Αποστολή της ΣΣΕ είναι:
α. Να παράγει και να μεταδίδει τη γνώση στους Ευέλπιδες και στους Σπουδαστές της με την έρευνα και διδασκαλία της Στρατιωτικής Επιστήμης καθώς και των συναφών θεωρητικών, θετικών και εφαρμοσμένων επιστημών.
β. Να αναπτύσσει τις στρατιωτικές αρετές και τη στρατιωτική αγωγή ώστε να διαμορφώνει αξιωματικούς του ΣΞ με στρατιωτική συνείδηση, μόρφωση ανώτατου επιπέδου, καθώς και κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική παιδεία και αγωγή, παρέχοντας τους τα εφόδια για να καταστούν ικανοί ηγέτες με άρτια επαγγελματική και επιστημονική κατάρτιση.
γ. Να σχεδιάζει και να οργανώνει Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) και Ερευνητικά Προγράμματα σε θέματα Στρατιωτικής Επιστήμης σύμφωνα με τις διαδικασίες και προϋποθέσεις που καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 4 του N. 3187/2003.
δ. Κάθε έργο που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο της καθορισθείσας αποστολής της, από το Ν.3187/03, όπως αυτός εκάστοτε ισχ
Το έμβλημα της Σχολής είναι μια σύνθετη απεικόνιση, δύο τυφεκίων, δύο ξιφών, σωλήνα πυροβόλου και οβίδας, που συμβολίζουν τα ιστορικά όπλα του Ελληνικού Στρατού (Πεζικό, Τεθωρακισμένα και Πυροβολικό). Η σύνθεση αυτή, πλαισιώνεται με το έτος ιδρύσεως της Σχολής (1828), με δύο κλάδους δάφνης και το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επίγραμμα του εμβλήματος, είναι η φράση του σοφού της αρχαίας Αθήνας Σόλωνα, “ΑΡΧΕΣΘΑΙ ΜΑΘΩΝ ΑΡΧΕΙΝ ΕΠΙΣΤΗΣΕΙ”, το οποίο υποδηλώνει το βασικό σκοπό της παιδευτικής αγωγής των Ευελπίδων και τους υπενθυμίζει την αξία της πειθαρχίας.
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1828 επικυρώνεται από τον Ιωάννης Καποδίστρια το ψήφισμα με το οποίο ιδρύεται στο Ναύπλιο η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Ο θεμέλιος λίθος για την ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων τέθηκε την 1η Ιουλίου 1828, όταν κατόπιν απόφασης του Ιωάννη Καποδίστρια λειτούργησε στο Ναύπλιο το στρατιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα με την προσωρινή επωνυμία «Λόχος των Προγυμναστών». Επιδίωξη του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας ήταν η δημιουργία ενός πυρήνα μορφωμένων Αξιωματικών για τη στελέχωση του νεογέννητου στρατού, ακολουθώντας τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κύριοι στόχοι ήταν η εμπέδωση της στρατιωτικής αγωγής και πειθαρχίας, η στρατιωτική μόρφωση και η κοινωνική και θρησκευτική αγωγή των μαθητών. Η αποκατάσταση της τάξης και η εμπέδωση της ασφάλειας στο εσωτερικό της μικρής τότε χώρας αποτελούσαν βασικές προϋποθέσεις στην τιτάνια προσπάθεια για την αναγέννησή της, που ξεκίνησε με την έλευση του Καποδίστρια στην Ελλάδα.
Την εποπτεία της συγκρότησης και λειτουργίας του ιδρύματος ανέλαβε ο Βαυαρός φιλέλληνας Συνταγματάρχης Βαρώνος Carl Wilhelm von Heideck, Γενικός Διευθυντής του Τακτικού Σώματος. Μοναδικός εκπαιδευτής των πρώτων πέντε μαθητών ήταν ο Κορσικανός Υπολοχαγός Romylo de Santelli, διοικητής του σχολείου. Οι πρώτοι καθηγητές του Λόχου ήταν ο Βαυαρός φιλέλληνας Υπολοχαγός Πυροβολικού Wissel και ο Δημήτριος Δεσποτόπουλος, καθηγητής των Μαθηματικών. Λίγο αργότερα ο Καποδίστριας ονόμασε τους μαθητές, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν διπλασιαστεί, «Ευέλπιδες», δηλαδή «καλές ελπίδες του Έθνους».
Στις 21 Δεκεμβρίου 1828 ο Καποδίστριας επικύρωσε την ίδρυση του στρατιωτικού σχολείου με την υπογραφή του ανάλογου ψηφίσματος, το οποίο μεταξύ άλλων καθιέρωσε τη νέα ονομασία του: «Λόχος των Ευελπίδων». Το ΙΗ΄ Ψήφισμα δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 97 Φύλλο της Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος της 29ης Δεκεμβρίου 1828. Σύμφωνα με αυτό, ο μέγιστος αριθμός των μαθητών οριζόταν στους πενήντα, οι ίδιοι λογίζονταν ως έχοντες τον βαθμό Αξιωματικού, ενώ η κυβέρνηση χορηγούσε τη στολή τους. Επίσης, εκπαιδεύονταν υποχρεωτικά στην πεζομαχία και στη σύνταξη αναφορών, ενώ η απειθαρχία και η αμέλεια αποτελούσαν λόγοι αποβολής από τον Λόχο των Ευελπίδων.
Λίγο νωρίτερα ο Santelli αντικαταστάθηκε από τον Γάλλο Λοχαγό Πυροβολικού Henry Pauzié, ο οποίος συνέταξε τον Οργανισμό του «Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου», με τον οποίο καταργήθηκε ο Λόχος των Ευελπίδων. Στις 16 Ιουλίου του 1831, μετά από τριετή φοίτηση, εξήλθαν οι πρώτοι οκτώ Ανθυπολοχαγοί του Πυροβολικού, στους οποίους σε επίσημη τελετή ο Καποδίστριας απένειμε τα διακριτικά του βαθμού τους.
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1834 το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο, υπό τον φιλέλληνα Συνταγματάρχη Βαρώνο Friedrich Eduard von Rheineck, μετονομάστηκε σε «Στρατιωτικόν Σχολείον των Ευελπίδων», οκταετούς φοίτησης, σύμφωνα με τον νέο Οργανισμό της Σχολής.
ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ
Τα κτήρια στα οποία στεγάστηκε και λειτούργησε η Σχολή Ευελπίδων αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της.
Το πρώτο, εμβληματικό κτήριο της Σχολής βρίσκεται στο Ναύπλιο. Πρόκειται για παλαιό τριώροφο πέτρινο και πλίνθινο οίκημα, οθωμανικής αρχιτεκτονικής, με κεραμοσκεπή.
Στις 30 Απριλίου 1834, λόγω προβλημάτων υγιεινής και παλαιότητας του κτηρίου στο Ναύπλιο, η Σχολή μεταφέρθηκε στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας. Το οικοδόμημα, που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της πόλης, ήταν ορθογώνιο, με διαστάσεις 140 μ. x 80 μ., κεραμοσκεπές, και διέθετε εσωτερική αυλή. Παρέμεινε εκεί έως τον Αύγουστο του 1837, όποτε και μεταφέρθηκε στον Πειραιά, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκπαίδευση των Ναυτικών Ευελπίδων.
Στον Πειραιά η Σχολή στεγάστηκε σε οικία που αγοράστηκε από τον Γάλλο επιχειρηματία Φραγκίσκο-Θεόφιλο Φεράλδη. Αποτελείτο από δύο πολυτελή πέτρινα οικήματα, το «Κάτω» επί της οδού Μιαούλη, με έναν όροφο, και το «Άνω» επί της οδού Φίλωνος, με δύο ορόφους. Διέθετε εσωτερική αυλή και μεγάλες αποθήκες.
Τον Ιούνιο του 1854 και μέχρι τον Οκτώβριο του 1857 η Σχολή μεταστεγάστηκε προσωρινά, λόγω της αγγλογαλλικής κατοχής του Πειραιά και της επιδημίας χολέρας, στο Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας, το οποίο ήταν έργο του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη (ολοκληρώθηκε το 1848). Αποτελείτο από τέσσερα διώροφα κτήρια εκ των οποίων το ένα ήταν κεντρικό, καθώς και δύο ισόγειες πτέρυγες.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1894 η Σχολή μεταφέρθηκε στο σύγχρονο για την εποχή εκείνη οικοδομικό συγκρότημα στο Πεδίο του Άρεως, το όποιο ήταν δωρεά του Γεώργιου Αβέρωφ. Ανεγέρθηκαν έντεκα μεγαλοπρεπή και ανεξάρτητα κτήρια, σε μια έκταση 36,4 στρεμμάτων, τα οποία αποτελούνταν από 210 μικρά και μεγάλα δωμάτια (αίθουσες, θάλαμοι, γραφεία κ.λπ.).
Η οριστική μεταστάθμευση της Σχολής στη Βάρη της Αττικής πραγματοποιήθηκε το 1982. Το στρατόπεδο βρίσκεται νοτιοανατολικά της Αθήνας και καταλαμβάνει έκταση 4.310 στρεμμάτων. Περιλαμβάνει ανεξάρτητα συγκροτήματα (Διοικητήριο, διαβίωσης, εκπαιδεύσεως, κ.λπ.), αθλητικές εγκαταστάσεις, Πεδίο Βολής κ.λπ., ικανοποιώντας τις πολλαπλές και σύγχρονες ανάγκες των Ευελπίδων.
Το σχόλιο σας