Ωριμάζει, δεν γερνά
Πηγή Φωτογραφίας: Hello
Ίσως, να μην υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στη Νέα Δημοκρατία, που να μην του έχω ασκήσει την πιο έντονη, την πιο δριμεία κριτική στην κ. Ντόρα Μπακογιάννη. Εσωτερικά, ενδόμυχα, στα εσώτερά μου. Όχι ως ορκισμένος «καραμανλικός» ή ως αφοσιωμένος «σαμαρικός». Είναι βέβαιον ότι οι εσωκομματικές έριδες δεν κερδίζουν εύκολα έναν άνθρωπο νέο, ούτε η κομματική καμαρίλα και οι ποικιλόμορφοι βυζαντινισμοί γοητεύουν έναν μάλλον μονόχνοτο και, οσονούπω, μεσόκοπο.
Αλλά αυτή η θηριώδης αυτοπεποίθηση (“θηρίο”, νομίζω την αποκαλούσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με θαυμασμό για το ύψος της και την κορμοστασιά της), αυτό το πλατύ χαμόγελο, η θεαματική εξοικείωση με τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού, η εμβληματική τηλεοπτική της ευχέρεια και το διαρκές πλατύ χαμόγελό της δεν «έπειθαν» – την ταπεινότητά μου. Έκανα λάθος, παρά την πατρική απόφανση, που συνήθως παίρνει και τη μορφή ευαγγελικής γραφής όταν είναι και «δεξιός», ότι «η Ντόρα πετάει σπίθες, σαΐνι είναι», την περίοδο που το κορυφαίο στέλεχος δεν είχε καν κλείσει τα σαράντα του χρόνια.
Και το λάθος έχει να κάνει με την υποτίμηση του γεγονότος ότι η Ντόρα Μπακογιάννη έπρεπε να σταθεί όρθια ως γυναίκα μέσα σε ένα ξεκάθαρα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, που κουβαλούσε ακόμη, στα τέλη της πρώτης μεταπολίτευσης, τις προγραφές και τις παρακαταθήκες της σιδηράς συντηρητικής παράταξης της προδικτατορικής περιόδου. Επιπλέον, έπρεπε να απογαλακτισθεί, στο μέτρο του ανθρώπινου, από τις ετικέτες, που υπονομεύουν κάθε επικοινωνιακό δεσμό, της «κόρης του Μητσοτάκη» ή, του σαφώς χειρότερου, του «δημιουργήματος του Μπακογιάννη». Τούτα είναι στερεοτυπικά στοιχεία, που διαβρώνουν τους χώρους της επικοινωνίας με τον άλλον. Και σε αυτά τα κρίσιμα πεδία, τα πήγε και τα πάει περίφημα.
Η Μπακογιάννη δεν συζητά ποτέ μονολογώντας. Δεν προσέρχεται σε μία συζήτηση, κοινοβουλευτική ή τηλεοπτική, για να απαγγείλει όσα έχει προαποφασίσει. Δεν κάνει παράλληλους μονολόγους, συζητήσεις κωφών. Μπαίνει στη συζήτηση, παρακολουθεί τον συνομιλητή της, αρθρώνει την αντίθεση και καταθέσει το αντεπιχείρημά της, με έναν τρόπο πρακτικό και άμεσο. Κι ακριβώς εδώ υπεισέρχεται ένα δυσεύρετο ειδοποιό γνώρισμα, που την κάνει πολιτικό της πρώτης γραμμής. Δεν εκφέρει εννοιολογικά φορτισμένους λόγους, ούτε αναζητεί τα ευρύτερα ιδεολογικά πλαίσια στα οποία θα κινηθεί. Κάνει συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Είναι η πολιτικός με τον συγκεκριμένο λόγο και με το πρακτικό πνεύμα.
Γεννημένη για υπουργός δύσκολων αποστολών, μπορεί να σκεφθεί κανείς. Αβίαστη και σίγουρα αβασάνιστη μια τέτοια γνώμη. Η Ντόρα Μπακογιάννη θα μπορούσε να έχει σταθεί και ως πρόεδρος του κόμματος, διότι διέθετε προεδρικό προφίλ. Το momentum, όμως, ήταν αρνητικό για εκείνη. Το κόμμα κρίθηκε – πέρα, για ακόμη μια φορά, από φυλάρχους, ενδοκομματικές επιλεκτικές σταυροδοσίες, εσωτερικούς βυζαντινισμούς που συναντάμε, άλλωστε, σε κάθε συλλογική οργάνωση – ότι έπρεπε να αφήσει τα πολιτικά ύδατα του μεσαίου χώρου και να κλίνει επί δεξιά.
Με αυτήν την έννοια, όμως, είναι μάλλον αδικημένη. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι αδικεί τον εαυτό της. Έχοντας σωρεύσει εμπειρία χρόνων, διαθέτει ένα σπάνιο και οξυμμένο πολιτικό αισθητήριο, που, με βάση την πολιτική φιλολογία, εισηγείται μια λελογισμένη συντηρητική στροφή στην πορεία του κόμματος, ενώ, παράλληλα, είναι μία πραγματικά απολαυστική ομιλήτρια σε καίρια εθνικά θέματα και σε επί μέρους ζητήματα εξωτερικής πολιτικής σε έναν κόσμο ταραγμένο από πολέμους, που είχαμε ξεχάσει, και από ενεργειακές και πληθωριστικές κρίσεις, που βίωσαν παλαιότερες γενιές.
Δεν κράτησε κακίες για πρόσωπα, στάσεις, συμπεριφορές. Αυτό θα την έκανε πιο φθηνή ως άνθρωπο, ως πολιτικό ον. Συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να εργάζεται για το καλό του κόμματος και του Προέδρου. Δεν ξίνισε, ωρίμασε στην κρίση της και ομόρφυνε στην εξωτερική της όψη. Άρα και στην εσωτερική της.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας