Ωστόσο, λίγοι έχουν ακούσει τα ονόματα των Ντράγκουλιτς, Σάργκοβατς και Μότικε, των χωριών όπου δήμιοι δεν ήταν οι Γερμανοί του Χίτλερ, αλλά οι Κροάτες σύμμαχοί τους, που κατέσφαξαν περισσότερους από 2.300 ανθρώπους σε μια μέρα, χρησιμοποιώντας μόνο τσεκούρια και γεωργικά εργαλεία! «Χωρίς να ρίξουν ούτε μια σφαίρα! Κάθε θύμα ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον δολοφόνο του, στο κατώφλι του, σπιτιού του προτού σφαγιαστεί εν ψυχρώ», λέει η Ντραγκάνα Τομάσεβιτς, διευθύντρια του Ιδρύματος Μνήμης του Γιασένοβατς και του Ολοκαυτώματος.
Οι δύσμοιροι κάτοικοι των χωριών, έχασαν τη ζωή τους με φρικτό τρόπο, μόνο και μόνο επειδή ήταν Σέρβοι ορθόδοξοι χριστιανοί
Στο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας – ένα μαχητικό – κράτος φανατικών χριστιανών καθολικών, που συμμάχησε με τον Άξονα Ρώμης – Βερολίνου – το να είσαι χριστιανός ορθόδοξος ήταν πολύ σοβαρός λόγος για να κακοποιηθείς, να εκδιωχθείς ή να πέσεις θύμα μιας γενοκτονίας. Δεν ήταν τυχαίο ότι οι δολοφόνοι – όλοι μέλη του συντάγματος σωματοφυλάκων του Κροατικού Πογκλάβνικ (αρχηγού) Άντε Πάβελιτς – συνοδεύονταν από έναν ιερέα! Ο φρα Τόμισλαβ Φιλίποβιτς, ένας Φραγκισκανός ιερέας από το κοντινό μοναστήρι του Πετρίσεβατς, θα γίνει γνωστός ως ο «Friar Satan» (Σατανικός Καλόγερος).
Η 7η Φεβρουαρίου του 1942 απείχε λιγότερο από τρεις εβδομάδες από την περιβόητη Διάσκεψη του Wannsee, όπου υψηλόβαθοι Ναζί αποφάσισαν ότι η Τελική Λύση του εβραϊκού ζητήματος, θα ήταν η ολοκληρωτική τους εξόντωση, η γενοκτονία. Ωστόσο, οι Κροάτες σύμμαχοι του Χίτλερ είχαν ήδη από μήνες αρχίσει να σφαγιάζουν Σέρβους και Εβραίους.
Το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας (Nezavisna Drzava Hrvatska – NDH) ανακηρύχθηκε στις 10 Απριλίου 1941 – μόλις τέσσερις ημέρες μετά την εισβολή των δυνάμεων του Άξονα στη Γιουγκοσλαβία. Αρχικά προοριζόταν ως «πελάτης» τόσο της Γερμανίας όσο και της φασιστικής Ιταλίας και ήταν υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο των Ουστάσε (κυριολεκτικά «εξεγερμένοι»), ενός εθνικιστικού κινήματος, φασιστικής έμπνευσης, που καθόριζε την κροατική ταυτότητα μέσα από το πρίσμα του μαχητικού Ρωμαιοκαθολικισμού και του μίσους για την Ανατολική Εκκλησία.
Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Σέρβοι βρέθηκαν υπό την κυριαρχία του NDH, σε εδάφη της σημερινής Κροατίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και σε τμήματα της βόρειας Σερβίας. Τους αρνήθηκαν το όνομά τους, και τους αποκαλούσαν μόνο «Έλληνες Ανατολικοί – Σχισματικοί», και τέθηκαν αμέσως υπό τους ίδιους περιορισμούς στους οποίους είχαν τεθεί και οι Εβραίοι στη Γερμανία, σύμφωνα με τους φυλετικούς νόμους που εκπονήθηκαν στη Νυρεμβέργη. Το καθεστώς Πάβελτις έθεσε επίσης εκτός νόμου τους Εβραίους και επέτρεψε να κατασχεθούν οι περιουσίες τους. Τα πογκρόμ σε μεγάλες πόλεις όπως το Ζάγκρεμπ και το Σαράγεβο άρχισαν σχεδόν αμέσως.
«Βιβλίο του οποίου το πρώτο κεφάλαιο έχει σκιστεί»
«Η παράλειψη της υπόθεσης της Κροατίας από τις μελέτες για το Ολοκαύτωμα, μοιάζει με ένα βιβλίο του οποίου το πρώτο κεφάλαιο έχει σκιστεί», έγραψε ο αείμνηστος Τζόναθαν Στάινμπεργκ, καθηγητής σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και διακεκριμένος μελετητής του Ολοκαυτώματος. Ο Στάινμπεργκ περιέγραψε επίσης τη στόχευση των Σέρβων από το NDH ως την «πρώτη συστηματική γενοκτονία που έγινε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Η πρώτη καταγεγραμμένη μαζική δολοφονία Σέρβων καταγράφηκε στο Βιέλοβαρ, μια πόλη περίπου 50 μίλια βόρεια του Ζάγκρεμπ, στις 27-28 Απριλίου 1941, όταν εκτελέστηκαν περίπου 180 άμαχοι πολίτες κάθε ηλικίας. Σύντομα, ωστόσο, οι Ουστάσε άρχισαν να κάνουν οικονομία στις σφαίρες τους και να προτιμούν τα μαχαίρια, τα σφυριά, τα τσεκούρια, ακόμη ακόμη και αυτοσχέδια εργαλεία, για να σφάξουν τα θύματά τους. Αρχίζοντας τον Μάιο του 1941, οι Ουστάσε, χρησιμοποιούσαν τις φυσικές χαράδρες της ενδοχώρας της Δαλματίας ως λάκκους για να πετάξουν χιλιάδες δολοφονημένους Σέρβους – μερικές φορές ενώ ήταν ακόμη ζωντανοί όταν τους γκρέμιζαν στο κενό.
Μόνο η παρέμβαση των αγανακτισμένων Ιταλών τους ανάγκασε να κλείσουν τα στρατόπεδα όπως το Γιάντοβνο και το Παγκ, τον Αύγουστο του 1941. Μέχρι τότε, ωστόσο, μια νέα σειρά στρατοπέδων ήταν στα σχέδια – το συγκρότημα Γιασένοβατς, στον ποταμό Σάβα, στη γερμανική επικράτεια. Ο ίδιος ο Χίτλερ, είχε υποστηρίξει τη μαζική δίωξη των Σέρβων – τους οποίους κατηγόρησε για την εξόντωση της Γερμανίας και της Αυστρίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – και προέτρεψε τον Πάβελιτς, σε μια συνάντηση τους τον Ιούνιο, να μην δείξει «υπερβολική ανοχή».
Τι σήμαινε αυτό; Οι αναφορές του στρατηγού Έντμουντ Γκλάισε φον Χορστενάου, του στρατιωτικού διοικητή του Φύρερ στο Ζάγκρεμπ, που είδε, άκουσε κι έφριξε και κατήγγειλε την «τρέλα» των Ουστάσε (είχε προειδοποιήσει ότι οι θηριωδίες τους θα φανάτιζαν τη σερβική αντίσταση), έπεσαν στο κενό.
«Σαν τα πρόβατα όταν επιτίθεται ένας λύκος»
Οι σφαγές αμάχων ως τιμωρία για την δραστηριότητα ανταρτικών ομάδων ήταν ρουτίνα στην κατεχόμενη και διχοτομημένη Γιουγκοσλαβία. Στην κατεχόμενη από τη Γερμανία Σερβία, η πολιτική της εκτέλεσης 100 αμάχων για κάθε έναν στρατιώτη της Βέρμαχτ που έχανε τη ζωή του και 50 για κάθε τραυματία, είχε καταφέρει να αποθαρρύνει προσωρινά πολλές αντιστασιακές ομάδες, αλλά οι κομμουνιστές του Τίτο συνέχιζαν με το ίδιο και μεγαλύτερο πάθος.
Απαντώντας σε ένα από τα σαμποτάζ τους σε σιδηροδρομικές γραμμές, οι Ουστάσε σκότωσαν δεκάδες πολίτες στους οικισμούς Πισκάβιτσα και Ιβάνζισκα στις 5 Φεβρουαρίου και θα έκαναν το ίδιο μια εβδομάδα αργότερα, σκοτώνοντας συνολικά 520 ανθρώπους. Αυτό που συνέβη στις 7 Φεβρουαρίου, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου μια σφαγή αντιποίνων. Ο λόχος των Ουστάσε, που αποσπάστηκε από το σύνταγμα σωματοφυλάκων του ίδιου του Πάβελιτς, ήρθε κατ’ ευθείαν από το Ζάγκερμπ με ένα στόχο: Να σκοτώσουν όποιον Σέρβο βρεθεί στο δρόμο τους!
Ο Ντράγκαν Στιάκοβιτς ήταν τότε 16 χρονών. Όταν οι Ουστάσε μπήκαν στο σπίτι του στο Μότικε, κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Σε μαρτυρία του που καταγράφηκε το 2003, περιέγραψε πώς ένας Ουστάσε σκότωσε ολόκληρη την οικογένειά του, αρχίζοντας από τη μητέρα του: «Ο Ουστάσε σταμάτησε στην πόρτα κι έμεινε για λίγο σιωπηλός· κοίταξε γύρω από το δωμάτιο κι έπειτα πέρασε από την πόρτα και σαν να έπινε ένα ποτήρι νερό, έτσι απλά, βύθισε τη ξιφολόγχη στο στήθος της μητέρας μου», είπε.
«Όταν έπεσε κάτω, ο Ουστάσε την τρύπησε με τη ξιφολόγχη στο πρόσωπό, ακριβώς κάτω από το αριστερό μάτι. Η υπόλοιπη οικογένειά μου παρακολουθούσε με τρόμο. Έμεινα εντελώς παγωμένος, σχεδόν παράλυτος στο σημείο που είχα κρυφτεί, σαν το πρόβατο όταν επιτίθεται στο κοπάδι ο λύκος», πρόσθεσε ο Στιάκοβιτς. «Ο Ουστάσε τότε χαλαρά και ψύχραιμα πέρασε πάνω από τη νεκρή μητέρα μου και άρχισε να μαχαιρώνει έναν έναν τους υπόλοιπους, σαν να τρυπούσε δέματα σανού».
Με αξίνες, τσεκούρια και αιχμηρά εργαλεία
Ένα τηλεγράφημα που εστάλη από τη Μπάνια Λούκα στην Υπηρεσία Επιτήρησης Ουστάσε στο Ζάγκρεμπ στις 11 Φεβρουαρίου περιγράφει τις δολοφονίες: «Ένας λόχος Ουστάσε, με διοικητή τον Γιόσιπ Μισλοβ… στις 7 Φεβρουαρίου και ώρα 04:00 πήρε εργαλεία από το ορυχείο Rakovac για να σκοτώσει 37 Έλληνες Σχισματικούς εργάτες. Συνέχισε να χρησιμοποιεί αξίνες και τσεκούρια για να σκοτώσει άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα χωριά του Μότικε, όπου εξοντώθηκαν περίπου 750, στο Ντράγκουλιτς και στο Σάργκοβατς, όπου εξοντώθηκαν περίπου 1.500. Η εκκαθάριση έληξε γύρω στις 14:00… Ακολουθεί λεπτομερής αναφορά».
Πώς ήξερε ο Ουστάσε από το Ζάγκρεμπ ποιους να στοχοποιήσει; Και Σέρβοι και Κροάτες ζούσαν στα τρία χωριά. Το μυστικό βρίσκεται στην έρευνα που έγινε χρόνια μετά και η οποία κατονομάζει πολλούς από τους ντόπιους Κροάτες που λειτούργησαν ως καταδότες. Από το ορυχείο, οι Ουστάσε προχώρησαν στο Ντράγκουλιτς. Τους κατηύθυναν τρεις ντόπιοι – ο ανθρακωρύχος Ίβο Γιούριτς, ο Στίπο Γκόλουμπ και ο Σιμούν Πλετίκοσα – που κατέδιδαν τα σερβικά σπίτια. Όλοι, όσοι βγήκαν έξω σκοτώθηκαν με τρόπο βασανιστικό. Στη συνέχεια, οι φονιάδες κατευθύνθηκαν στο Σάργκοβατς. Στην επιστροφή κατέσφαξαν 70 οικογένειες στο χωριό Μότικε.
Τα τσεκούρια χρησιμοποιήθηκαν για τις δολοφονίες στα χωριά, εκτός από τα ορυχεία. Στη συνέχεια, οι Κροάτες χωρικοί λεηλάτησαν τα τρόφιμα, τα ζώα, ακόμη και τα έπιπλα από τα σερβικά σπίτια. Οι Ουστάσε διέταξαν τους Κροάτες κατοίκους να θάψουν τους νεκρούς. Οι ταφές κράτησαν τρεις ημέρες. «Πολλά πτώματα θάφτηκαν χωρίς άκρα, καθώς τα είχαν φάει τα γουρούνια και οι σκύλοι», έλεγαν πολλοί. Μια φωτογραφία, που τραβήχτηκε από τον Ουστάσε Στίπε Κράγιεβιτς, δείχνει έξι από τους συντρόφους του να ποζάρουν με το κομμένο κεφάλι του Γιόβαν Μπλαζένοβιτς, ενός Σέρβου από το Ντράγκουλιτς. Τέσσερις από τους έξι είχαν ταυτοποιηθεί.
Περίμενα τους ανθρακορύχους στη βάρδιά τους…
Η αναφορά των Ουστάσε περιγράφει επίσης πώς έγινε η σφαγή στο Ράκοβατς: «Οι ανθρακωρύχοι έπεσαν σε ενέδρα όταν ήρθαν για τις βάρδιές τους, με τους Σέρβους να διαχωρίζονται. Στη συνέχεια χτυπήθηκαν με αιχμηρά εργαλεία και τους «τελείωσαν» χτυπώντας τους με τους υποκόπανους στο κεφάλι. Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και κατά των ανθρακωρύχων της τρίτης βάρδιας.
Τα πτώματα πετάχτηκαν σε ναρκοπέδιο
Και οι δύο αναφορές περιέχονται στο βιβλίο «Friars and Ustasha Slaughter», που εκδόθηκε από τον Λαζάρ Λούκαϊτς το 2005. Σύμφωνα με τον Λούκαϊτς, ο συνολικός αριθμός των Σέρβων που σφαγιάστηκαν ήταν 2.315, εκ των οποίων 1.363 ήταν από το Ντράγκουλιτς, 257 από το Σάργκοβατς και 679 από το Μότικε, καθώς και 16 ανθρακωρύχοι από άλλα χωριά που σκοτώθηκαν στο Ράκοβατς.
Ενώ κάποιοι από τους δολοφόνους του Ντράγκουλιτς, του Σάργκοβατς και του Μότικε τιμωρήθηκαν μετά το τέλος του πολέμου, πολλοί άλλοι συνέχισαν τις ζωές τους. Η αποκάλυψη, τότε, της πλήρους έκτασης των κροατικών θηριωδιών εναντίον των Σέρβων θα είχε καταστήσει αδύνατη την επανασύνδεση της Γιουγκοσλαβίας μετά τον πόλεμο.
Έτσι, ενώ η γενοκτονία του NDH αναγνωρίστηκε, ισοσταθμίστηκε με το ότι οι Σέρβοι βασιλόφρονες ήταν το ανάλογο των Ουστάσε και ότι οι Κομμουνιστές Παρτιζάνοι ήταν η μόνη αληθινή αντίσταση στην περίοδο της κατοχής. Οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας κλήθηκαν να ασπαστούν την ισότητα, με τη μορφή «αδελφότητας και ενότητας» – κάτι που με λόγια απλά σήμαινε να κατοικεί κάποιος δίπλα στους δήμιους της οικογένειάς του…
Οι επιζώντες του Σερβικού ολοκαυτώματος έπρεπε να περιμένουν χρόνια για να ανακτήσουν μόνο τα οικογενειακά κειμήλια που λεηλάτησαν οι γείτονες που εμπλέκονταν στη σφαγή των συγγενών τους. Οι ίδιοι γείτονες βρήκαν δουλειές και εξουσία στη νέα κυβέρνηση. Ένα σεμνό μνημείο που ανεγέρθηκε στα θύματα της Μεγάλης Σφαγής τη δεκαετία του 1960 δεν μπορούσε να τα αναγνωρίσει ως Σέρβους, για να μην πληγωθούν τα αισθήματα των Κροατών!
Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο οι αδερφοί Στιγιάκοβιτς και άλλοι επιζώντες δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν τις μαρτυρίες τους, μέχρι τη δεκαετία του 2000 – πολύ αφότου η προπαγάνδα της δεκαετίας του 1990 κηλίδωσε τους Σέρβους ως εγκληματίες πολέμου γενοκτονίας και κατέστησε τους δήμιους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως αθώα θύματα…
Οι Ούστασε ήταν φασιστική, ρατσιστική,υπερεθνικιστική και τρομοκρατική οργάνωση, που έδρασε στην αρχική της μορφή, μεταξύ 1929 και 1945. Τα μέλη της δολοφόνησαν εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβους, Εβραίους και Ρομά καθώς και πολιτικούς αντιφρονούντες στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Φανατικά Ρωμαιοκαθολική η Ούστασε υποστήριζε τον Καθολικισμό και το Ισλάμ ως θρησκείες των Κροατών και των Βοσνίων – Μουσουλμάνων – και καταδίκαζε την Ορθοδοξία, που ήταν η κύρια θρησκεία των Σέρβων.
Το 1932 ένα δημοσίευμα στο πρώτο τεύχος της εφημερίδας Ούστασε, υπογεγραμμένο από τον αρχηγό της οργάνωσης Aντε Πάβελιτς, διακήρυττε ότι η βία και ο τρόμος θα είναι το βασικό μέσο για την επίτευξη των στόχων της Ούστασε: Το ΜΑΧΑΙΡΙ, το ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ, το ΠΟΛΥΒΟΛΟ και η ΩΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΒΟΜΒΑ. Αυτά είναι τα ινδάλματα, είναι οι καμπάνες που θα αναγγείλουν την αυγή και την ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΚΡΟΑΤΙΑΣ».
Όταν ήρθε στην εξουσία η Ούστασε απαγόρευσε τη χρήση του όρου «Σερβική Ορθόδοξη πίστη», απαιτώντας αντι αυτού την «Ελληνοανατολική πίστη». Η πιο γνωστή τρομοκρατική πράξη των Ούστασε έγινε στις 9 Οκτωβρίου 1934, όταν, σε συνεργασία με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), δολοφόνησαν το Βασιλιά Αλέξανδρο Α΄ της Γιουγκοσλαβίας.
Ο αμερικανός ιστορικός Τζόναθαν Στάινμπεργκ περιγράφει χαρακτηριστικά τα εγκλήματα της Ούστασε εναντίον Σέρβων και Εβραίων πολιτών: «Οι Σέρβοι και οι Εβραίοι άντρες, γυναίκες και παιδιά κυνηγήθηκαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου». Αναφερόμενος στις φωτογραφίες των εγκλημάτων της Ούστασε που τράβηξαν οι Ιταλοί, ο Στάινμπεργκ γράφει: «Υπάρχουν φωτογραφίες Σέρβων γυναικών με στήθη χαραγμένα από κουζινομάχαιρα, ανδρών με τα μάτια εξορυγμένα, ευνουχισμένων και ακρωτηριασμένων»!
Το τέλος του Άντε Πάβελιτς
Ο Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ηγέτης του Ανεξάρτητου Κροατικού Κράτους Άντε Πάβελιτς κατέφυγε στην Αργεντινή. Τραυματίστηκε από μία απόπειρα δολοφονίας εναντίον του (Ο Μαυροβούνιος Μπλάγκογε Γιόβοβιτς στις 9 Απριλίου 1957 κοντά στο Μπουένος Άιρες πυροβόλησε τον Πάβελιτς) και κατέφυγε στην Ισπανία, όπου και υπέκυψε στα τραύματά του το 1959.