Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις: Ευρήματα που άλλαξαν τον κόσμο
Αν και έχουν ήδη γίνει αρκετές σπουδαίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις μέχρι σήμερα, μερικές από αυτές κατάφεραν να ξεχωρίσουν για τη σημασία τους (οι περισσότερες από αυτές έγιναν τον 20ο αιώνα). Στις μεγαλύτερες συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων ο μηχανισμός των Αντικυθήρων (που έχει αναγνωριστεί ως Ιστορικό Μηχανολογικό Ορόσημο), ο στρατός από τερακότα στην Κίνα και το Μάτσου Πίτσου.
Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις: Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων
Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων είναι ένα αρχαίο τέχνημα που πιστεύεται ότι ήταν ένας αρχαίος αναλογικός, μηχανικός υπολογιστής και όργανο αστρονομικών παρατηρήσεων.
Ανακαλύφθηκε σε ναυάγιο ανοικτά του Ελληνικού νησιού Αντικύθηρα μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης. Με βάση τη μορφή των ελληνικών επιγραφών που φέρει χρονολογείται μεταξύ του 150 π.Χ. και του 100 π.Χ., αρκετά πριν από την ημερομηνία του ναυαγίου, το οποίο ενδέχεται να συνέβη ανάμεσα στο 87 π.Χ. και 63 π.Χ.
Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε το 1900 από Συμιακούς σφουγγαράδες, το 1902 ο μαθηματικός και Υπουργός Παιδείας Σπυρίδων Στάης πρόσεξε ότι ένα από τα ευρήματα είχε έναν οδοντωτό τροχό ενσωματωμένο και εμφανείς επιγραφές με αστρονομικούς όρους.
Ο στρατός από τερακότα
Ήταν το 1974 όταν Κινέζοι αγρότες προσπάθησαν να ανοίξουν ένα πηγάδι κοντά στην πόλη Χσιάν και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις πήλινες φιγούρες, τους φρουρούς του αυτοκράτορα.
Ο Στρατός από τερακότα βρίσκεται στο μαυσωλείο του πρώτου Κινέζου αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ, σ’ έναν λάκκο μήκους 230 μέτρων με 11 διαδρόμους και τουλάχιστον 6.000 αγάλματα στρατιωτών του πεζικού. Δίπλα βρέθηκε ένας δεύτερος λάκκος με τοξότες, από τους οποίους άλλοι ήταν σε όρθια στάση και άλλοι γονατιστοί, και ιππείς με τα άλογα τους και αρματηλάτες μαζί με ορισμένους πεζούς και ένας τρίτος λάκκος με 68 φιγούρες που ίσως αποτελούσαν το αρχηγείο του στρατού. Το μαυσωλείο του αυτοκράτορα δεν έχει εντοπιστεί ακόμα.
To 2016 Κινέζοι αρχαιολόγοι ανακοίνωσαν πως θεωρούν πιθανό ότι τα αγάλματα των πολεμιστών του πήλινου στρατού εμπνεύστηκαν από την ελληνική τεχνοτροπία, ή πως σχεδιάστηκαν από Έλληνες γλύπτες, με τους οποίους οι Κινέζοι ήρθαν σε επαφή στα δυτικά της χώρας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.
Η μούμια του Τουταγχαμών
Ο τάφος του ανακαλύφθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1922 από τον Βρετανό αρχαιολόγο Χάουαρντ Κάρτερ και η σαρκοφάγος ανοίχτηκε στις 16 Φεβρουαρίου του 1923.
Ήταν ο μοναδικός ασύλητος βασιλικός τάφος στην κοιλάδα των βασιλέων, κάτι που πιθανόν αποδίδεται στο μικρό μέγεθος του τάφου. Επιπλέον, αυτό φανερώνει και την απουσία υστεροφημίας του Φαραώ, καθώς το όνομά του ήταν άγνωστο, ακόμα και 100 χρόνια μετά το θάνατό του κατά την 19η δυναστεία.
Η ανακάλυψη του τάφου έλαβε σημαντική κάλυψη και ανανέωσε το ενδιαφέρον για την Αρχαία Αίγυπτο και αποτέλεσε μείζον θέμα της επικαιρότητας του 1922, καθώς πολλές εφημερίδες ασχολήθηκαν με το θέμα της ανακάλυψης του τάφου. Κάτι τέτοιο όμως λειτούργησε και αρνητικά, αφού ενισχύθηκε η φήμη της λεγόμενης “κατάρας του Τουταγχαμών”. Στον τάφο του βρέθηκαν επίσης δύο μωρά (κορίτσια), το ένα πέθανε στη γέννα ενώ το άλλο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Τα χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας
Η ανακάλυψη των χειρόγραφων της Νεκρής Θάλασσας χαρακτηρίζεται μια από της σημαντικότερες του 20ου αιώνα.
Πρόκειται για μια συλλογή περίπου 900 Ιουδαϊκών χειρογράφων σε περγαμηνή και πάπυρο γραμμένα στην εβραϊκή, αραμαϊκή και ελληνική γλώσσα, τα οποία ανακαλύφθηκαν σε σπήλαια και αρχαία ερείπια της ερήμου της Ιουδαίας. Η μεγάλη σημασία των χειρογράφων αυτών, αφορά στην αναζήτηση του αυθεντικού πρωτότυπου της Παλαιάς Διαθήκης. Πολλά από τα κείμενα χρονολογούνται τον τον 2ο και 1ο π.Χ. αι., κάνοντας τα τα αρχαιότερα κείμενα που έχουν διασωθεί.
Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις: Η επιγραφή του Behistun
H επιγραφή ανακαλύφθηκε από έναν Άγγλο ταξιδιώτη στην περιοχή του Ιράν, κατά τη διάρκεια μιας διπλωματικής αποστολής στην Περσία το 1598.
Πρόκειται για ένα πολύγλωσσο κείμενο το οποίου σφυρηλατήθηκε κατόπιν εντολής του βασιλιά Δαρείου Α’, με στόχο να περιγράψει τα ιστορικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του και από το 523 έως το 521 π.Χ. Η συγκεκριμένη επιγραφή ήταν εκείνη που έδωσε τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να αντλήσουν σημαντικά στοιχεία για τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, της Περσίας και των Ασσυρίων.
Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις: Το Άνγκορ Βατ
Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη του μεγαλοπρεπούς ναού χρονολογούνται το 1601, όταν ο Ισπανός Marcelo Ribandeyro παραπάτησε σε μια πέτρα και έπεσε πάνω στο μεγαλοπρεπές κτίσμα που έκρυβε η καμποτζιανή ζούγκλα.
Ο ναός χτίστηκε από τους Χμερ κατά την περίοδο της βασιλείας του Σουριαβαρμάν 2ου (1113-1150) και ήταν αφιερωμένη στο θεό Βισνού, για περίπου 200 χρόνια παρέμενε ξεχασμένος στην καρδιά της ζούγκλας. Σήμερα, αποτελεί το μεγαλύτερο θρησκευτικό μνημείο της περιοχής.
Η Τροία
Η ανακάλυψη της Τροία ήταν εκείνη που έδωσε “σάρκα και οστά” στα ομηρικά έπη, καθώς μέχρι το 1870 η σύγχρονη κριτική ιστορία έθετε την Τροία και τον Τρωικό πόλεμο στη σφαίρα του μύθου.
Η αρχαία πόλη ήρθε στην επιφάνεια το 1870 όταν ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν ανέσκαψε ένα λόφο, που ονομαζόταν Hissarlik από τους Τούρκους, κοντά στην πόλη Τσανάκ στη βόρειο-δυτική Μικρά Ασία. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια μιας σειράς αρχαίων πόλεων, χρονολογούμενων από την Εποχή του Χαλκού ως τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ο Σλήμαν ονόμασε μία από αυτές τις πόλεις Τροία I, και αργότερα Τροία II, ως την πόλη της Ομηρικής Τροίας, και αυτή η ταυτοποίηση έγινε ευρέως αποδεκτή κατά την εποχή του.
Η Πομπηία
Η Πομπηία ήταν πόλη της νότιας Ιταλίας, στην πλευρά της Τυρρηνικής θάλασσας, κοντά στη σημερινή Νάπολη. Αποτελούσε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η οικονομία της γνώριζε τεράστια άνθηση.
Το 79 μ.Χ, όταν έγινε και η έκρηξη του Βεζούβιου ο πληθυσμός της έφτανε τους 20.000 κατοίκους. Ήταν τότε που άλλοτε κοσμοπολίτικη πόλη καλύφθηκε από λάβα και σκόνη. Έτσι, σκεπασμένη έμεινε μέχρι το 1592 όταν ανακαλύφθηκαν τμήματά της κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του υπόγειου υδραγωγείου της πόλης Τόρε Ανουντσιάτα. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν με καθυστέρηση το 1748 και παρείχαν τη δυνατότητα στους ιστορικούς να καταγράψουν τον πολυτελή τρόπο ζωής των αρχαίων Ρωμαίων και την δύναμη της αυτοκρατορίας.
Το σπήλαιο Λασκώ
Το σπήλαιο Λασκώ είναι ένα από τα πλέον σημαντικά σπήλαια με παλαιολιθικής εποχής τοιχογραφίες, στο εσωτερικό του είναι καλυμμένο με περισσότερες από 2.000 έγχρωμες εικόνες και χαρακτικά ζώων.
Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία από τέσσερις εφήβους, τους Marcel Ravidat, Jacques Marsal, Georges Agnel et Simon Coencas στις 12 Σεπτεμβρίου 1940. Οι νεαροί μπήκαν στο σπήλαιο κρατώντας μια απλή λάμπα και χρειάστηκε να φθάσουν στο πρώτο στενό σημείο του περάσματος για να διακρίνουν τις τοιχογραφίες.
Οι ηλικία των τοιχογραφιών υπολογίζεται στα 17.000 έτη, ενώ εκτιμάται ότι το σπήλαιο ήταν κατοικημένο για περίπου 6.000 χρόνια.
Οι μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις: Το Μάτσου Πίτσου
Η αρχαία πόλη Μάτσου Πίτσου βρίσκεται στο νότιο Περού και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του πολιτισμού των Ίνκα, η εξαφάνιση του οποίου παραμένει μυστήριο.
Η πόλη ανακαλύφθηκε το 1911, στις 24 Ιουλίου, από τον Αμερικανό ιστορικό και αρχαιολόγο Χίραμ Μπίνγκαμ, που πραγματοποίησε ταξίδι στην Λατινική Αμερική ακολουθώντας την ίδια διαδρομή που είχε κάνει και ο Σιμόν Μπολίβαρ από τη ζούγκλα της Βενεζουέλας προς την Κολομβία. Το 1911 ο Αμερικανός ιστορικός διοργάνωσε αποστολή με στόχο την ανακάλυψη των αρχαίων πόλεων των Ίνκα και μετά από έρευνες εντόπισε τυχαία το Μάτσου Πίτσου.
Εικάζεται πως η πόλη ιδρύθηκε από τον βασιλιά Μάνκο Ίνκα και πως αποτέλεσε το το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας, στον αγώνα τους εναντίον των Ισπανών, λόγω της δυσπρόσιτης τοποθεσίας του. Κατά τους ιστορικούς χτίστηκε το 1460 και χρησίμευε ως αστρονομικό παρατηρητήριο με αρχείο χρονολόγησης, λατρευτικό κέντρο και ως θερινά ανάκτορα των βασιλέων. Η πόλη πιθανότατα να εγκαταλείφθηκε όταν οι κάτοικοί της πέθαναν από μεταδοτική ασθένεια.
Η στήλη της Ροζέττας
Η Στήλη της Ροζέττας είναι μια πέτρινη πλάκα που προέρχεται από τον ναό του Πτολεμαίου Ε’ του Επιφανούς. Χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ. και φέρει μια εγχάρακτη επιγραφή σε δύο γλώσσες, στην αιγυπτιακή και την ελληνική και τρία συστήματα γραφής, τα ιερογλυφικά, τα δημώδη αιγυπτιακή και την ελληνική.
Η Στήλη ανακαλύφθηκε τυχαία, στο στο βορειοδυτικό τμήμα του Δέλτα του Νείλου, από τον Γάλλο αξιωματικό Πιέρ Φρανσουά Ξαβιέ Μπουσάρ, που υπηρετούσε στο στράτευμα του Ναπολέοντα το 1799. Η πλάκα έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση και την αποκρυπτογράφηση της Αιγυπτιακής ιστορίας και του πολιτισμού.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας