Δυστυχώς, όλα τα αξιόπιστα ερευνητικά ευρήματα συγκλίνουν στο θλιβερό συμπέρασμα ότι σήμερα η Τζόρτζια Μελόνι εκλέγεται η νέα Πρωθυπουργός στη θέση ενός συνετού πολιτικού και στέρεου τεχνοκράτη, του Μάριο Ντράγκι. Και επειδή ο λόγος γίνεται για πολυκομματικό σύστημα, ένα ακανθώδες ερώτημα τίθεται: Ποιες κομματικές δυνάμεις και ποιοι πολιτικοί χώροι στην διαφαινόμενη επικράτηση εκλογική επικράτηση του δεξιού συνασπισμού και στην διαγραφόμενη ανάδειξη της Μελόνι στην Πρωθυπουργία της Ιταλίας;
Ο χώρος του αριστερού ριζοσπαστισμού, σε διεθνή κάμψη, επιστρέφει στις αδιάσειστες ταξικές βεβαιότητες του και νεολενινιστικές, τύπου Ζίζεκ, ερμηνευτικές αναγνώσεις του πολιτικού, αναμασώντας νυσταλέα τα (περιγραφικά) σχόλια, με βάση τα οποία η Μελόνι δεν είναι παρά σαρξ εκ της σαρκός της Δεξιάς, θεραπαινίδα των αστών και το μόνο (ναι, το μόνο) συστημικό ζητούμενο είναι να «ξεπλυθεί» σαν κεντροδεξιά φωνή, που όμως θα νοσταλγεί πάντοτε την επάνοδο του φασισμού στην εξουσία.
Αν έως εδώ η αριστερή radicalité ήταν γνωστή και ευανάγνωστη, το κουβάρι των πολιτικών ζυμώσεων και εξελίξεων περιπλέκεται στο χώρο του κέντρου και στο συγγενές πεδίο της κεντροαριστεράς.
Εδώ παρεισφρέουν αρκετοί κρίσιμοι παράγοντες, με την φιλαρχία να παίζει κρίσιμο ρόλο. Υπήρξαμε μάρτυρες, το καλοκαίρι που μας πέρασε, όχι ενός πολέμου θέσεων, αλλά μάλλον του ιερού πολέμου της καρέκλας, ανάμεσα στον κεντροαριστερό Ενρίκο Λέττα και του «καθαρόαιμου» κεντρώου Κάρλο Καλέντα, που μετρούσε με το φιλελευθερόμετρο τις μαρξιστικές αποκλίσεις στο πολιτικό πρόγραμμα του Δημοκρατικού Κόμματος και με κομπιουτεράκι τσέπης την «ακριβοδίκαιη» κατανομή σε καρεκλάκια εξουσίας.
Επιπλέον, υποτιμήθηκε από τα κεντρώα και κεντροαριστερά επιτελεία το κοινωνικό γκελ που έχει, σε καιρούς γραφικής πολιτικής ορθότητας, αυτό που περικλείεται στο «η αμαρτία είναι πάντα γλυκιά». Και η Τζόρτζια Μελόνι, με το αναντίρρητο και αποδεκτό κι από την ίδια νεοφασιστικό παρελθόν, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να της δώσουν δυσανάλογο πολιτικό ανάστημα και πολιτικό εκτόπισμα. Μέχρι και χθες ακόμη, εμφάνιζαν τα πράσινα μάτια της υποψηφίου παρουσιασμένα με εοσφορικές αντανακλάσεις και με τα χείλη σφιγμένα απέναντι στα αίτημα για τεκνοθεσία των ΛΟΑΤΚΙ+ και νομιμοποίηση των μεταναστών.
Το χονδροειδέστερο ατόπημα, όμως, είναι η πλήρης σύγχυση θεμελιακών εννοιών και διατάξεων αναφορικά με τους χώρους δεξιά του κέντρου. Ο κεντροδεξιός ταυτίζεται με τον δεξιό, ο δεξιός ταυτίζεται με τον ακροδεξιό, έτσι που και ο κεντροδεξιός να φθάνει να θεωρείται ιδεολογικά ταυτόσημος με τον ακροδεξιό. Και το βάθος των επιχειρημάτων το απολαμβάνει ο αναλυτής, διαβάζοντας τα σπαραξικάρδια περί παλινορθώσεως του φασισμού. Ακολουθώντας κάποιος αυτήν την πορεία σκέψης, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο φιλελεύθερο με ορισμένες συντηρητικές αναφορές είναι ένας «ακροδεξιός φασίστας».
Κανένα μάθημα από το πάθημα Όρμπαν, κανένα μάθημα από το ατόπημα της Σουηδίας.
Το Κέντρο κυβέρνησε ή, για να είμαστε ακριβείς, μια ορισμένη εκδοχή του Κέντρου άσκησε μερίδιο της κυβερνητικής εξουσίας στη γείτονα, διατηρώντας το απολύτως σεβαστό δικαίωμά του να παρουσιάζεται ως μετριοπαθές και προοδευτικό. Τα αποτελέσματα μας είναι όμως γνωστά. Το Κέντρο διολίσθησε σε πρωτοπόρες θεωρητικές αναζητήσεις, αλλά, κυρίως, διέπρεψε σε απογοητευτικές κοινωνικές και πολιτικές καταγραφές: πολιτικά πλαδαρό, κοινωνικά άνευρο, δημοκρατικά νυσταλέο, σαν να έχει περιέλθει σε αυτό που ο ημέτερος Νίκος Πουλαντζάς ονόμαζε, στα τελευταία κείμενά του, «περιφρόνηση των μαζών».
Την ίδια στιγμή, όμως, ο ακροδεξιός Σαλβίνι, η κεντροδεξιά μούμια Μπερλουσκόνι και η δεξιά, πρώην νοσταλγός του Μπενίτο, Μελόνι γίνονταν δέκτες μιας μίνι κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής θύελλας, προάγγελος αυτής που έχει χτυπήσει την πόρτα τόσων χωρών. Η ανεργία αρχίζει να επανακάμπτει, το ζήτημα της παράτυπης μετανάστευσης μετασχηματίζει τις ζωές μας εκατομμυρίων συμπολιτών μας, όπως έξοχα δείχνει ο ακάματος Αν. Ανδριανόπουλος, η δημοκρατία αναπνέει με τον ένα πνεύμονα, αφού ο άλλος επιμένει να παραμένει κατ’ οίκον την ημέρα των εκλογών, οδηγώντας την εκλογική αποχή στο ±50%.
Με τον αριστερό ριζοσπαστισμό να αναζητεί το ζιζεκικά νοούμενο ταξικό, με ένα Κέντρο λαβωμένο από ναρκισσισμό, σκιά των πιο φωτεινών και προωθητικών στιγμών του στην γειτονική χώρα, τα πράγματα ήταν εύκολα για τον δεξιό συνασπισμό, τη συμμαχία της σκληρής δεξιάς, η οποία φρόντισε να βγάλει μπροστά ένα πρόσωπο που δεν είχε ξεμείνει από πολιτικά καύσιμα και το οποίο γνώριζε (ή διδάχθηκε επιτυχώς) όλες τις τεχνικές που εξασφαλίζουν αυτό που στην καθ΄ ημάς επιστήμη ονομάζουμε «δυναμική του πολιτικού λόγου».
Ο υπερτονισμός της πατριωτικής αναφοράς, η μονότονα επαναλαμβανόμενη χριστιανική ταυτότητα των Ιταλών και η διαρκής αναγωγή της οικογένειας σε υπέρτατο κοινωνικό θεσμό, που δήθεν πλήττεται από την… ομοφυλοφιλία, συνέθεσαν την «χρυσή επιθετική τριπλέτα» που σπάνια χάνει στα πεδία των εκλογικών μαχών σε περιόδους κοινωνικοοικονομικής κρίσης και πολιτικής υπνηλίας.
Βέβαια, αν οι δυσοίωνες προβλέψεις επαληθευθούν, η Τ. Μελόνι θα κληθεί να ανασκευάσει πολλές από τις παθιασμένες υποσχέσεις της, με πρώτους τον προβαλλόμενο από την ίδια ευρωσκεπτικισμό της. Πιθανότατα, θα μεριμνήσει να συνοδεύσει τις αναδιπλώσεις με ρητορικές πιρουέτες και με κάποια μέτρα προστασίας της ιταλικής οικογένειας, με μια ορισμένη αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής και με πιθανές ενεργειακές – οικογενειακές «ανάσες» για τους πολίτες.
Έως τότε, οι συνετές φωνές της δημοκρατικής μεταρρυθμιστικής κεντροδεξιάς θα έχουν τον απαραίτητο χρόνο να ανασκουμπωθούν προγραμματικά, με τα βλέμμα να είναι στραμμένο όχι στους παραμορφωτικούς καθρέφτες της πολιτικής ωραιοπάθειας, αλλά στο καμίνι των νέων απαιτητικών αναγκών των καιρών που έρχονται.