Καύσωνας 1987: Οι μέρες που η Ελλάδα είχε χιλιάδες νεκρούς
Το 1987, ήταν μια χρονιά ακραίων καιρικών φαινομένων. Ο Μάρτιος ήταν ένας μήνας ασυνήθιστα παρατεταμένων χιονοπτώσεων και “πολικών” θερμοκρασιών. Στις 9 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς το πάχος του χιονιού στο κέντρο της Αθήνας έφτασε τα 15 εκατοστά, ενώ στις 17 Μαρτίου η θερμοκρασία στα Τρίκαλα έφθασε τους -18 βαθμούς Κελσίου. Η θεωρία που υποστηρίζει ότι όταν ο χειμώνας είναι “βαρύς” το καλοκαίρι θα είναι “καυτό” δεν γίνεται αποδεκτή από τους επιστήμονες της Μετεωρολογίας. Κι όμως το 1987 υπήρξε η απόλυτη “επιβεβαίωση” της. Από τα μέσα του Ιουλίου και συγκεκριμένα από τις 18 και 19 Ιουλίου η θερμοκρασία άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει απειλητικά στους 38 με 39 βαθμούς Κελσίου.
Στις 20 Ιουλίου η θερμοκρασία έφτασε στους 40 βαθμούς Κελσίου ενώ στις 22 Ιουλίου τους είχε ξεπεράσει. Ως τα ξημερώματα της 28ης Ιουλίου, οι μέγιστες θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου. Μάλιστα στην Ελευσίνα έφθασε τους 45 βαθμούς Κελσίου ενώ στην Νέα Φιλαδέλφεια τα θερμόμετρα έλιωσαν στους 44 βαθμούς Κελσίου. Η μέση τιμή των περιοχών ήταν 43 βαθμοί Κελσίου, ενώ οι ελάχιστες θερμοκρασίες κυμαίνονταν από 29 βαθμούς Κελσίου με 32 βαθμούς Κελσίου με μέση τιμή τους 31 βαθμούς Κελσίου.
Οι υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την έντονη υγρασία και την άπνοια δημιουργούσαν ένα φονικό, όπως αποδείχτηκε ατμοσφαιρικό κοκτέιλ για χιλιάδες συνανθρώπους μας, κυρίως ηλικιωμένους. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται την Αθήνα να βράζει και ολόκληρη την Ελλάδα να μετράει νεκρούς, καρφωμένη στα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ, στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες.
Το βαρύτερο φόρο το 1987 τον πλήρωσε η Αττική με περισσότερους από 1.000 νεκρούς, ενώ συνολικά οι νεκροί έφθασαν τις 4000. Πίσω από τον θλιβερό εκείνο απολογισμό κρυβόταν ένα μεγάλο μυστικό. Τα περισσότερα θύματα δεν έχασαν τη ζωή τους από την αφόρητη ζέστη στους δρόμους, αλλά από τα τσιμεντένια διαμερίσματα που μετατράπηκαν σε πυρακτωμένους φούρνους “ψήνοντας” κυριολεκτικά ηλικιωμένους και ανθρώπους που ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες. Τα κλιματιστικά τότε δεν είχαν πάρει θέση στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων, ενώ και οι ανεμιστήρες δεν ήταν ικανοί να ανταπεξέλθουν στις καιρικές συνθήκες.
Την τραγική εικόνα συμπλήρωνε η κατάσταση που δημιουργήθηκε στα νεκροταφεία, όπου παρέμεναν άταφοι εκατοντάδες νεκροί σε θερμοκρασίες 45 βαθμών Κελσίου. Η ανταπόκριση από του New York Times της εποχής είναι χαρακτηριστική: «Τα νοσοκομεία έστειλαν παραγγελίες για πάγο από την ψαραγορά για να ψύξουν τα σώματα. Το καλοκαίρι της Αθήνας συνδέθηκε με το τρομακτικό και το μακάβριο».
Με αποκαλυπτική διάθεση η «Ελευθεροτυπία» έγραφε: «Είναι η μοίρα μας να πεθάνουμε όταν υπάρχει ένα κύμα καύσωνα, να πνιγόμαστε όταν βρέχει, να παραλύουμε όταν συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο». Ο καύσωνας κράτησε σχεδόν όλο το τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου φθάνοντας στη μεγαλύτερη έντασή του στους 44 βαθμούς Κελσίου.
Το αθάνατο ελληνικό δαιμόνιο
Καθώς πολλές οικογένειες είχαν ήδη ξεκινήσει τις διακοπές τους, συνέβαινε το εξής απίστευτο. Τα δελτία ειδήσεων καλούσαν ονομαστικά εκατοντάδες οικογένειες που βρίσκονταν σε διακοπές, να επικοινωνήσουν με την Αστυνομία για «σοβαρή οικογενειακή τους υπόθεση».Αφορούσε κάποιον δικό τους, άνθρωπο που είχαν αφήσει πίσω και δεν άντεξε τον καύσωνα. Τα νεκροτομεία ήταν γεμάτα και «άνοιξαν» για το κοινό και εκείνα του Στρατού. Μέσα σε όλη την τραγική αυτή κατάσταση, ήρθε και το αθάνατο ελληνικό δαιμόνιο για να εκμεταλλευτεί την κατάσταση.
Όπως γράφει στο μπλογκ του, ο γνωστός μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος που εκείνη την περίοδο ήταν στην ΕΡΤ: «Στην οδό Πανεπιστημίου, συμπατριώτες μας πουλούσαν στους ταλαίπωρους διαβάτες νερό σε πλαστικά ποτήρια, σε απίστευτα υψηλές τιμές». Τότε δεν υπήρχαν τότε τα μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού. Ο καύσωνας, αφρικανικής προέλευσης, έφυγε, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς. Ο Δ. Ζιακόπουλος στο βιβλίο του «Καιρός: Ο Γιος της Γης και του Ήλιου», τόμος ΙΙ «η πρόγνωση», αναφέρει ότι οι νεκροί, συνολικά, έφτασαν τους 4.000.
Πώς έζησε ο γνωστός μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος τα γεγονότα
«Τον Ιούλιο του 1987, ο φονικότερος στην ιστορία της χώρας καύσωνας σκότωσε περίπου 4.000 ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι και έμεναν στα δυτικά προάστια της Αθήνας», γράφει ο κ. Ζιακόπουλος.
Όπως σημειώνει στο blog του: «Νέος τότε μετεωρολόγος στην ΕΜΥ θυμάμαι την εντύπωση που μου είχαν κάνει οι υψηλές ελάχιστες θερμοκρασίες που κυμαίνονταν από 29 έως 32 βαθμούς (μέση τιμή 31 βαθμοί). Για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος που ανήκει στις ευπαθείς ομάδες, όταν επί οκτώ ημέρες οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν αυτές που αναφέρθηκαν και οι μέγιστες θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από τους 40 βαθμούς (μέση τιμή 43 βαθμοί).
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν θερμοκρασίες κλωβού και όχι των διαμερισμάτων που επί οκτώ μερόνυχτα ήταν συνεχώς “πυρακτωμένα”. Ο μεγάλης διάρκειας καύσωνας του 1987 βρήκε την Αθήνα ανοχύρωτη. Κλιματιστικά δεν υπήρχαν ούτε στους θαλάμους των νοσοκομείων. Οι ανεμιστήρες, που σε αρκετά διαμερίσματα έλειπαν και αυτοί, βοηθούσαν κάπως την κατάσταση, αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα. Πέρα από αυτό, ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού αγνοούσε τα βασικά μέτρα προφύλαξης από τις υψηλές θερμοκρασίες. Από εκείνες τις εφιαλτικές μέρες θυμάμαι την απόγνωση που είχε καταλάβει μεγάλο μέρος του κόσμου. Κάθε μέρα οι άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν καλά νέα από τις προγνώσεις μας, αλλά αυτά πήγαιναν όλο και πιο πίσω. Τότε κατάλαβα το πόσο άχαρα μπορεί να νοιώσει ένας παρουσιαστής δελτίου καιρού που σε τέτοιες δραματικές καταστάσεις δεν έχει να πει κάτι αισιόδοξο.
Στις νυχτερινές ειδήσεις της τελευταίας μέρας του καύσωνα (27η Ιουλίου), όταν πια η αλλαγή του καιρού είχε ανακοινωθεί αλλά η πόλη εξακολουθούσε να βράζει, με ρώτησε ο έγκριτος δημοσιογράφος της ΕΡΤ Κώστας Χούντας: “Πότε θα έλθει ο βοριάς κ. Ζιακόπουλε;” Ήταν η ερώτηση που ήθελαν να κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι, για τους οποίους και οι ώρες είχαν μεγάλη σημασία. Όμως, η ακριβής πρόβλεψη της αλλαγής των ανέμων δεν είναι εύκολη δουλειά για τους μετεωρολόγους ακόμα και σήμερα. Σκέφτηκα, λοιπόν, για μια στιγμή να αρχίσω να λέω ότι για τη μετεωρολογία είναι δύσκολες οι προγνώσεις με ακρίβεια ώρας κ.λπ., αλλά προτίμησα να πω απλά: “Στη διάρκεια της νύχτας”. Τελικά οι βοριάδες ήλθαν στην Αττική γύρω στις 2 η ώρα και το πρωί της 28ης Ιουλίου πήραμε όλοι ανάσα».
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας