Κάρμεν Χερέρα: Η τέχνη είναι γένους θηλυκού
Πηγή Φωτογραφίας: Κόκκινη Κατασκευή, 1966/2012. Φωτογραφία: Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της Γκαλερί Lisson
Η Κάρμεν Χερέρα είναι μια Κουβανο-Αμερικανίδα εικαστικός που κινείται στο χώρο του αφηρημένου μινιμαλισμού. Γεννήθηκε στην Αβάνα στις 31Μαίου 1915 και εγκαταστάθηκε στην Ν. Υόρκη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Η αφηρημένη τέχνη της άργησε να αναγνωριστεί διεθνώς. Πέθανε σε ηλικία 106 ετών στο σπίτι της στο Μανχάταν, εκεί που έζησε για 60 χρόνια. Η περίπτωσή της είναι μοναδική. Ο κόσμος της τέχνης την ανακάλυψε πολύ αργά, όταν ήταν 89 ετών. Η μοίρα τής επιφύλαξε να ζήσει άλλα 17 χρόνια για να απολαύσει τη φήμη, την αναγνώριση αλλά και το χρήμα που κέρδισε από την τέχνη της.
Τα έντυπα της τέχνης γράφουν ότι «ο κόσμος της τέχνης θρηνεί» την απώλειά της αλλά δεν έδωσαν καμία σημασία επί δεκαετίες σε μια ζωγράφο που δεν θεώρησαν ότι θα γίνει σημαντική, η οποία ζούσε από όσα έβγαζε ο σύζυγός της ως καθηγητής αγγλικών.
Η πιο σημαντική έκθεση της ζωής της
Ενώ ζωγράφιζε για σχεδόν έναν αιώνα, η Herrera μόλις το 2004, στην ηλικία των 89 ετών, πούλησε έργα της. Το 2016, πραγματοποίησε μια εκπληκτική έκθεση στη γκαλερί Whitney της Νέας Υόρκης, η οποία μεταφέρθηκε και στο Wexner Center στο Οχάιο. Τα έργα της πωλούνται για εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια.
Είναι μοναδική περίπτωση γιατί ο κόσμος της τέχνης ανακαλύπτει νέα ταλέντα και κανένας δεν δίνει σημασία σε μια ζωγράφο που διανύει την έκτη ή την έβδομη δεκαετία της ζωής της.
Όταν ανακάλυψαν τη Χερέρα, η ίδια δεν είχε πλέον μεγάλες προσδοκίες. Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που έφτιαχνε ασπρόμαυρα ή λαμπερά γεωμετρικά σχήματα σε λευκούς καμβάδες. Οι τεχνοκριτικοί της εποχής της είχαν ανακαλύψει την οπ αρτ και τον Έλγουερθ Κέλι, οπότε η παρουσία της Χερέρα, που δεν είχε πρόσβαση σε μεγάλες γκαλερί για να εκθέσει, ήταν σχεδόν περιττή.
Ο πατέρας της ήταν ο ιδρυτής της εφημερίδας El Mundo στην Κούβα, όπου η μητέρα της ήταν δημοσιογράφος και αρθρογράφος. Η ίδια αναφέρει ότι μεγάλωσε μέσα σε ένα δημοσιογραφικό και πολιτικά αντικαθεστωτικό περιβάλλον. Πολλοί από τους συγγενείς της φυλακίστηκαν για αντι-κυβερνητική δραστηριότητα.
Η Herrera άρχισε ιδιαίτερα μαθήματα ζωγραφικής από οκτώ χρονών. Ήδη από αυτή την ηλικία παρουσιάζει ευκολία και πειθαρχία στις βασικές αρχές του ακαδημαϊκού σχεδίου.
Στην Κούβα της παιδικής της ηλικίας κυβερνούσε ο Γεράρδο Ματσάντο, αρχικά ηγέτης του στρατού που εκλέχτηκε στην προεδρία το 1924 και στη συνέχεια έγινε απεχθής δικτάτορας. «Ήταν πολύ σκληρά χρόνια», λέει η Herrera. Έφυγε από την Αβάνα σε ηλικία 14 ετών για να τελειώσει την εκπαίδευσή της το 1929, στη σχολή Marymount στο Παρίσι και επέστρεψε για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας το 1938, αλλά διέκοψε τις σπουδές της εκεί μετά το πρώτο έτος.
Η μετακόμιση στη Νέα Υόρκη
Ήταν ασυνήθιστο για μια γυναίκα να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη δεκαετία του ’30. Το πτυχίο της στην αρχιτεκτονική αναχαιτίστηκε από τις δύο πιο σημαντικές ανακαλύψεις της ζωής της: το έρωτα και την τέχνη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 συναντήθηκε με τον Jesse Loewenthal, έναν καθηγητή Αγγλικών από την Αμερική που επισκέφθηκε τότε την Κούβα, και το 1939 παντρεύτηκαν. (Θυμίζω εδώ τα γνωστά γεγονότα του Μαΐου του 1939 του πλοίου St. Louis που απέπλευσε από το Αμβούργο της ναζιστικής Γερμανίας, για την Αβάνα, πρωτεύουσα της Κούβας και την στάση του πρόεδρου Federico Laredo Bru και των Αμερικανών στο Μαϊάμι, απέναντι στους 915 επιβαίνοντες εβραίους πρόσφυγες.)
Διέκοψε τις σπουδές της και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Οι πολιτικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την εκπαίδευση. «Υπήρχαν συνέχεια επαναστάσεις και μάχες στους δρόμους. Το πανεπιστήμιο έκλεινε πολύ συχνά και επηρέαζε τις σπουδές μου» λέει. Όμως αυτή η χρονιά είχε έντονο αντίκτυπο στην εξέλιξη της δουλειάς της και αναφέρει: «Εκεί ανοίχτηκε ένας εξαιρετικός κόσμος για μένα, που δεν έκλεισε ποτέ: ο κόσμος των ευθειών γραμμών που με ενδιαφέρει μέχρι σήμερα».
Αδιευκρίνιστο μένει αν έφυγε από την Κούβα λόγω της πολιτικής κατάστασης ή του γάμου της. Όταν όμως έφτασε στην Αμερική, είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε μια κλίση. Ήταν προορισμένη να είναι καλλιτέχνης. Η Herrera το λέει αυτό σαν να είναι κατάρα και το δικαιολογεί “Επειδή ήξερα ότι θα ήταν μια σκληρή ζωή.”
Η Γαλλία ήταν πιο προοδευτική από την Αμερική του 1940. Στο Παρίσι, η ίδια και ο Jesse έζησαν στην Left Bank στο Montparnasse και συναναστράφηκαν με πολλούς καλλιτέχνες και συγγραφείς. Η Herrera έκανε πολύ παρέα με τον «προκλητικό» συγγραφέα Jean Genet.
Στο Παρίσι συναντούσε πολύ συχνά τον Jean-Paul Sartre και την Simone de Beauvoir στο Café de Flore. Ακόμη ήταν φίλη με τους γονείς του γνωστού καλλιτέχνη Yves Klein, οι οποίοι ήσαν και αυτοί οι ίδιοι ζωγράφοι. “Μοιράζονταν ένα στούντιο και είχαν ένα καβαλέτο όπου ο ένας ζωγράφιζε από τη μια και η άλλη από την άλλη πλευρά».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η Herrera επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και η δουλειά της σταδιακά έγινε πιο μινιμαλιστική. Γοητευτικές πεπλατυσμένες καμπύλες που καταλήγουν σε αιχμηρές γραμμές και τείνουν προς το τίποτα ή προς το άπειρο. Αυτή την δουλειά, την αποκαλεί μια διαδικασία κάθαρσης, προσπαθώντας να κάνει την τέχνη της όσο γίνεται πιο απλή. «Ποτέ δεν συνάντησα μια ευθεία γραμμή που δεν μου άρεσε», είπε κάποτε, και στην ερώτηση τι είναι αυτό που την θέλγει λέει απλά «Μου αρέσει η μορφή των πραγμάτων»,« η σαφήνεια της ευθείας γραμμής».
Το άσχημο γεγονός που την σημάδεψε αλλά δεν την έκανε να τα παρατήσει
Στα μέσα του 20ου αιώνα τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα στη Αμερική για την επιτυχία οποιασδήποτε γυναίκας καλλιτέχνιδας, αλλά ιδιαίτερα για εκείνη της οποίας η δουλειά ήταν τόσο μη-θηλυκή. “Υποτίθεται ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να κάνουν σκηνές μητρότητας ή υδατογραφίες, αλλά όχι κάτι τόσο σκληρό και αποφασιστικό και αφηρημένο. Η Herrera δεν αποθαρρύνθηκε.
Συνέχισε να ζωγραφίζει και ο κόσμος συνέχισε να την αγνοεί. Είναι χαρακτηριστική η ανάμνησή της όταν προσέγγισε μια πρωτοποριακή γκαλερί για να συζητήσει το έργο της. Καθώς έφευγε, η ιδιοκτήτρια, Rose Fried, την κάλεσε πίσω για να της πει ότι «Ξέρετε, Carmen, μπορείτε να ζωγραφίσετε δαχτυλίδια γύρω από τους άνδρες καλλιτέχνες που συνεργάζομαι, αλλά δεν πρόκειται να σας κάνω έκθεση γιατί είστε γυναίκα». «Ένιωσα σαν να μου χαστουκίζουν το πρόσωπο. Ένιωσα για πρώτη φορά τη διάκριση. Είναι ένα τρομερό πράγμα. Απλώς βγήκα έξω».
Η Fried δήλωσε ότι έπρεπε να κάνει εκθέσεις στους άντρες επειδή είχαν οικογένειες για να συντηρήσουν. «Ήταν μια ευτελής δικαιολογία», λέει η Herrera. Αυτή και ο Jesse δεν είχαν παιδιά κι αν θέλησαν ποτέ οικογένεια αυτό δεν αφορούσε κανέναν άλλον.
Πιστεύει ότι η τέχνη ήταν ουσιαστικά ένα κλειστό κατάστημα για τις γυναίκες τότε και λέει ότι αυτό συνέβαινε επειδή τα πάντα ελέγχονταν από τους άντρες, όχι μόνο η τέχνη. “Ήξερα τον Ad Reinhardt(1) ο οποίος είχε τρομερή εμμονή με την Georgia O’Keeffe(2) και την επιτυχία της. Τη μισούσε. Τη μισούσε. Η Georgia ήταν ισχυρή και οι πίνακές της εκτέθηκαν παντού και εκείνος τη ζήλευε » θυμάται.
Στο γραφείο της είναι κορνιζαρισμένη μια φωτογραφία του Jesse: είναι ένας όμορφος άντρας, επίσημα ντυμένος και μοιάζει με τον ποιητή TS Eliot. Η Herrera τον αποκαλεί άγιο. «Ήταν πολύ υπομονετικός και πολύ υποστηρικτικός και με ενθάρρυνε. αν δεν του άρεσε κάτι, προτιμούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό παρά να γίνει επικριτικός». Ο Jesse πέθανε το 2000,σε ηλικία 98 ετών, λίγο περισσότερο από ένα χρόνο μετά την πρώτη ατομική έκθεση της Herrera στην Αμερική (όπου κατά πάσα πιθανότητα, δεν κατόρθωσε πάλι να πουλήσει τίποτα).
Δεν άλλαξε μόνο η ζωή της αλλά και η περιουσία της
Το στυλ της προσέλκυσε συλλέκτες και μουσεία όπως το ΜοΜΑ, ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις στο Λονδίνο και την Ευρώπη και η αξία των έργων της εκτοξεύτηκε. Η Χερέρα βρέθηκε με ποσά αδιανόητα, κάθε πίνακας πουλιόταν το λιγότερο 160.000 δολάρια και ο «Observer» του Λονδίνου χαρακτήρισε το έργο της την ανακάλυψη της δεκαετίας, ρωτώντας: «Πώς γίνεται να έχουμε παραβλέψει αυτές τις λαμπρές συνθέσεις;».
Μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων πήγαν σε φροντιστές που είχε όλο το 24ωρο. Χωρίς αυτά τα χρήματα, όπως έλεγε η ίδια, θα είχε καταλήξει σε οίκο ευγηρίας.
Ήταν αδύνατη, καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, ταλαιπωρημένη από αρθρίτιδα, αλλά ζωγράφιζε. Η επιμονή της να ζωγραφίζει μέσα στην ανωνυμία επί δεκαετίες είναι θρυλική, ακατανόητη σχεδόν. «Το κάνω γιατί πρέπει να το κάνω. Είναι ένας καταναγκασμός που μου δίνει επίσης ευχαρίστηση», είπε στους «Times» το 2009.
Όταν το 2015 έκλεισε τα 100, είχε τη θέση της στον κανόνα της μοντέρνας τέχνης του 20ού αιώνα και στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney, όπως της άρμοζε, δίπλα στον Φρανκ Στέλα και τον Τζάσπερ Τζονς. Το Whitney οργάνωσε μια αναδρομική της το 2016, μια έκθεση που θα έπρεπε να έχει γίνει πριν σαράντα ή πενήντα χρόνια. Το όραμά της για τις αφηρημένες γεωμετρικές φόρμες και η επιμονή της ξεπέρασαν τις προκαταλήψεις. Η τύχη την άγγιξε τα τελευταία χρόνια και αντάμειψε μια επίμονη ζωγράφο που κατάφερε να εμποτίσει τον ασκητικό, συνήθως απρόσωπο τρόπο της τέχνης της με συναίσθημα και πνεύμα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας