Ο Έλληνας που σκότωσε το απαρτχάιντ
Ήταν μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου του 1966 όταν ο πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής, ο 65χρονος τότε Χέντρικ Φέρβουρντ εισέρχεται εντός της αιθούσης συνεδριάσεων και κατευθύνεται προς το πρωθυπουργικό έδρανο. Ο Δημήτρης Τσαφέντας, ο οποίος είχε προσληφθεί ως κλητήρας, ορμά κατά πάνω του και τον μαχαιρώνει τέσσερις φορές στο στήθος. Συλλαμβάνεται αμέσως από άλλους βουλευτές και παραδίδεται στην αστυνομία.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1918 στην πόλη Lourenço Marques , στην Μοζαμβίκη. Πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Τσαφέντας ή Τσαφεντάκης από τα Χανιά της Κρήτης και μητέρα του ήταν η Amelia Williams από την Μοζαμβίκη η οποία ήταν μιγάδα.
Αφού έγινε ενός έτους στάλθηκε στη γιαγιά του στην Αίγυπτο. Πέντε χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Μοζαμβίκη και όταν έγινε δέκα χρονών εγκαταστάθηκε στην Νότια Αφρική και παρακολούθησε για δύο χρόνια το Middleburg Primary School. Στη συνέχεια ξαναγύρισε στην Μοζαμβίκη όπου για άλλα δύο χρόνια σπούδασε σε εκκλησιαστικό σχολείο.
Από τα δεκάξι του δούλεψε σε διάφορες δουλειές. Τη δεκαετία του τριάντα έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νοτίου Αφρικής. Την ίδια περίπου περίοδο έγινε ναυτικός και ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά άρχισε να εμφανίζει και ψυχωτικά επεισόδια, με αποτέλεσμα, για σύντομα χρονικά διαστήματα, να νοσηλευτεί σε διάφορες χώρες. Μεταξύ άλλων νοσηλεύτηκε για έξι μήνες στο Ellis Island όπου διαγνώστηκε ότι έπασχε από σχιζοφρένεια. Ο Δημήτρης Τσαφέντας ήξερε οκτώ γλώσσες και όταν επέστρεψε στην Νότια Αφρική εργάστηκε ως μεταφραστής.
Σύμφωνα με τους φυλετικούς νόμους του Απαρτχάιντ, ο Τσαφέντας ήταν λευκός. Όμως επειδή λόγω της μιγάδας μητέρας του είχε σκούρο δέρμα αντιμετώπιζε συνεχώς τα ρατσιστικά σχόλια και τις κοροϊδίες της λευκής νοτιοαφρικάνικης κοινωνίας. Επειδή ήταν λευκός δεν μπορούσε σύμφωνα με τους φυλετικούς νόμους να παντρευτεί γυναίκα μη λευκή, έτσι κάποια στιγμή ο Τσαφέντας ζήτησε να καταχωρηθεί ως «Έγχρωμος» , μια νομική κατηγορία για μιγάδες που πρόσδιδε λιγότερα προνόμια απ’ τους λευκούς αλλά περισσότερα απ’ τους μαύρους, προκειμένου να παντρευτεί την μιγάδα φίλη του, ωστόσο η αίτησή του απορρίφθηκε.
Ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα ζήτησε να γίνει μέλος και να βαφτιστεί στη διεθνή χριστιανική εκκλησία «Του Μπάι Τους» , αίτηση που έγινε δεκτή. Ο Τσαφέντας συνέχισε τη κοινωνικοποίησή του με τα μέλη της εκκλησίας αυτής και μετά την επιστροφή του στη Νότια Αφρική.
Το 1966 άρχισε να εργάζεται προσωρινά ως κλητήρας στο κοινοβούλιο της Νοτίου Αφρικής. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966, μέσα στο χώρο του κοινοβουλίου, ο Τσαφέντας δολοφόνησε, μαχαιρώνοντάς τον τέσσερις φορές εντός του κοινοβουλίου, τον Πρωθυπουργό της χώρας, Χέντρικ Φερβούρντ. Αμέσως μετά ο 48χρονος Τσαφέντας συνελήφθη. Παρόλο που η δολοφονία φαινόταν ότι είχε γίνει με πρόθεση, ο Τσαφέντας δεν φαίνεται να είχε σχέδια διαφυγής.
Έξι μέρες μετά τη σύλληψή του ο Τσαφέντας είπε στους αστυνομικούς πως δολοφόνησε τον πρωθυπουργό της χώρας επειδή «είχε σιχαθεί τη ρατσιστική του πολιτική». Παρόλο που ο πρωθυπουργός Φερβούρντ ήταν γνωστός ως ο «αρχιτέκτονας» της πολιτικής του Απαρτχάιντ που περιόριζε τους μαύρους σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, υπάρχει η άποψη πως ο Τσαφέντας πίστευε πως ο Φερβούντ βοηθούσε τους μαύρους έναντι των λευκών. Στο δικαστήριο η αστυνομία ανέφερε πως ο Τσαφέντας είχε πει κατά την ανάκρισή του ότι μέσα στη κοιλιά του είχε ένα σκουλήκι που του μιλούσε.
Ο δικαστής δέχτηκε πως ο Τσαφέντας ήταν σχιζοφρενής και θεωρήθηκε αθώος για το έγκλημα της δολοφονίας, ωστόσο κρατήθηκε με έναν νόμο που επέτρεπε μόνο στον πρόεδρο της χώρας να διατάξει την απελευθέρωσή του, κάτι που δεν έγινε ποτέ κι έτσι κρατήθηκε φυλακισμένος για πάντα παρόλο που δεν είχε καταδικαστεί ως εγκληματίας. Ο Τσαφέντας κρατήθηκε σε ένα κελί ακριβώς δίπλα από ένα δωμάτιο όπου εκτελούνταν με κρέμασμα κατάδικοι, συχνά ακόμα και επτά άτομα ταυτόχρονα.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του παρέμεινε σίγουρος για την ανάγκη της πράξης του. Φέρεται να είπε σε δύο Έλληνες ιερείς που τον επισκέφθηκαν το 1994 πως «ένοχος είσαι όχι μόνο όταν διαπράττεις ένα έγκλημα, αλλά και όταν δεν κάνεις τίποτα για να το εμποδίσεις όταν έχεις την ευκαιρία». Συνέχισε αναφέροντας τον Ναζίμ Χικμέτ «αν δεν καώ, αν δεν καείς, αν δεν καούμε, πώς θα νικήσει το φως το σκοτάδι;».
Το 1999 η δημοσιογράφος Λίζα Κέη έχοντας λάβει άδεια πραγματοποίησε δυο τηλεοπτικές συνεντεύξεις με τον κρατούμενο Τσαφέντα για ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «A Question of Madness». Κατά την άποψη της δημοσιογράφου, ο Τσαφέντας μάλλον είχε χρησιμοποιηθεί από μια ομάδα που οργάνωσε συνωμοσία εναντίων του πρωθυπουργού. Τον Οκτώβριο του 1999 ο Τσαφέντας πέθανε από πνευμονία ενώ ακόμα κρατούνταν. Η κηδεία του έγινε με την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση. Η βιογραφία του Τσαφέντα έγινε θεατρικό έργο με το όνομα «Τσαφέντας» από τον Άντων Κρούεγκερ το οποίο παρουσιάστηκε το 2002 στη Νότια Αφρική.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας