Ο Γιώργος Κούδας είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ποδοσφαιριστής, ακόμα και σε αυτούς που δεν είναι καθόλου φίλοι του αθλήματος. Το όνομά του τραγουδήθηκε και τραγουδιέται δίπλα σε αυτό ενός θρησκευτικού ηγέτη ή φιλοσόφου, μέσα από τους στίχους του Μανόλη Ρασούλη «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», χαρίζοντας στον Θεσσαλονικιό παίκτη κάτι από τη λάμψη της αιωνιότητας. Ο Γιώργος Κούδας διέπρεψε στα γήπεδα και ταυτίστηκε με την ομάδα του ΠΑΟΚ όσο κανένας άλλος. Οι αθλητικές του επιδόσεις ήταν τέτοιες που έγινε το μήλο της έριδας ανάμεσα στην ομάδα του Βορά και στην ομάδα του Πειραιά, και οι κόντρες της εποχής για το ποιος θα τον κρατήσει έχουν αφήσει ιστορία. Ίσως η κόντρα ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και στον Ολυμπιακό να έχει τις ρίζες της στην ταραγμένη δεκαετία του 1960, όταν ο Γιώργος Κούδας βρέθηκε ανάμεσα σε βορά και νότο και τελικά έδεσε για πάντα το όνομά του με την ομάδα της Τούμπας.
Ο Γιώργος Κούδας γεννήθηκε σαν σήμερα στις 23 Νοεμβρίου 1946 στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης. Όπως αναφερει το mixanitouxronou.gr, είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά χάρη στο ταλέντο του, από τα 16 του ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία στα γήπεδα. Ούτε οι αντιρρήσεις του πατέρα του δεν κατάφεραν να τον σταματήσουν. Πάντα θυμάται την αντίδραση του όταν ανακοίνωσε ότι θα ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο επαγγελματικά: «Από το ποδόσφαιρο κανείς δεν είδε χαΐρι», του είπε. Σύντομα κατάλαβε ότι υπήρχαν και εξαιρέσεις.
Από τις αλάνες στον ΠΑΟΚ σε ηλικία 12 ετών
Διηγείται, αναπολώντας το ξεκίνημα στα 12 του χρόνια: «Κάποια μέρα, λοιπόν, στην πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς με είδε ο κυρ Πρόδρομος, ένας Πόντιος που δεν ζει πια και με πήγε στον ΠΑΟΚ, στο γήπεδο της Τούμπας που τότε θεμελιωνόταν. Την πρώτη φορά ο Σέφσκι δεν με διάλεξε. Εγώ στενοχωρήθηκα. Ξέρετε, για να πας έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο του λεωφορείου, περίπου 70 λεπτά… Την άλλη μέρα ο κυρ Πρόδρομος με ξαναπήγε στην Τούμπα.
Η προπόνηση γινόταν σ’ ένα χώρο δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα φορούσα ένα παπούτσι ελβιέλα αρκετά μεγαλύτερο από το νούμερό μου- είχα και μικρό πόδι! Ο Σέφσκι με επέλεξε. Μετά την επιλογή μας έκανε δύο ομάδες και παίξαμε δίτερμα. Ύστερα ήρθε ο φωτογράφος, έστησε τον τρίποδα, έβγαλε φωτογραφία και ο συγχωρεμένος Βασίλης Σιδηρόπουλος που ήταν το κουμάντο στα γραφεία του ΠΑΟΚ, μου λέει: «Σπάσε μια υπογραφούλα».
Εγώ βάζω την υπογραφή και μου λέει «καπάντζα!», που σήμαινε παγίδα. Έτσι πιάστηκε ο Κούδας στη φάκα του ΠΑΟΚ», θα εξιστορήσει ο ίδιος. Στα 12 χρόνια του λοιπόν, γίνεται μέλος της μεγάλης οικογένειας του ΠΑΟΚ. Μέσα στο παιχνίδι ήταν κυρίαρχος. Ένας ηγέτης που καθοδηγούσε την ομάδα, μοίραζε τη μπάλα, έβαζε γκολ, δημιουργούσε ωραίες φάσεις. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ τον λάτρευαν σαν τοτέμ, οι φίλαθλοι των άλλων ομάδων τον θαύμαζαν και τον σέβονταν. Ήταν ένας καλός λόγος για να πάει κάποιος στο γήπεδο.
