Η κακήν κακώς αποχώρηση των ΗΠΑ και γενικά των Δυτικών από το Αφγανιστάν, το οποίο επιβεβαιώνει η φήμη του ως νεκροταφείο αυτοκρατοριών, κλείνει με τον χειρότερο τρόπο μία ούτως ή άλλως γενικευμένη στρατιωτική αποτυχία.
Τα σενάρια για την ευρύτερη στρατηγική των Αμερικανών στην περιοχή και τους λόγους που επέβαλαν την αποχώρησή τους είναι μια συζήτηση η οποία έχει ενδιαφέρον, αλλά η επιχειρησιακή κατάρρευση – διότι περί αυτού πρόκειται- είναι γεγονός πέραν πάσης αμφισβήτησης.
Οι σκηνές στην αμερικανική πρεσβεία που παρέπεμπαν σε Σαϊγκόν, με το προσωπικό να καταστρέφει έγγραφα και οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προπαγάνδας στα χέρια του εχθρού, η κατάσταση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ με την εκκένωση να γίνεται υπό το αλαζονικό τελεσίγραφο των νέων κυρίαρχων του Αφγανιστάν, η εμφάνιση των Ταλιμπάν με αμερικανικές στολές και όπλα και κυρίως ο οπλισμός αξίας δισεκατομμυρίων που έπεσε στα χέρια τους, μαρτυρούν επιχειρησιακή καταστροφή. 600.000 όπλα μεταξύ των οποίων, τυφέκια, αυτόματα και πολυβόλα, 2.000 τεθωρακισμένα οχήματα, 40 αεροσκάφη και ελικόπτερα Black Hawk, 162.000 τεμάχια συστημάτων επικοινωνίας, 16.000 μονοκυάλια και άλλες συσκευές νυχτερινής όρασης, drones, είναι μέρος μόνο του εξοπλισμού που εκτιμάται ότι έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν.
Ο Ειδικός Επιθεωρητής για την Ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν, επισημαίνει σε έκθεσή του ότι μόνο από το 2017 έως το 2019 οι ΗΠΑ έδωσαν στο Αφγανιστάν 7.035 πολυβόλα, 4.702 Humvees, 20.040 χειροβομβίδες, 2.520 βόμβες και 1.394 εκτοξευτές χειροβομβίδων.
Ανεξαρτήτως λοιπόν του ποιες είναι οι στρατηγικές επιλογές πίσω από την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, η πρωτοφανής σε ποιότητα και ποσότητα κατάσχεση αμερικανικού οπλισμού από τους πλέον επικίνδυνους εχθρούς λόγω των διασυνδέσεών τους με την ισλαμική τρομοκρατία, καταδεικνύει επική επιχειρησιακή αλλά και σε επίπεδο intelligence αστοχία.
Η εύλογη ανησυχία για την πιθανότητα μέρος αυτού του οπλισμού να καταλήξει σε διάφορες τρομοκρατικές ομάδες στοιχειώνει τις αμερικανικές Αρχές ασφαλείας. αλλά και στα χέρια των Ταλιμπάν να παραμείνουν ο κίνδυνος παραμένουν εξίσου, καθότι οι ίδιοι αποτελούν μία μεγάλη τζιχαντιστική τρομοκρατική ομάδα η οποία ελέγχει πλέον ένα κράτος και μπορεί αν το αποφασίσει να οργανώσει τρομοκρατικά χτυπήματα δίχως ενδεχομένως να φαίνεται.
Εξάλλου και χωρίς την τρομοκρατική διάσταση,, μόνο η αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων τους λόγω αμερικανικού οπλισμού συνιστά πηγή ανησυχίας και βέβαια επικοινωνιακής ήττας τεραστίων διαστάσεων.
Λίγα μόνο 24ωρα πριν από την αμαχητί είσοδο των Ταλιμπάν στην Καμπούλ και την κατάρρευση των αφγανικών ενόπλων δυνάμεων, οι αμερικανικές υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι η πρωτεύουσα θα αντέξει άλλους τρεις μήνες και ότι ο αφγανικός στρατός ο οποίος αριθμούσε 300 χιλιάδες άτομα είχε τις προϋποθέσεις να οργανώσει ακόμα και αντεπίθεση.
Αυτές οι εξελίξεις θα πρέπει να προβληματίσουν χώρες, όπως η δική μας, οι οποίες στον ένα ή τον άλλο βαθμό εξαρτούν τον γεωπολιτικό και αμυντικό σχεδιασμό τους από συνεννοήσεις ή και συμφωνίες με τις ΗΠΑ. Διότι αποδεικνύεται ότι η καχυποψία για την ειλικρίνεια και τις πραγματικές προθέσεις των Αμερικανών στις διμερείς τους σχέσεις και δεσμεύσεις, που στην περίπτωσή μας παρά την βεβαρημένη προϊστορία κατά ένα μεγάλο μέρος έχουν ξεπεραστεί λόγω της αναβαθμισμένης συνεργασίας, δεν είναι ο μόνος λόγος σκεπτικισμού.
Λάθος υπολογισμοί τους και ξαφνικές αλλαγές στρατηγικής μπορεί να προκαλέσουν δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις για όποιον βασίζεται υπέρμετρα σε φαινομενικά μόνο ισχυρές παραδοχές. Εξάλλου το διεθνές περιβάλλον σπάνια ήταν στο παρελθόν τόσο ευμετάβλητο.