Φυσικό αέριο: Η αύξηση των τιμών “γονατίζει” την Ευρώπη και φέρνει αβεβαιότητα στις αγορές
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Η ενεργειακή κρίση που έχει δημιουργηθεί από την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, απόρροια της ρωσικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει φέρει μεγάλο και έντονο προβληματισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας και ήδη έχουν δημιουργηθεί τα πρώτα προβλήματα ως προς την επάρκεια για το χειμώνα.
Ο τομέας της οικονομίας οδηγείται προς χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τον κίνδυνο να προκύψει ύφεση με αλυσιδωτές επιπτώσεις. Οι επιπτώσεις αυτές πλήττουν και τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, εκ των οποίων αρκετές, σε όλη την Ευρώπη, αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν προβλήματα επιβίωσης. Ήδη στη Γερμανία η ανεργία αγγίζει το 7% . Κανείς δεν αποκλείει την ύφεση. Τονίζεται, δε, από κάποιους οικονομικούς αναλυτές ότι τόσο η Γερμανία όσο και οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ύφεση, αλλά δεν την αισθάνονται ακόμη! Από τη ρωσική τιμωρία και τις λανθασμένες αποφάσεις της ΕΕ δεν γλιτώνει ούτε η Κύπρος.
Η νέα περικοπή και μείωση 15%
Η Ρωσία υιοθετεί τη στρατηγική του αργού θανάτου. Ενώ είχε λεχθεί ότι θα προσφέρει το 40% των δυνατοτήτων της παροχής φυσικού αερίου διά του Βόρειου Αγωγού 1 προς τη Γερμανία, τελικά η στρόφιγγα κλείνει στο 20%. Η νέα περικοπή φυσικού αερίου κατά 80% δίνει την ευκαιρία στη Μόσχα να χειραγωγεί τις τιμές στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Μόνο σε μία μέρα, η τιμή του φυσικού αερίου στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 10%, ενώ το Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας αποφάσισε την περασμένη Τρίτη την εθελοντική μείωση στην κατανάλωση της ενέργειας για οκτώ μήνες, από τον Αύγουστο του 2022 vς τον Μάρτιο του 2023, σε ποσοστό της τάξης του 15%. Εάν διαπιστωθεί ανεπάρκεια, τότε η περικοπή του 15% θα καταστεί υποχρεωτική. Η Ελλάδα έχει επιτύχει όπως η μείωση λαμβάνει ως βάση μέτρησης την κατανάλωση του 2021 και 2022 και όχι της τελευταίας πενταετίας.
Αβεβαιότητα, επιπτώσεις, χειραγώγηση και αγορές
Η χειραγώγηση των τιμών από τη Ρωσία μέσω της συνεχούς μείωσης διοχέτευσής του προς τη Γερμανία, που συνιστά την ατμομηχανή της ΕΕ, προκαλεί αρνητικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την ΕΕ, αφού δημιουργεί: 1. Οικονομική αβεβαιότητα. 2. Αλυσιδωτή αύξηση: Α) του κόστους παραγωγής και δη στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Β) Πληθωρισμού, που συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων. 3. Σοβαρούς πονοκεφάλους στον επιχειρηματικό κόσμο. Εάν κάποιες από τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη προβλήματα κλείσουν, λόγω υψηλού κόστους παραγωγής, μείωσης της ανταγωνιστικότητας και της ζήτησης, ένεκα πληθωρισμού και συρρίκνωσης της αγοράς, τότε θα αυξηθεί και η ανεργία.
Πρόκειται για ένα αρνητικό ντόμινο. Ως εκ τούτου, θα υπάρξει, εκτός των άλλων, και αδυναμία αποπληρωμής δανείων. Το ζήτημα αυτό δεν θα επηρεάσει μόνο τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, αλλά και τις τράπεζες. Γιατί; Διότι τα νέα κόκκινα δάνεια περιλαμβάνονται στα περιουσιακά τους στοιχεία, οπότε, είτε θα τα ξεφορτωθούν διά της πώλησης σε εταιρείες, που αναλαμβάνουν τέτοιες εργασίες, ή θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε ανακεφαλαιοποίηση για να διατηρήσουν το επίπεδο ασφαλείας που επιβάλλει η κεφαλαιακή επάρκεια. Πέραν των ανωτέρω, η αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5% δεν φαίνεται ότι θα επιλύσει το πρόβλημα του πληθωρισμού, διότι το ζήτημα δεν είναι οι μεγάλες ποσότητες χρήματος στην αγορά για να μαζευτούν στις τράπεζες και να μειωθεί η ζήτηση και να πέσουν οι τιμές, αλλά το εξωτερικό κόστος που προκαλείται από τις τρομακτικές αυξήσεις του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Επί τη βάσει και των πιο πάνω μεταβλητών δημιουργούνται συνθήκες στασιμοπληθωρισμού και τάσεις ύφεσης εφόσον δεν υπάρχουν συνθήκες ανάπτυξης.
Η λογική της απεξάρτησης και οι επιλογές της Γερμανίας
Η ευρωπαϊκή και δη η γερμανική οικονομία μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο και η απεξάρτησή της από τη ρωσική ενεργεία, καθώς και η ομαλοποίηση της κατάστασης, εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία θα απεξαρτηθεί η ΕΕ από τη ρωσική ενέργεια και πώς θα επανέλθουν οι τιμές του φυσικού αερίου και του αργού στην κανονικότητα. Όπως γίνεται αποδεκτό, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί εν μιά νυκτί ή σε μερικούς μήνες. Θέλει χρόνο και κόστος. Στην παρούσα φάση, η Γερμανία, για να επιλύσει το πρόβλημα της ενέργειας, προχωρεί στις εξής λύσεις: Πρώτο, στην εγκατάσταση τριών έως και πέντε πλωτών τερματικών για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Κατάρ και τις ΗΠΑ. Το πρόγραμμα αυτό προϋποθέτει και εσωτερικούς αγωγούς. Δεύτερο, στην εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Νορβηγία και την Ολλανδία. Τρίτο, στην παράταση του κλεισίματος σταθμών παραγωγής ενέργειας από άνθρακα, που στρέφεται, όμως, σε βάρος της πολιτικής για την πράσινη ενέργεια. Τέταρτο, στην παράταση του κλεισίματος τριών πυρηνικών σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ άρχισε συζήτηση για την επαναλειτουργία και άλλων, που είναι ήδη εκτός λειτουργίας.
Οι δεξαμενές των Γερμανών και η επιλογή του Βόρειου Αγωγού 2
Με δεδομένο ότι η ροή του φυσικού αερίου από τον Βόρειο Αγωγό 1 θα ήταν της τάξης του 40%, η κάλυψη των ενεργειακών γερμανικών αποθηκευτικών χώρων κατά 95% χρειαζόταν 115 ημέρες. Ορίζοντας ήταν ο Νοέμβριος. Με τη παροχή φυσικού αερίου στο 20% αλλάζουν τα πλάνα και ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δίνει στους Γερμανούς και τους Ευρωπαίους την επιλογή του Βόρειου Αγωγού 2, στον οποίο ποτέ δεν έδωσαν την άδεια λειτουργίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ως μια από τις κυρώσεις που τέθηκαν σε βάρος της Μόσχας. Όπως διαμορφώνεται το σκηνικό και η αύξηση των αναγκών, καθώς και της κάλυψής τους μέσω του LNG, φτωχότερες χώρες έχουν προβλήματα αποπληρωμής και εισαγωγής, όπως είναι για παράδειγμα το Πακιστάν, η Αργεντινή και άλλα κράτη, που κάνουν σκέψεις να στραφούν προς τη ρωσική αγορά, όπως συμβαίνει με την Ινδία, η οποία μάλλον θα ζητήσει περισσότερο φυσικό αέριο από τη Μόσχα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας