Η Ευρώπη μπροστά στον Πόλεμο: Ένας απολογισμός
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Αντιμέτωπη με τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου, η Ευρώπη έδειξε την ενότητά της ως προς την καταδίκη, την ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες, την προμήθεια όπλων στην Ουκρανία και την υιοθέτηση πρωτοφανών κυρώσεων που επηρεάζουν το εμπόριο, τις επενδύσεις και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Σύμφωνα με αυτά τα μέτρα που στοχεύουν στη διακοπή των πόρων που επιτρέπουν στη Ρωσία να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, στις 31 Μαΐου εγκρίθηκε μια έκτη σειρά κυρώσεων, παρά την εξαίρεση της Ουγγαρίας, με στόχο τη μείωση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου κατά περισσότερο από 80% από το τέλος του έτους.
Ωστόσο, τρεις μήνες μετά την έναρξη της σύγκρουσης, αυτή η ορατή ενότητα της ΕΕ άρχισε να διασπάται και εμφανίστηκαν αποκλίσεις μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής Ευρώπης, αποκλίσεις που εστιάζουν κυρίως σε τρία θέματα: την πηγή της σύγκρουσης, δηλαδή τη Ρωσία, την έκβαση της σύγκρουσης και την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ.
Πρώτα, ως προς την πηγή της σύγκρουσης, λόγω της ιστορίας τους και της γεωγραφικής τους εγγύτητας, οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης μοιράζονται, σε διάφορους βαθμούς, μια βαθιά δυσπιστία για την πολιτική της Ρωσίας σε αυτό το μέρος του κόσμου, που στη Μόσχα αποκαλείται από τη δεκαετία του 1990 «το κοντινό εξωτερικό» ή «εγγύς εξωτερικό». Πρόκειται για χώρες που γνώρισαν κομμουνιστικά καθεστώτα και την παρουσία στο έδαφός τους σοβιετικών στρατευμάτων για σχεδόν μισό αιώνα. Αυτά τα δεδομένα είναι απαραίτητα για την κατανόηση των διαφορών μεταξύ αυτών των χωρών και των δυτικών εταίρων τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις αντιλήψεις για τη μετασοβιετική Ρωσία. Τοποθετούνται σε μια ερμηνευτική ανάγνωση της σύγκρουσης παρόμοια με αυτή του Ουκρανού Προέδρου Ζελένσκι: η αντιπαράθεση «δύο διαφορετικών κόσμων», αντίθετες αξίες, ξεκινώντας από την ελευθερία. Γύρω από αυτό το ζήτημα των αξιών και της Ρωσίας ως οντότητας ξεχωριστής από την Ευρώπη, οικοδομείται ο κεντροευρωπαϊκός λόγος αναφορικά με τα αίτια και τα διακυβεύματα του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι κάτοικοι της Κεντρικής Ευρώπης είναι πεπεισμένοι ότι ο πόλεμος αποκαλύπτει μια διπλή σύγκρουση: μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας, αλλά και μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης.
Στη Γαλλία, στη Γερμανία ή στην Ιταλία, η εξήγηση της συμπεριφοράς της Ρωσίας μερικές φορές γίνεται αντιληπτή ως υποτιθέμενη «ταπείνωση», μερικές φορές ως εμμονικό σύμπλεγμα που αναβιώνει από την ανατολική διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η Ρωσία είναι πρώτα απ’ όλα μια δύναμη, με την οποία πρέπει να οικοδομήσουμε μια ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας γιατί δεν μπορεί να είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης να δει τη Ρωσία να γίνεται ο υποτελής της Κίνας σε έναν ψυχρό πόλεμο με τη Δύση.
Για την Κεντρική Ευρώπη, η Ρωσία είναι κυρίως μια απειλή, μια αναθεωρητική δύναμη που καταστρέφει μια τάξη ασφαλείας στην Ευρώπη, που εμφανίστηκε το 1989. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα διαφορετικές προτεραιότητες για τη διεξαγωγή και την πιθανή έκβαση του πολέμου. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί ηγέτες επιθυμούν να αποφύγουν έναν μακρύ πόλεμο με τις καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις του και, για να βγουν από αυτόν, να μην «ταπεινώσουν» τη Ρωσία και να ενθαρρύνουν τους Ουκρανούς να αποδεχθούν την επιστροφή στην κατάσταση πριν από τις 24 Φεβρουαρίου με μια νέα έκδοση των συμφωνιών του Μινσκ σχετικά με τα ανατολικά εδάφη.
Για ορισμένες χώρες που γειτνιάζουν άμεσα με το πεδίο της σύγκρουσης, οι πολεμικοί στόχοι είναι διαφορετικοί και οι κίνδυνοι πυρηνικής κλιμάκωσης ελαχιστοποιούνται. Οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης σίγουρα δεν είναι μπλοκ. Αρκεί να σκεφθούμε την Ουγγαρία του Όρμπαν, ο οποίος, μετά από μια μακρά συνεργασία με την Πολωνία γύρω από την κυριαρχία και την «ανελεύθερη δημοκρατία», διέλυσε την ομάδα του Βίσεγκραντ για τη σχέση του Πούτιν με τη Ρωσία. Ο Όρμπαν έκανε προεκλογική εκστρατεία και κέρδισε τις εκλογές του Απριλίου ακολουθώντας μια αρκετά επιεική γραμμή με την Ρωσία, που να διασφαλίζει για τη χώρα του φθηνό ενεργειακό εφοδιασμό. Πέρα από την Ουγγαρία, για τις άλλες χώρες που γειτνιάζουν άμεσα με τη σύγκρουση, οι πολεμικοί στόχοι είναι διαφορετικοί και οι κίνδυνοι πυρηνικής κλιμάκωσης ελαχιστοποιούνται.
Με δεδομένες την αποτυχία των αρχικών ρωσικών σχεδίων για έναν πόλεμο ολίγων ημερών και την μέτρια απόδοση επί του πεδίου του ρωσικού στρατού, το ζητούμενο ήταν να απωθηθεί ο εισβολέας από την Ουκρανία και να επιστρέψει, ει δυνατόν, στην κατάσταση πριν από το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας.
Η πιθανότητα ήττας της Ρωσίας ως προϋπόθεση για τις μελλοντικές σχέσεις εμφανίζεται πρωταρχικά για την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Σλοβακίας που αργότερα έγινε σύμβουλος του προέδρου Ποροσένκο στην Ουκρανία, Ιβάν Μίκλος, βλέπει μια «πιθανή ήττα της Ρωσίας εάν η Δύση παράσχει στρατιωτική και οικονομική βοήθεια» στους Ουκρανούς. «Οτιδήποτε άλλο εκτός από την επιστροφή στα σύνορα του 2014 θα ήταν… ένας επικίνδυνος συμβιβασμός», μια πηγή νέων εντάσεων και ένα εμπόδιο στην ανοικοδόμηση της περιοχής.
Αυτές οι χώρες βασίζονται κατεξοχήν στο ΝΑΤΟ και την ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο έδαφός τους ως τη μόνη έγκυρη εγγύηση για την ασφάλειά τους. Οι συνεχιζόμενες διευρύνσεις του ΝΑΤΟ προς τις σκανδιναβικές χώρες ολοκληρώνουν και δικαιολογούν τις διευρύνσεις προς την Ανατολή.
Το τρίτο επίμαχο θέμα σχετίζεται με τη διεύρυνση της ΕΕ και το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας του Προέδρου Μακρόν. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους της ηπείρου μετατοπίζεται προς την Ανατολή, ενώ το θεσμικό κέντρο βάρους παραμένει αγκυροβολημένο στη Δύση. στις Βρυξέλλες για την ακρίβεια, όπου εδρεύουν το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προοπτική της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ απορρίφθηκε προσωρινά από τον Πρόεδρο Ζελένσκι, ωθώντας τον να στραφεί ακόμη πιο δυναμικά προς την ΕΕ. Απευθυνόμενος στους ευρωβουλευτές την 1η Μαρτίου 2022 από το καταφύγιό του στο Κίεβο, τόνισε: «Καλούμε την ΕΕ να ξεκινήσει αμέσως τη διαδικασία που οδηγεί στη χορήγηση του καθεστώτος υποψήφιας χώρας στην Ουκρανία για την ένταξή της. Αποδείξτε ότι είστε μαζί μας». Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, τρεις πρωθυπουργοί από την Κεντρική Ευρώπη (Πολωνία, Τσεχία και Σλοβενία) μετέβησαν στο Κίεβο για να ζητήσουν μια ταχεία διαδικασία (“fast track”) για την υποψηφιότητα της Ουκρανίας, η οποία συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο που συνόδευε το αίτημά της ταχύτατα στην Ευραπαία Επίτροπο Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 27ης Ιουνίου θα πρέπει να αποφασίσει για αυτό το αίτημα, με τον υψηλό πολιτικό συμβολισμό.
