Τζόαν Ντίντιον: Η μυθική φιγούρα της Νέας Δημοσιογραφίας που έγινε διαχρονικό style icon
Πηγή Φωτογραφίας: Φωτογραφία - The New York Times
το πρώτο άρθρο της για το περιοδικό Life το 1969 αφήνει να της ξεφύγει ότι βρίσκεται με τον άνδρα της στο ξενοδοχείο Royal Hawaiian, «αντί να βγάζουμε χαρτιά διαζυγίου». «Δεν σας το λέω αυτό σαν μια άσκοπη αποκάλυψη, αλλά επειδή θέλω να γνωρίζετε, καθώς με διαβάζετε, ακριβώς ποια και πού είμαι και τι έχω στο μυαλό μου, θέλω να καταλάβετε ακριβώς τι παίρνετε», διευκρίνισε.
Ύστερα ήρθαν τα περιοδικά: πρώτα το «Mademoiselle», μετά η «Vogue» και πολλά ακόμη
Η επιφανής εκπρόσωπος της Νέας Δημοσιογραφίας των 60s και 70s (με το ρεπόρτερ να μπαίνει μέσα στην ιστορία του) πετυχαίνει αυτή την απαράμιλλη μείξη μυθοπλασίας, προσωπικής εμπλοκής και hard reporting. Και κάπως έτσι, αυτή η μινιόν αλλά επιβλητική Καλιφορνέζα, η «παρατηρήτρια του χάους» μιας ταραγμένης εποχής, αναδεικνύεται σε γρανιτένιο μύθο των αμερικανικών γραμμάτων αλλά και σε σύμβολο του αποστασιοποιημένου, σχεδόν μη αυτάρεσκου cool.
Η Τζόαν Ντίντιον γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 1934 στην Καλιφόρνια. Η οικογένειά της ήταν εύπορη αλλά νομαδική – ο πατέρας της εργαζόταν στην Πολεμική Αεροπορία και καθότι αναμενόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αναγκάζονταν να μετακινούνται συνεχώς. Η εκπαίδευσή της ήταν, για τον ίδιο λόγο, αποσπασματική. Πάλι καλά δηλαδή που η μητέρα της τής χάρισε ένα σημειωματάριο, «με τη συνετή προτροπή να σταματήσω την γκρίνια και να μάθω να διασκεδάζω τον εαυτό μου καταγράφοντας τις σκέψεις μου», λέει.
O τότε φίλος της τής συνέστησε τον δημοσιογράφο του «Τime» Tζον-Γκρέγκορι Νταν ως «τον τύπο που πρέπει να παντρευτείς». Το έπραξε το 1964, λίγο πριν από τα 30ά της γενέθλια
Στα μέσα της δεκαετίας του ’40 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καλιφόρνια. Παραδόξως, η ίδια έκανε τα πρώτα της συγγραφικά βήματα στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Run, River» πέρασε απαρατήρητο. Ύστερα ήρθαν τα περιοδικά: πρώτα το «Mademoiselle», μετά η «Vogue» και πολλά ακόμη. Η καριέρα της απογειώθηκε. O τότε φίλος της τής συνέστησε τον δημοσιογράφο του «Τime» Tζον-Γκρέγκορι Νταν ως «τον τύπο που πρέπει να παντρευτείς». Το έπραξε το 1964, λίγο πριν από τα 30ά της γενέθλια.
Η Καλιφόρνια, όμως, της έλειπε. Τότε ήταν που έπεισε τον Τζον να επιστρέψουν στο φυσικό της βιότοπο. Επρεπε να βρίσκεται στο Λος Αντζελες για να καταγράψει το λούστρο και την παρακμή του. Οπως έγραψε η Λίλι Ανολικ το 2016 στο «Vanity Fair»: «Πιστεύω ότι η Ντίντιον μαζί με τον Αντι Γουόρχολ, το πνευματικό αλλά και καλλιτεχνικό της δίδυμο, δημιούργησε το L.A., δηλαδή το μοντέρνο L.A., το σύγχρονο L.A., το L.A. που θα γίνει συνώνυμο του Χόλιγουντ».
Το 1966 υιοθέτησαν με τον Τζον ένα κορίτσι, το οποίο βάφτισαν Κουιντάνα Ρου (Quintana Roο), από την ομώνυμη Πολιτεία του Μεξικού – τη φώναζαν «Q». Το 1971 μετακόμισαν από το Χόλιγουντ στο Μαλιμπού. Ζούσαν και έγραφαν σε μια μποέμ έπαυλη δίπλα στον ωκεανό, με παγόνια να σουλατσάρουν απέξω και δεκάδες διασημότητες μέσα (Γκορ Βιντάλ, Μάρτιν Σκορσέζε, Στίβεν Σπίλμπεργκ, Τζάνις Τσόπλιν, Γουόρεν Μπίτι κ.ά.).
Οι Ντίντιονς (έτσι αποκαλούσαν το ζεύγος οι φίλοι τους) άρχισαν να τροφοδοτούν το Χόλιγουντ και με σενάρια ταινιών, όπως το «Πανικός στο Νιντλ Παρκ» (με τον Αλ Πατσίνο στον πρώτο του ρόλο) και το «Ένα αστέρι γεννιέται» (με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ). Είχαν το προνόμιο να ζουν στο Χόλιγουντ χωρίς να ανήκουν σε αυτό.
Στο «Slouching Τοwards Bethlehem» (1968), που θεωρείται στις ΗΠΑ από τις πιο επιδραστικές συλλογές δοκιμίων των τελευταίων 60 ετών, εστίασε στη νέα χίπικη κουλτούρα του Χέιτ-Ασμπερι στο Σαν Φρανσίσκο. Η ματιά της, όμως, όλη αυτή την περίοδο κάλυψε μια εντυπωσιακή γκάμα θεμάτων: κινήματα της αντικουλτούρας, κοινωνικές αναταράξεις, «Μαύροι Πάνθηρες», φόνοι, όλα τα 60s στο πιάτο. Και φυσικά, celebrities: από τους Doors (o Tζιμ Μόρισον τη φλέρταρε όταν συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης) μέχρι την Τζόαν Μπαέζ και τον προσωπικό της φίλο Τζον Γουέιν.
Το τέλος
Το Λος Αντζελες είχε ήδη αρχίσει να παρακμάζει, με την Ντίντιον, ωστόσο, να συντονίζεται απόλυτα. Ηταν πλέον και η ίδια μια διασημότητα σε αποσύνθεση. Ζούσε με ημικρανίες, τσιγάρα, χάπια και ποτό. Το πρωινό της ήταν μια παγωμένη Coca-Cola και ένα σακουλάκι αμύγδαλα, τα οποία κατανάλωνε λίγο πριν το μεσημέρι, σε συνθήκες απόλυτης σιωπής, φορώντας ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά. «Η κρίση ιλίγγων και ζαλάδας δεν μου μοιάζει τώρα ακατάλληλη αντίδραση στο καλοκαίρι του 1968», έγραψε αργότερα.
Στη συλλογή άρθρων, ρεπορτάζ και δοκιμίων της «Τhe White Album» (1979) έγραψε για τους φόνους που διέπραξαν ο Μάνσον και η 40μελής οικογένειά του (ανάμεσά στις κατακρεουργημένες σορούς και αυτή της 26χρονης Σάρον Τέιτ, συζύγου του Πολάνσκι που βρισκόταν στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της). Η Ντίντιον μπήκε για τα καλά στο πετσί του ρόλου όταν παίρνοντας μέσα από τη φυλακή συνέντευξη από τη Λίντα Κασάμπιαν, τσιλιαδόρο εκείνη τη μοιραία νύχτα, πληροφορήθηκε ότι η παρέα του Μάνσον πέρασε μπροστά από το σπίτι των Ντίντιονς. Kαι guess what, τα φώτα ήταν αναμμένα και τα παράθυρα ανοιχτά.
«H ζωή αλλάζει γρήγορα. Η ζωή αλλάζει σε μια στιγμή. Κάθεσαι για βραδινό και η ζωή, όπως τη γνωρίζεις, αλλάζει. Το θέμα του αυτοοίκτου. Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που έγραψα όταν συνέβη», ήταν τα λόγια της για το συγκεκριμένο γεγονός. Μέσα σε 88 ημέρες έγραψε το «Η χρονιά της μαγικής σκέψης», ένα σπαρακτικό χρονικό της απώλειας (οι ψυχίατροι το συνιστούν έκτοτε σε όσους αναρρώνουν από πένθος), ίσως το πιο γνωστό βιβλίο της, υποψήφιο για Πούλιτζερ. «Ηταν σαν να κάθομαι στη γραφομηχανή αιμορραγώντας», έχει πει. Η πληγή άργησε να κλείσει. Η Q έφυγε από τη ζωή δύο χρόνια αργότερα, ενώ ακολούθησε, σχεδόν αναπόφευκτα, το ανεπίσημο σίκουελ «Blue Nights».
Διόλου τυχαίο, η 81χρονη Ντίντιον με τα μαύρα γυαλιά έγινε και το πρόσωπο της Céline το 2015. Το Netflix πρόβαλε το ντοκιμαντέρ για τη ζωή της με τίτλο «Το κέντρο δεν θα αντέξει», σκηνοθετημένο από τον ανιψιό της Γκρίφιν Νταν .Η Τζόαν Ντίντιον πέθανε στις 24 Δεκεμβρίου 2021.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας