Ο Ερντογάν άλλαξε πίστα, εμείς τι κάνουμε;
Είναι εμφανές ότι επί των ημερών της κυβέρνησης των αρίστων και του επιτελικού κράτους, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αναβαθμίσει την προκλητικότητα και την επιθετικότητά του. Όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Όπως λένε και έμπειροι διπλωμάτες μας “έχει αλλάξει πίστα”.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπάθησε στην αρχή να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή με οικονομική διπλωματία στο Βερολίνο και στην Χάγη και στην συνέχεια με τις συναντήσεις του με τον Ταγίπ Ερντογάν – δηλώνοντας μάλιστα ότι πιστεύει πολύ στις διαπροσωπικές σχέσεις των ηγετών. Αν είχε ρωτήσει τον Κώστα Καραμανλή που ήταν και κουμπάρος του θα τον είχε προφυλάξει ή έστω τον Αντώνη Σαμαρά που πήγε τη μισή του κυβέρνηση μέχρι την Κωνσταντινούπολη για κοινό υπουργικό συμβούλιο – αν και για να μην τον αδικήσουμε δίχως να τρέφει ψευδαισθήσεις για την Τουρκία.
Κάπως έτσι ο Ερντογάν έφθασε να κάνει καθημερινή τακτική τις υπερπτήσεις επάνω από ελληνικά νησιά, ωσάν να είναι τουρκικό έδαφος όπως προβάλλει, και αμφισβητεί ακόμη και την ΑΟΖ της Κρήτης. Το ευτυχές για την χώρα ήταν ότι επιχείρησε να εργαλειοποιήσει το μεταναστευτικό σαν πολιορκητικό κριό στον Έβρο, που αποτελεί κόκκινη γραμμή και για τους Ευρωπαίους. Από την ελληνική πλευρά υπήρξε η τύχη να ανατεθεί η διαχείριση της κρίσης στους υπηρεσιακούς παράγοντες των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Εκεί όμως τελειώνουν και οι επιτυχίες της χώρας μας στο πεδίο των ελληνοτουρκικών.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει φοβικά την Τουρκία και αναζητά επιχειρήματα για να εξωραΐσει τις υποχωρήσεις του ή έστω την αποφυγή κινήσεων που να απαντούν στην τουρκική προκλητικότητα. Για παράδειγμα, εφόσον η επέκταση των χωρικών υδάτων στο ανατολικό Αιγαίο είναι casus belli, και το αποφεύγει όπως και οι προηγούμενοι, γιατί, άραγε δεν επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα στις περιοχές που δεν γειτνιάζουν με την Τουρκία; Γιατί, δεν ανακηρύσσουμε ΑΟΖ όπως έχουμε κάθε δικαίωμα από το διεθνές δίκαιο; Μία επιστολή στον ΟΗΕ απαιτείται. Γιατί, άραγε, η Ελλάδα, δεν κλείνει τους κόλπους της με ευθείες γραμμές βάσης; Κατά ποία έννοια αυτό μπορεί να ενοχλήσει την Τουρκία; Γιατί δεν καταθέτει συντεταγμένες για τα εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ ως απάντηση στις τουρκικές συντεταγμένες, ώστε τουλάχιστον να καταγραφεί πολύ καθαρά η υφιστάμενη διαφωνία;
Οι υπεύθυνοι της ελληνικής κυβέρνησης αναλώνουν πολύ χρόνο και προσπάθεια για να αναλύουν τον Ερντογάν, όταν θα έπρεπε να αναπτύσσουν εναλλακτικές αποτελεσματικής αντιμετώπισής του. Η παρούσα κυβέρνηση κινείται στο πλαίσιο που αποτελεί τον κανόνα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα εδώ και δεκαετίες: πολιτική κατευνασμού έναντι της Άγκυρας και αναζήτηση επιχειρημάτων για την αποδοχή των αξιώσεών της. “Να μην είμαστε μοναχοφάηδες”, όπως είπε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς. Όλοι τους βέβαια κάνουν την υπόθεση ότι η Τουρκία δεν διεκδικεί χερσαίο έδαφος και ότι θα αρκεστεί μετά από διμερείς διαπραγματεύσεις σε υποχωρήσεις της Ελλάδας.
Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδιώκουν τον κατευνασμό της Άγκυρας. Και πετυχαίνουν το ακριβώς αντίθετο, την αποθρασύνουν, ενισχύοντας την επιθετικότητά της. (Φυσικά η απάντηση δεν είναι αυτή που επιχειρούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να φωνάζει τις Βρυξέλλες κάθε φορά που έκανε κάποια κίνηση η Τουρκία). Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι υποστηρικτές του κατευνασμού είναι ότι όσο υποχωρούν φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο ακόμη και ένοπλης σύγκρουσης. Είναι πανάρχαιος νόμος που δεν θα τον αλλάξει η οικονομική διπλωματία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εκτός αν δώσουν στον Ερντογάν αυτό που ζητά. Μόνο που ο Ερντογάν ζητά γεωστρατηγική συγκυριαρχία και οικονομική συνεκμετάλλευση. Δύσκολα όμως θα βρεθεί ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα αποδεχθεί τον ακρωτηριασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και της εδαφικής ακεραιότητας, χωρίς οι ένοπλες δυνάμεις να ρίξουν ντουφεκιά.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας