Πολλά τα ερωτήματα, λίγες οι απαντήσεις στην Επιτροπή Εξοπλισμών και μερικές επισημάνσεις
Πολλά τα ερωτήματα που τέθηκαν στην ενημέρωση που έγινε από την ηγεσία του ΥΠΕΘΑ προς την Επιτροπή Εξοπλιστικών. Ενημέρωση που έγινε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Από τα περίπου 15 ερωτήματα απαντήθηκαν τα 4. Οι απαντήσεις δόθηκαν από την στρατιωτική ηγεσία. Αυτό που προέκυψε από τη συζήτηση – ενημέρωση είναι ότι ουδείς χαρακτηρίζει τη συμφωνία «σκάνδαλο».
Η σημερινή κυβέρνηση γενικώς δεν πρέπει να έχει κανένα απολύτως παράπονο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στα θέματα των εξοπλισμών. Το θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση είναι αν η Ελλάδα είναι καλυμμένη στην περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τις παραδόσεις των αεροσκαφών. Απάντηση δεν δόθηκε και για αυτό όλοι υποθέτουμε ότι δεν έχουμε την κάλυψη που πρέπει. Ελπίζουμε λοιπόν ότι όλα θα πάνε καλά.
Μερικές επισημάνσεις σε όσα είπε ο ΥΕΘΑ στην ομιλία του, απευθυνόμενος προς τους βουλευτές της Επιτροπής Εξοπλιστικών, «…οι δαπάνες για την Άμυνα αυξάνονται από τα 530 εκατομμύρια στα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου και ασφαλώς μέρος αυτού του ποσού που θα δαπανηθεί μέσα στο τρέχον έτος ήδη, καλύπτει αυτή την δαπάνη (30 + 30) 60% του συνόλου της προμήθειας των Rafale. Διότι η απόφαση ήταν να ενισχυθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις. Και για να ενισχυθούν είτε με την πρόσκτηση νέων συστημάτων, είτε με τη συντήρηση και αναβάθμιση των υφισταμένων».
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι πάρα πολύ σημαντική αλλά δεν φθάνει «ούτε για ζήτω». Αυτά όμως έχουμε, αυτά θα διαθέσουμε. Για αυτό και πρέπει κάθε ευρώ που δίνουμε να έχει πραγματική αξία. Από τις πρόσφατες αποφάσεις δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα το «πρόγραμμα παρακολούθησης αγωγού καυσίμου» κόστους 12 εκατομμυρίων και το αεροπορικό κέντρο εκπαίδευσης στην Καλαμάτα, κόστους 1,3 δισεκατομμυρίων. Μπορούμε να φανταστούμε εύκολα τι θα έλεγε η ΝΔ αν ήταν αντιπολίτευση.
«Οι μεγάλες αποφάσεις που θα κληθούμε να λάβουμε μέσα στο τρέχον έτος, θα αφορούν στη βασική προμήθεια των τεσσάρων κυρίων μονάδων επιφάνειας – μονάδων κρούσης, των φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού. Ασφαλώς και τον εκσυγχρονισμό των τεσσάρων MEKO και φυσικά έπεται συνέχεια». Ακριβώς επειδή οι αποφάσεις είναι μεγάλες κι ακριβές, πρέπει να ληφθούν με σοβαρότητα και κριτήριο πρώτο τις επιχειρησιακές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού. Μέχρι στιγμής δε φαίνεται να υπερτερεί αυτό το κριτήριο…
«Όμως λειτουργούμε με βάση αυτό το σχέδιο. Παράλληλα καλλιεργούμε και τις στρατηγικές μας σχέσεις με τους Συμμάχους εκ των οποίων βέβαια προβεβλημένη θέση έχει και η Γαλλία. Δεν είναι ανύπαρκτη η Στρατηγική σχέση με τη Γαλλία, ούτε το ότι δεν έχει αποτυπωθεί σε μία έγγραφη Αμυντική Συμφωνία σημαίνει ότι έχει υποχωρήσει σε ενδιαφέρον. Ασφαλώς κι είναι ανοιχτή η συζήτηση στο τραπέζι, ασφαλώς και θα συζητήσουμε επ’ αυτού και άλλων με την ομόλογο μου όταν θα επισκεφθεί, με το καλό τη χώρα μας, προκειμένου να παραστεί στην υπογραφή της συμφωνίας για την προμήθεια των «Rafale».