Ωστόσο, η Ουκρανία είναι μια χώρα σε πόλεμο που δεν ελέγχει μέρος της εδαφικής επικράτειάς της και της οποίας το κράτος δικαίου και η οικονομία απέχουν πολύ από αυτό που αναμένεται από ένα μελλοντικό κράτος – μέλος. Εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες, τόσο για την Ουκρανία όσο και για την ΕΕ, και σε αυτό επιχειρεί να απαντήσει η πρόταση του Γάλλου Προέδρου για μια «ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα».
Η υποψηφιότητα μιας χώρας που αγωνίζεται για την επιβίωσή της και επιβεβαιώνει την προσήλωσή της στις ευρωπαϊκές αξίες, υποχρεώνει τόσο να ξαναρχίσει τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ όσο και να την ξανασκεφτεί. Εάν γίνει αποδεκτή η υποψηφιότητα της Ουκρανίας, τι γίνεται με αυτή της Μολδαβίας και της Γεωργίας, δύο άλλων χωρών που ανήκουν στην «Ανατολική Εταιρική Σχέση» της ΕΕ; Αλλά πάνω από όλα: δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την Ουκρανία ως υποψήφια χώρα αγνοώντας τις βαλκανικές χώρες στις οποίες η ΕΕ υποσχέθηκε μετά τους πολέμους της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας ευρωπαϊκή προοπτική και οι οποίες εξακολουθούν να περιμένουν στην «αίθουσα αναμονής» με αποτέλεσμα την απογοήτευσή τους
Η επανεκκίνηση της διαδικασίας είναι εύλογη μόνο αν την ξανασκεφτούμε από πάνω προς τα κάτω. Δεδομένου ότι στο ουκρανικό πλαίσιο υπάρχει δυναμική και επείγουσα ανάγκη να τοποθετηθεί η πολιτική στη θέση του οδηγού, είναι σκόπιμο για εμάς, τους υπολοίπους Ευρωπαίους, να ξανασκεφθούμε τα εμπόδια.
Και τα εμπόδια είναι πολλά και δεν εξαντλούνται στην απροθυμία των ιδρυτικών χωρών σε αντίθεση με τον επεκτατικό ζήλο των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Η Πολωνία έχει γίνει ο ένθερμος υποστηρικτής της ένταξης της Ουκρανίας στην Ένωση, αλλά αποτυγχάνει στο κράτος δικαίου, διακηρύσσει δυνατά και ξεκάθαρα την ανωτερότητα του πολωνικού δικαίου έναντι αυτού της ΕΕ και θα εξέταζε με συμπάθεια την πρόταση του Μπόρις Τζόνσον για μια νέα συμμαχία με την Πολωνία και της Βαλτικής, ενάντια στη Μόσχα και μακριά από τους σχεδιασμούς των Βρυξελλών.
Η δυτική κοινή γνώμη τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την ουκρανική υπόθεση, αλλά αυτή η συμπάθεια δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με την υποστήριξη για την ένταξή της στην ΕΕ.
Η ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία έρχεται να επαναπροσδιορίσει τα διακυβεύματα και πολιτικοποιήσει ρητά το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Από αυτό πηγάζει και η σημασία της συζήτησης μεταξύ των ιδρυτικών χωρών και των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης σχετικά με το νόημά της και τους μελλοντικούς μετασχηματισμούς της. Και το πολεμικό γεγονός προσφέρεται για να σκεφτούμε μαζί και νηφάλια το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας