχουμε παρεξηγήσεις ως προς τον κ. Πολάκη, τον οποίο άλλωστε τον έχουν κατά καιρούς αδειάσει και οι σύντροφοί του στο κόμμα.
Η αντιπαράθεση όμως της κ. Αγαπηδάκη με τον κ. Πολάκη είναι επί προσωπικού. Είχε καταφερθεί εναντίον του με μία άκρως απαξιωτική και προσβλητική της προσωπικότητάς του ανάρτηση. Δεν επρόκειτο για σκληρή έστω και υπερβολική πολιτική κριτική, αλλά αποσκοπούσε στον δημόσιο εξευτελισμό του ως πρόσωπο με ένα ψυχογράφημα που ανέτρεχε στα παιδικά του χρόνια. Η συγκεκριμένη όπως και άλλες αναρτήσεις της προσομοιάζουν με το ύφος και το ήθος του κ. Πολάκη – δεν λέμε ότι το φθάνουν, αφού ο κ. Πολάκης είναι απαράμιλλος και ανυπέρβλητος.
Και ο Δημήτρης Μανιάτης…
Ένα από τα επιχειρήματα που διάβασα προς υπεράσπιση της κ. Αγαπηδάκη, είναι ότι αυτά που εκείνη είχε γράψει για τον κ. Πολάκη, τα είχε γράψει όταν ήταν απλή πολίτης και ο κ. Πολάκης υπουργός. Δεν είδα όμως το ίδιο επιχείρημα να αρθρώνεται για την άλλη αντιπαράθεση που προέκυψε όταν ο συνεργάτης της κ. Αγαπηδάκη, Απόστολος Δοξιάδης, καταφέρθηκε εναντίον του δημοσιογράφου Δημήτρη Μανιάτη, ζητώντας μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς την απόλυσή του. Και μάλιστα για μία ανάρτηση του κ. Μανιάτη εναντίον της κ. Αγαπηδάκη, όχι αυτούσια αλλά όπως την αναπαρήγαγε αποσπασματικά για να τον διαβάλλει, ένας προσωπικός εχθρός του Δημήτρη Μανιάτη, ο κ. Προκοπάκης κάποτε διευθυντής της ΝΕΡΙΤ.
Η κ. Αγαπηδάκη λοιπόν, τα σχόλια εναντίον του Πολάκη και του Τσίπρα τα έκανε ως πολίτης. Για τον Δημήτρη Μανιάτη που επίσης έκανε σχόλια ως πολίτης εναντίον ενός άλλου πολίτη -εν προκειμένω της κ. Αγαπηδάκη-, το επιχείρημα δεν ισχύει; Επιπροσθέτως ποια είναι η λογική -αν υπάρχει- του κ. Δοξιάδη; Ότι οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να κάνουν αρνητικά σχόλια στην προσωπική τους ζωή όταν μπαίνουν και συνομιλούν με τους φυσικούς ή ηλεκτρονικούς τους φίλους στο fb και να λένε μία κουβέντα παραπάνω, αν την πούνε; Μήπως η κ. Αγαπηδάκη είναι ιερή αγελάδα; Ή μήπως “οι δικοί μας” έχουν δικαίωμα να λένε ότι θέλουν αλλά οι άλλοι “επειδή είναι ΣΥΡΙΖΑ ή Αριστεροί” είναι εξ ορισμού καταδικαστέοι και πρέπει να υφίστανται διώξεις και απολύσεις;
Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι σκηνοθέτης, μαθηματικός, λογοτέχνης και εσχάτως έγινε και εκείνος γνωστός από την αντι-ΣΥΡΙΖΑ και εν γένει αντιαριστερή αρθρογραφία του. Στο παρελθόν όμως έχει γράψει το εξαιρετικό, “Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ”, ένα από τα βιβλία που άνοιξαν διεθνώς την τάση της μαθηματικής λογοτεχνίας, έχει συμμετάσχει στο Logicomix και έχει συγγράψει ένα θεατρικό για τον μεγαλύτερο επιστήμονα της λογικής μετά τον Αριστοτέλη, τον Κουρτ Γκέντελ, ο οποίος απέδειξε την θεωρία της μη πληρότητας των μαθηματικών.
Ο κ. Δοξιάδης θα μπορούσε να διδαχθεί από την ζωή του Γκέντελ -χωρίς βέβαια να υπάρχει σύγκριση μεταξύ τους. Ο μεγαλύτερος επιστήμονας της Λογικής μετά τον Αριστοτέλη πέθανε σε ψυχιατρείο από ασιτία, δεν έτρωγε γιατί φοβόταν ότι θα τον δηλητηριάσουν. Ο διάλογος που βάζει ο Δοξιάδης στο θεατρικό του, τού Γκέντελ με την νοσοκόμα του είναι μία έξοχη άσκηση εφαρμογής της λογικής που όμως δεν προφύλαξε τον επιστήμονα. Βέβαια δεν είναι ο πρώτος μαθηματικός που πέθανε τρελός, συνηθίζεται στον κλάδο. Ο Γκέντελ ο οποίος έζησε όλη την άνοδο και την φρίκη του ναζισμού δεν καταδίκασε ποτέ το ναζισμό. Το επιχείρημά του ήταν ότι για να έχει τέτοια αποδοχή από τον κόσμο ο ναζισμός δεν μπορεί να είναι τόσο κακός. Το συμπέρασμα είναι πολύ απλό, ακόμη και η γνώση των μαθηματικών και της λογικής δεν σε κάνει έξυπνο -η εξυπνάδα όπως δείχnουν οι σύγχρονες ψυχολογικές μελέτες, είναι πολύ πιο σύνθετη υπόθεση- και κυρίως δεν σε κάνει καλό πολιτικό.