Εξαιρετικές επιδόσεις και πάθος για το τσιγάρο
Αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε 133 γκολ, ενώ σε αγώνες Κυπέλλου είχε 70 συμμετοχές και σκόραρε 27 γκολ. Συνολικά, μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς έχει αγωνιστεί 780 φορές με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, πετυχαίνοντας 220 τέρματα. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1975-76 και δύο κύπελλα Ελλάδας, το 1972 και 1974. Ως αρχηγός της ομάδας, ευτύχησε να σηκώσει εκείνος πρώτος τα τρόπαια αυτά. Δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για τη μανία του με το κάπνισμα.
Γιώργος Κούδας: Το μήλον της έριδος μεταξύ ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού
Μια μεταγραφή που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ Τη σεζόν 1965-66 έπαιξε σε 29 αγώνες της Α’ Εθνικής, σκοράροντας 13 γκολ. Ένα απ΄αυτά ήταν και στο 3-2 του ΠΑΟΚ επί του Ολυμπιακού στο παιχνίδι της Τούμπας. Το ποδόσφαιρο τότε δεν ήταν επαγγελματικό και οι παίκτες δεν είχαν συμβόλαια, αλλά δελτία τα οποία κρατούσαν οι ομάδες. Αν κάποιος ήθελε να φύγει, αυτό γινόταν μόνο με τη συγκατάθεση του σωματείου. Αν η ομάδα διαφωνούσε, ο παίκτης έμενε όλη του την ποδοσφαιρική ζωή στην ίδια ομάδα.
Στις 14 Ιουλίου 1966, η είδηση έπεσε σαν βόμβα στην Θεσσαλονίκη: ο Κούδας μαζί με τον πατέρα του, βρέθηκαν στην Αθήνα, με τον νεαρό παίκτη αποφασισμένο να υπογράψει δελτίο στον Ολυμπιακό! Δημοσιεύματα από τον Τύπο της εποχής για τη μεταγραφή του Γιώργου Κούδα στον Ολυμπιακό
Το παρασκήνιο της απόφασης για τον Ολυμπιακό
Η οικογένεια Κούδα ήταν φτωχή, ο νεαρός Γιώργος έπαιζε ποδόσφαιρο και ταυτόχρονα εργαζόταν για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Ο ΠΑΟΚ προσπάθησε να βοηθήσει, ανοίγοντας ουζερί στον πατέρα του. Φάνηκε, όμως, ασυνεπής. Τα γραμμάτια διαμαρτυρήθηκαν και το χρέος 150.000 δραχμών που δημιουργήθηκε σε βάρος του ήταν δυσβάσταχτο για τα δεδομένα της εποχής.
Ο Ολυμπιακός προσφέρθηκε να βοηθήσει κι έτσι ο Κούδας και ο πατέρας του αποφάσισαν να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ αναστατώνεται, με τη διοίκηση του Δικεφάλου να δηλώνει ότι ο «Κούδας δεν παραχωρείται», ενώ μαζί με τον Ολυμπιακό ενεργοποιούνται κι άλλες ομάδες του κέντρου. «Δεν είμαι προδότης» έλεγε ο νεαρός Κούδας. Ο φτωχός πατέρας του δεν είχε να πληρώσει τα γραμμάτια για το ουζερί και ο Ολυμπιακός προσφέρθηκε να βοηθήσει.
Και ο Παναθηναϊκός στο παιχνίδι
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, οι «ερυθρόλευκοι» υπόσχονται σπίτι στον Κούδα, δουλειά στον πατέρα του και προσφέρουν στον ΠΑΟΚ 800.000 δραχμές συν τέσσερις παίκτες. Ο Παναθηναϊκός κάνει ρελάνς, δίνοντας 1 εκατομμύριο δραχμές και τέσσερις ποδοσφαιριστές πρώτης γραμμής. Ο ΠΑΟΚ αρνείται πεισματικά, την ώρα που ο νεαρός άσος υπογραμμίζει ότι δεν πρόκειται να πάει σε άλλη ομάδα πλην του Ολυμπιακού, ανυπομονώντας να γνωρίσει από κοντά τον θρυλικό Μάρτον Μπούκοβι, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε οδηγήσει τον Ολυμπιακό στην κατάκτηση του πρωταθλήματος έπειτα από έξι ολόκληρα χρόνια.
Στρίβειν διά της θητείας
Την 1η Αυγούστου, ημέρα που ολοκληρώνονται οι μεταγραφές, οι φίλοι του ΠΑΟΚ συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία για να αποτρέψουν ενδεχόμενη μεταγραφή, η οποία τελικά δεν πραγματοποιείται ποτέ. Ο Κούδας, πάντως προπονείται με τον Ολυμπιακό και παίζει σε φιλικούς αγώνες. Με παρέμβαση του ΠΑΟΚ τιμωρείται με 15νθήμερο αποκλεισμό.
Ο Ολυμπιακός πιέζει κι αυτός χωρίς αποτέλεσμα και ο Κούδας αντί να πάει στο Καραϊσκάκη, παρουσιάζεται για τη στρατιωτική του θητεία. Έτσι βρέθηκε αναγκαστικά εκτός γηπέδων για δυο χρόνια. Στο μεταξύ επιβλήθηκε η δικτατορία και επικεφαλής του αθλητισμού έγινε ο διαβόητος χουντικός Κώστας Ασλανίδης.
Ο ρόλος του χουντικού Κώστα Ασλανίδη
Ο πανίσχυρος «Γενικός» πρότεινε στον Γιώργο Παντελάκη να επιστρέψει ο Κούδας στον ΠΑΟΚ και ύστερα από δυο χρόνια να πάει στον Ολυμπιακό, αλλά ο αείμνηστος παράγοντας του Δικεφάλου αρνήθηκε. Θρυλείται, μάλιστα, ότι είπε και το περίφημο: «Εγώ μπορεί να πάω στη Γυάρο, ο Κούδας όμως δεν θα παίξει στον Ολυμπιακό».
Ο Ασλανίδης άλλαξε τακτική και προειδοποίησε τον Κούδα ότι αν δεν γυρίσει στον ΠΑΟΚ, δεν πρόκειται να ξαναπαίξει μπάλα. Δυο χρόνια μετά τη φυγή του από τη Θεσσαλονίκη, ο Κούδας επέστρεψε στον ΠΑΟΚ. Την πρώτη του προπόνηση παρακολούθησαν 12.000 ΠΑΟΚτσήδες, που τον αποθέωσαν. «Γύρισα γιατί το ήθελα και γιατί έπρεπε. Δεν ζητώ τίποτε«, είναι η δήλωσή του και ο Κούδας ξαναπαίζει μπάλα, γράφοντας ιστορία με τον ΠΑΟΚ.
Τίτλοι, διεθνής καριέρα και πολλά γκολ
Στο διάστημα 1967-1982 ο Γιώργος Κούδας υπήρξε διεθνής 43 φορές με την Εθνική Ελλάδας, ενώ ήταν μέλος της ομάδας που συμμετείχε στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1980 στην Ιταλία. Τον Σεπτέμβριο του 1995 δόθηκε προς τιμήν του φιλικός αγώνας στο γήπεδο της Τούμπας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Παίζοντας στα πρώτα λεπτά του αγώνα ο τότε 49χρονος Κούδας έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα. Γιώργος Κούδας:
«ΠΑΟΚ. Τα τέσσερα ιερά γράμματα είναι πάνω απ’ όλα. Όλα τα υπόλοιπα είναι από εκεί και κάτω. Το λέω, ξέρετε, με όλη τη συναίσθηση της ευθύνης, γιατί το έζησα αυτό»
Πότε Βούδας…Πότε Κούδας
Ο Μανώλης Ρασούλης αποκάλυψε πως ο Κούδας τρόμαξε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο για πρώτη φορά το τραγούδι. «Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο και… έπεσα επάνω στο «Κούδας» και λέω τι έχω κάνει;» Όταν ρωτήθηκε ο μουσικοσυνθέτης για την έμπνευση του να «ταιριάξει» τον Βούδα με τον Κούδα ο ίδιος απάντησε:
«Η ουσία του βουδισμού είναι να παίρνεις τη ζωή σαν παιχνίδι. Ο Βούδας από τη μια πλευρά το δίδασκε αυτό και ο Κούδας από την άλλη δίδασκε το ίδιο, αλλά σε ανθρώπινο επίπεδο: Πως το παιχνίδι είναι η ανακατακτημένη παιδικότητα που ονομάζουμε «βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο!». Διότι ο Γιώργος ήταν «βραζιλιάνος» ποδοσφαιριστής, ήταν μάτζικ!
Έτσι μου «έκατσε» πολύ στιχουργικά, το Βούδας – Κούδας. Και εγώ πλέον λέω «και Βούδας και Κούδας», δηλαδή έχουμε και το ανθρώπινο και το θεϊκό. Μακάρι να αντιλαμβανόμασταν τη ζωή μας σαν παιχνίδι που έχει μαγεία και μας οδηγεί κάπου: στη γνώση, στην απελευθέρωση, στη λύτρωση. Να ζούμε όπως ο Κούδας έπαιζε μπάλα. Αέρινος, δυνατός, μάτζικ. Παιχνίδι με νόημα, ζωή με νόημα. Ελπίζω να βάλω κι εγώ –πολιτιστικά μιλώντας- γκολ στα δίχτυα της άγνοιας»….