Το σχέδιο δεν το έχουμε καταλάβει, ειδικά μετά από την αιφνιδιαστική απόφαση του Ιουλίου να κάνουμε πίσω στην υπογραφή της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας. Ενδιαφέρον υπάρχει ακόμη και από τη Γαλλία υποθέτουμε, αλλά μάλλον δεν θα κρατήσει για πάντα…
«Νομίζω ότι απαντήθηκαν και τα ερωτήματα για την εμπλοκή της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας. Ασφαλώς και δεν αποκλείεται από τη διατύπωση της σύμβασης και νομίζω ότι αν προκύψει εμπλοκή της Αμυντικής Βιομηχανίας -κάτι που όλοι θα θέλαμε- θα προκύψει στην πορεία, όταν ενδεχομένως θα ανακύψει ζήτημα ανάθεσης υποκατασκευαστικού έργου σε ελληνικές εταιρείες. Αυτή τη στιγμή όμως έχουμε έναν κατασκευαστή την εταιρεία Dassult, μοναδικό κατασκευαστή βάζω στην ίδια κατηγορία και τις άλλες δύο κατασκευάστριες εταιρείες την Thales και την Safran, ως προς το σκέλος της προμήθειας δεν ήταν τόσο εύκολο να γίνει, πλην όμως προβλέφθηκε η σχετική δυνατότητα στο γράμμα του νόμου».
Αυτό που δεν απαντήθηκε είναι γιατί η ελληνική πλευρά δεν έθεσε το θέμα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Γιατί από τη Γαλλία αυτό απαντούν, δηλαδή ότι δεν τέθηκε από κανέναν ζήτημα συμμετοχής της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στο πρόγραμμα των Rafale.
«Η ενεργοποίηση της ΕΑΒ σε αυτό, ασφαλώς και θα ήταν ευχής έργο και πραγματικά επιθυμία δική μας. Ξέρετε υπάρχει η αίσθηση ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας είναι υπόλογο για την ΕΑΒ, αλλά δεν είναι. Το ξέρετε. Άλλοι έχουν την εποπτεία, το υπουργείο Οικονομικών εποπτεύει ΕΑΒ. Νομίζω ότι θα πρέπει να μας απασχολήσει σε κοινή συνεδρίαση Οικονομικών και Άμυνας. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να προσέλθει εδώ ο υπουργός Οικονομικών να λογοδοτήσει για την ΕΑΒ μαζί με τη Διοίκησή της, αν δεν είναι και κοινή συνεδρίαση. Αυτό εν πάση περιπτώσει είναι θέμα που θα εξετάσει το Προεδρείο σε μελλοντική συνεννόηση με την αντίστοιχη Επιτροπή».
Προς το παρόν, «αρκούμαι να προσθέσω ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας είναι ο πελάτης και μάλιστα ένας αρκετά δυσαρεστημένος πελάτης με βάση το αποτέλεσμα, όσον αφορά το οφειλόμενο έργο της ΕΑΒ προς το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, προς την Πολεμική Αεροπορία η οποία ως πελάτης μάλιστα είναι και συνεπέστατος, όσον αφορά τις υποχρεώσεις της, να πληρώνει, να προκαταβάλει τα ανταλλακτικά, ό,τι χρειάζεται για να έχει αεροπλάνα. Πλην όμως το αποτέλεσμα όπως σας είπα δεν μας ικανοποιεί. Είμαστε σε συνεχείς επαφές με το υπουργείο Οικονομικών και με τη Διοίκηση της ΕΑΒ προκειμένου να συμφωνήσουμε σε ένα βασικό προγραμματισμό».
Το να κατηγορούμε άπαντες την ΕΑΒ δεν τη βοηθά. Πρώτα από όλα όμως, πρέπει να αποφασίσει η κυβέρνηση τι θέλει να κάνει με την ΕΑΒ. Θέλει να τη σώσει ή θέλει να την πουλήσει όσο – όσο; Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να αποκτήσει σχέδιο το οποίο θα πρέπει να προβλέπει πρόσληψη προσωπικού που χρειάζεται η εταιρεία κι όχι οι βουλευτές για να τάζουν προσλήψεις.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας