Είναι η υποκρισία, ηλίθιε
Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία εικοσιτετράωρα σχετικά με την παρουσία του Κωσταντίνου Κυρανάκη στο πανεπιστήμιο London School of Economics της Βρετανίας, σε εκδήλωση σχετικά με το φαινόμενο του brain drain και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα μπορέσει να μετατραπεί σε brain gain. Επρόκειτο για μια εκδήλωση που συντόνισε ο καθηγητής Kevin Featherstone, με την παρουσία μεταξύ άλλων της Άντζελας Στάθη, CEO του Reload Greece, και της Αγγελικής Κοσμοπούλου, εκπροσώπου του Ιδρύματος Λασκαρίδη.
Όντας παρών στην κατά γενική ομολογία ενδιαφέρουσα συζήτηση, μπορώ να συμφωνήσω με την πλειονότητα του ελληνικού Τύπου και Διαδικτύου, πως η εκδήλωση σημαδεύτηκε από τη λογομαχία μεταξύ της διδακτορικής φοιτήτριας και του νεοεκλεγέντος βουλευτή. H ατμόσφαιρα άρχισε να ηλεκτρίζεται νωρίτερα, βέβαια, όταν με χαρακτηριστική ειρωνεία ένας φοιτητής αμφισβήτησε δείκτες και αριθμούς που παρουσίασε ο βουλευτής της ΝΔ, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνει πού έγκειται η αμφισβήτηση ή τα τυχόν λάθη.
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε η διδακτορική φοιτήτρια ιατρικής, η οποία τόνισε την «αναλγησία» της τωρινής κυβέρνησης ισχυριζόμενη πως δεν αποτελεί φιλελεύθερη πολιτική η παρουσία της αστυνομίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, κατηγορώντας δε σε έντονο ύφος τον βουλευτή για ακροδεξιά ρητορική. Η συνέχεια γνωστή· ο Κωσταντίνος Κυρανάκης απευθυνόμενος στην φοιτήτρια τις έθεσε το ερώτημα πώς εκτιμά η ίδια ότι θα αντιδρούσε η βρετανική αστυνομία σε περίπτωση που οιοσδήποτε επιχειρούσε να πετάξει μολότοφ έξω από το LSE.
Ακολούθησε η αυθόρμητη απάντηση «άλλο το LSE», όπου τα πρόσκαιρα χειροκροτήματα προς τον βουλευτή έδωσαν τη θέση τους σε μια αμήχανη σιωπή και στη συνέχεια σε ένα κύμα αποδοκιμασίας προς τη νεαρή υποψήφια διδάκτορα. Θεωρώ χρήσιμο και αναγκαίο να σταθούμε στη φράση της φοιτήτριας και στο διαχωρισμό που αβίαστα έκανε μεταξύ βρετανικών και ελληνικών πανεπιστημίων, αλλά και κατ’ επέκταση μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού.
Η απάντηση «άλλο το LSE», δεν φανερώνει μόνο μια κυνική υποτίμηση των ελληνικών πανεπιστημίων συλλήβδην, αλλά αποκαλύπτει μια βαθύτερη νοοτροπία που πολλοί Έλληνες κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου έχουν για την ίδια τους την πατρίδα. Αποδεχόμενοι ότι η Ελλάδα αποτελεί μη κανονική χώρα και με πρόσχημα το πολυθρύλητο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» — που με τα χρόνια έχει λάβει χαρακτηριστικά ιδεολογικής ηγεμονίας — η σημασία των ποιοτικών στοιχείων της Ισονομίας, της Ευνομίας, αλλά και της Δημοκρατίας, μοιάζει να σχετικοποιείται αναλόγως με την χώρα στην οποία βρισκόμαστε.
Σύμφωνα με την συγκεκριμένη θλιβερή στρέβλωση στην αντίληψη των δημόσιων πραγμάτων, η εφαρμογή των νόμων και των κανόνων στην Ελλάδα συνιστά αυταρχική εκδήλωση φασισμού εκ μέρους της εξουσίας, η αστυνομική επέμβαση συνιστά καταχρηστική πράξη βίας και ακροδεξιά πολιτική, ενώ σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό αναφωνούμε με χαρακτηριστική ευκολία «άλλο η Αγγλία», «δεν είναι το ίδιο η Γερμανία», «καμία σχέση οι ΗΠΑ».
Έχουμε συνεπώς να κάνουμε με δύο μέτρα και δύο σταθμά, αναλόγως με τον τόπο, τις περιστάσεις αλλά και τα κέφια. Άλλωστε, ζώντας σε ένα ευνομούμενο κράτος όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι εύκολο να κρίνεις και να τοποθετείσαι εκ του ασφαλούς, την ίδια στιγμή που φαντασιώνεσαι αυταρχισμό της κυβέρνησης στην εφαρμογή του Νόμου στην Ελλάδα και βαφτίζεις αναλγησία και φασισμό της εξουσίας την προσπάθεια για δημιουργία κανονικών και σύγχρονων πανεπιστημίων. Ενδέχεται η εμπεδωμένη κανονικότητα του εξωτερικού να καταντά βαρετή, ενώ η χαοτική ρευστότητα στην (μη κανονική άραγε;) Ελλάδα να επιτρέπει σε ορισμένους ιδεοληπτικές αυταπάτες πως η πατρίδα μας προσφέρεται για αδιέξοδα και ατέρμονα κοινωνικά πειράματα.
Κλείνοντας, στην αντιφατική απόκριση της φοιτήτριας καθρεφτίζεται η υποκρισία ενός ολόκληρου ιδεολογικού χώρου, ανθρώπων που έδιναν βροντερό «παρών» στην πλατεία των αγανακτισμένων και στη συνέχεια ψήφιζαν ιδιωτικοποιήσεις, ανθρώπων που υποστήριζαν το αντιμνημόνιο και τη δραχμή έχοντας τα λεφτά τους εξασφαλισμένα και προσβάσιμα στο εξωτερικό, ανθρώπων που ο βίος τους δεν επιβεβαιώνει έμπρακτα τα «πιστεύω» τους. Χρέος ειδικά της νέας γενιάς είναι να μετατρέψουμε το «άλλο το LSE» σε «πάμε να γίνουμε LSE», να μετατρέψουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιζέριας και παρακμής σε αισιοδοξία και ενθουσιασμό, και να ακολουθήσουμε την προτροπή του ποιητή για να «σηκωθούμε λίγο ψηλότερα».
Ο Δημήτρης Τζανιδάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια εργάστηκε στους τομείς του Μarketing και της Καινοτομίας. Από το 2018 βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο έχοντας ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές σε Business Management στο πανεπιστήμιο Brookes της Οξφόρδης. Φέτος πραγματοποιεί το δεύτερο μεταπτυχιακό του πάνω σε European Politics στο UCL.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας