Το ημερολόγιο γράφει 3 Φεβρουαρίου 2006. Η ώρα είναι περίπου 7 το απόγευμα και το σκοτάδι έχει καλύψει το βαρύ χιόνι που πέφτει εδώ και μέρες στην πόλη της Βέροιας. Ο 11χρονος Άλεξ έχει μόλις τελειώσει την προπόνησή του στο κλειστό γήπεδο μπάσκετ της περιοχής και κατευθύνεται προς το πρακτορείο ΟΠΑΠ που διαθέτει ο πατριός του. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής του, περνά από την Πλατεία Δημαρχείου της πόλης. Κάπου εκεί τα ίχνη του παιδιού χάνονται για πάντα.
Τα λεπτά περνούν, ο Άλεξ δεν φτάνει ποτέ στο μαγαζί του πατριού του και η μητέρα του αρχίζει να ανησυχεί. Βγαίνει στο δρόμο και τον ψάχνει. Μάταια όμως. Απευθύνεται στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής για να δηλώσει την εξαφάνισή του, καθώς φοβάται πως ο γιος της έχει πάθει κάτι κακό. Οι έρευνες συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες, ωστόσο, παραμένουν άκαρπες. Το θέμα παίρνει πανελλήνιες διαστάσεις γρήγορα, ενώ οι εικόνες της ταραγμένης μητέρας και των συμμαθητών του που βγαίνουν στους δρόμους της Βέροιας για να τον αναζητήσουν κάνουν τον γύρο της χώρας. Τι συνέβη τελικά στον εξαφανισμένο Άλεξ και πόσο πιθανό είναι να έπεσε θύμα ανθρωποκτονίας;
Η αποκάλυψη της Αγγελικής Νικολούλη και οι άκαρπες έρευνες
Μία από τις δημοσιογράφους που ασχολούνται ενεργά με τις έρευνες είναι η Αγγελική Νικολούλη, η παρουσιάστρια της εκπομπής Φως στο Τούνελ στο Alter (τότε). Η ίδια φτάνει στη Βέροια και αρχίζει να προσεγγίσει κάθε άτομο που γνώριζε ή είχε προσωπικές επαφές με τον Άλεξ και την οικογένειά του. Μιλά με τους συμμαθητές του, τους γείτονές του ακόμη και με τους συγγενείς του που βρίσκονται στη Γερμανία και στη Γεωργία, τη χώρα καταγωγής του.
Οι αρχικοί φόβοι είναι μήπως ο 11χρονος μαθητής έχει πέσει θύμα κυκλώματος σωματεμπορίας και έχει φυγαδευτεί εκτός χώρας. Όλα αλλάζουν, όμως, όταν συναντά έναν συμμαθητή του, ο οποίος σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ήδη η Αγγελική Νικολούλη, αποτελούσε μέρος μιας συμμορίας που ασκούσε μπούλινγκ εναντίον του Άλεξ, ενώ δεν δίσταζαν ακόμη και τον ξυλοκοπήσουν.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αυτός και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας συνάντησαν εκείνο το βράδυ στην πλατεία της πόλης τον Άλεξ και τον ξυλοκόπησαν βαριά. «Είχε βραδιάσει. Καθόμασταν στα παγκάκια και καπνίζαμε. Κάποια στιγμή είδαμε τον Άλεξ να έρχεται από το μπάσκετ και να πηγαίνει προς την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Βριστήκαμε και αρχίσαμε να κυνηγιόμαστε. Τρέχαμε οι πέντε από τη μία και αυτός από την άλλη. Σταματήσαμε λίγο, εγώ και ο Α.Μ. και οι υπόλοιποι έτρεχαν» αποκάλυψε.
«Ο Άλεξ συνέχισε να τρέχει προς το Δημαρχείο. Όταν κατέβηκε, του κλείσαμε το δρόμο. Μετά ο Σ.Ε. άρχισε να τον βαράει και φτάσαμε και εμείς, ο Β. και ο αδερφός του Ε.Χ. Εγώ με τον Α.Μ. ήμασταν πίσω. Τον χτυπούσαν στο πρόσωπο. Φώναζε και προσπάθησε να φύγει. Του έβαλε τρικλοποδιά ο Ε.Χ. την ώρα που προσπαθούσε να φύγει. Στο πάνω μέρος της σκάλας ήταν ο Άλεξ, έκανε στο πλάι κωλοτούμπα και χτύπησε το κεφάλι του στο σκαλοπάτι. Σταμάτησε στο ενδιάμεσο πλατύσκαλο. Έβγαλε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του αίμα και έπεσε αίμα και στο σκαλοπάτι. Ο Β. έβγαλε μία χαρτοπετσέτα και του σκούπισε το κεφάλι».
«Ο Άλεξ δεν αντιδρούσε, ήταν σε αναίσθητη κατάσταση. Ο Β. του καθάρισε το κεφάλι και τον πήγαμε στο ακατοίκητο σπίτι. Έβαλε το κεφάλι του ο Β. στην καρδιά του Άλεξ και είπε ότι είχε πεθάνει. Είχε σταματήσει να χτυπάει η καρδιά του. Έβαλε το αυτί του και ο Α.Μ. και το διασταύρωσε. Στη συνέχεια τον σηκώσαμε και τον πήγαμε μέσα στο σπίτι που είναι δίπλα στην Πλατεία Δημαρχείου, δίπλα σε αυτό το σπίτι που έχει κατεδαφιστεί τώρα. Τον άφησαν μέσα σε ένα δωμάτιο. Βγήκαμε έξω και είπαμε να φύγουμε και να μη μιλήσει κανείς» δήλωσε ο ίδιος στην απολογία του στο δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας τα όσα είχε πει στη δημοσιογράφο μερικούς μήνες πριν.
Οι αποκαλύψεις, όμως, δεν έμειναν εκεί. Σύμφωνα με τον ίδιο, δύο μέρες αργότερα πήραν το νεκρό σώμα από το εγκαταλελειμμένο σπίτι, το έβαλαν πάνω σ’ ένα καρότσι, το σκέπασαν και το πέταξαν στον Τριπόταμο. Οι αποκαλύψεις σοκάρουν άπαντες, με την αστυνομία να σκάβει με εκσκαφέα το εγκαταλελειμμένο σπίτι και να στέλνει άνδρες της ΕΜΑΚ στο ποτάμι για να αναζητήσουν το πτώμα του Άλεξ. Καμία από τις έρευνες, όμως, δεν έχει αποτέλεσμα. Ο 11χρονος παραμένει ακόμη άφαντος.
Η υποψία ότι τα πέντε παιδιά δεν εξαφάνισαν μόνοι τους τον Άλεξ
Έλεγαν, όμως, αλήθεια οι πέντε συνεργοί του φόνου του ή ήταν «δασκαλεμένοι» από τους δικούς τους που βοήθησαν στην εξαφάνιση του πτώματος; Από τους πρώτους υπόπτους της υπόθεσης ήταν ο παππούς ενός από τα μέλη της συμμορίας που αρχικά δήλωνε πως τα πέντε παιδιά ήταν μαζί του τις ώρες που εξαφανίστηκε ο Άλεξ. Η μαρτυρία, όμως, ενός υπαλλήλου φροντιστηρίου της περιοχής που τα είδε στο κέντρο της πλατείας αποκάλυψε το ψέμα του.
Θα μπορούσαν, άραγε, πέντε παιδιά να καταστρώσουν ένα τέτοιο σχέδιο και να εξαφανίσουν το πτώμα χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς; Η μαρτυρία μιας φίλης που έμενε σε κοντινή απόσταση από το σπίτι μερικών εκ των δραστών κρίθηκε πολύ σημαντική από τις αρχές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα λεγόμενά της, ώρες μετά την εξαφάνιση του Άλεξ άκουσε από το σπίτι ενός εκ των δραστών να λένε: «πέθανε το παιδί, πέθανε. Φωνάξτε τον παππού μας». Η πίεση από τους ανακριτές γίνεται ακόμη μεγαλύτερη και τα τρία από τα πέντε παιδιά παραδέχονται πως σκότωσαν και εξαφάνισαν τον Άλεξ. Στη συνέχεια, όμως, πήραν πίσω τις καταθέσεις τους, υποστηρίζοντας πως είπαν ψέματα στις αρχές.
Η δίκη και οι ποινές που επιβλήθηκαν χωρίς πτώμα
Η υπόθεση φτάνει σε δίκη. Τα λεγόμενα των πέντε παιδιών, τα οποία δεν σταματούν να φάσκουν και να αντιφάσκουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, δεν πείθουν το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης που τους κρίνει ένοχους για το κακούργημα της μη σκοπούμενης, θανατηφόρου σωματικής βλάβης και της περιύβρισης νεκρού. Επειδή, όμως, οι δράστες δεν είναι ενήλικοι, δεν τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης αλλά με αναμορφωτικά μέτρα.
Αυτοί, όμως, δεν είναι οι μοναδικοί που κρίνονται ένοχοι για τη δολοφονία του Άλεξ. 11 συνολικά από τις 13 εναγόμενους γονείς και κηδεμόνες των ανηλίκων δραστών καταδικάζονται για υπόθαλψη εγκληματία κατά συρροή και παραμέληση εποπτείας ανηλίκων. Η έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης αποτελεί ιστορικό σημείο για τη δικονομική ιστορία της χώρας καθώς αποτελεί μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις παγκοσμίως που κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονία καταδικάζονται χωρίς την ύπαρξη πτώματος.
Μέρος της ποινής είναι η καταβολή αποζημίωσης ύψους 150 χιλιάδων ευρώ στη μητέρα του Άλεξ που όλα αυτά τα χρόνια δεν σταμάτησε να ψάχνει για να βρει τη σορό του γιου της. Η υπόθεση τελικά μπήκε στο αρχείο τον Δεκέμβριο του 2020, με τον 11χρονο μαθητή να παραμένει μέχρι σήμερα άφαντος.