ΗΠΑ-Ενδιάμεσες εκλογές 2022: Τι θα σημαίνει πολιτικά η νίκη Τραμπ
Πηγή Φωτογραφίας: nbcnews/NSARCHIVE
Τα αποτελέσματα γίνονται όλο και πιο σαφή και προδιαγράφουν μια σαφή επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων και του Ντόναλντ Τραμπ.
Με βάση την ‘έως τώρα ροή των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Τραμπ επικρατεί καθαρά έναντι του αντιπάλου του Τζο Μπάιντεν, σημερινού προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ή, για να είμαστε πιο τυπικά ακριβείς, ανάμεσα στους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς.
Η διαγραφόμενη νίκη του Τραμπ θα είναι μια καθαρή νίκη, μια σαφής εντολή του αμερικανικού λαού, τόσο στο επίπεδο της Βουλής των Αντιπροσώπων, όσο και σε ό,τι αφορά τη Γερουσία.
Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η απαιτούμενη πλειοψηφία ανέρχεται στις 218 έδρες και είναι βεβαιωμένο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι καταλαμβάνουν 102 έδρες έναντι 59 εδρών, με βάση τη ροή των αποτελεσμάτων που έχουν διασταυρωθεί και καταγραφεί.
Στο έτερο νομοθετικό σώμα, τη Γερουσία, η απαιτούμενη πλειοψηφία κινείται στις 50 έδρες, με τους Ρεπουμπλικάνους να συγκεντρώνουν έως τώρα 44 έδρες έναντι 41 εδρών για τους Δημοκρατικούς.
Η ροή των εκλογικών αποτελεσμάτων συνεχίζεται και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολοκληρωμένη.
Ενδεικτικό όμως του κλίματος πολιτικής ευφορίας που επικρατεί μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων και στελεχών είναι το γεγονός ότι ο φερόμενος ως εσωκομματικός αντίπαλος του Ντόναλντ Τραμπ, ο κυβερνήτης της Φλόριντα, ο οποίος χαρακτηρίζεται γενικά από υψηλότερο βαθμό μετριοπάθειας, δήλωσε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι «δεν κερδίσαμε μόνον τις εκλογές αλλά επαναπροσδιορίσαμε τον πολιτικό χάρτη της πατρίδας μας».
Υπενθυμίζουμε πως οι εκλογές αφορούν τη νομοθετική εξουσία, το Κογκρέσο, το οποίο συναποτελείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία και πως, στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, το σύνολο των 435 εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο των εδρών της Γερουσίας, δηλαδή 35 έδρες σε σύνολο 100 εδρών.
Με βάση λοιπόν αυτά τα δεδομένα, πρόκειται για μία σαφή, καθαρή πολιτική νίκη του Τραμπ, ο οποίος κατάφερε να παρασύρει τον Μπάιντεν στην υπέρμετρη πολιτικοποίηση των ενδιάμεσων εκλογών. Ο Τραμπ άφησε, όλο το προηγούμενο διάστημα, να εννοηθεί ότι πιθανή νίκη των Ρεπουμπλικάνων θα σηματοδοτούσε την πλήρη επάνοδό του στην πολιτική σκηνή της μεγαλύτερης χώρας του πλανήτη.
Την ίδια στιγμή, ο Ντόναλντ Τραμπ, είναι πανθομολογούμενο ότι δέχθηκε ισχυρές πιέσεις να αναγνωρίσει την ήττα που υπέστησαν οι Ρεπουμπλικάνοι πριν από δύο χρόνια, στις προεδρικές του 2019. Ο πρώην πρόεδρος δεν αποδέχθηκε ποτέ το αποτέλεσμα εκείνο, τροφοδοτώντας ακόμη περισσότερο την ένταση και αγνοώντας τις επανειλημμένες θεσμικές συστάσεις που προβλέπονται από τη νομικοπολιτική δομή της χώρας. Πλέον, θα πρέπει να θεωρείται πολιτικά αδύνατο να αποδεχθεί το εκλογικό αποτέλεσμα εκτός εάν υπάρξει θεσμική πίεση και απόφαση υποχρεωτική για τον εκκεντρικό επιχειρηματία.
Είναι επίσης πρόδηλο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι, με προεξέχοντα τον Τραμπ, διοργάνωσαν μια δυναμική προεκλογική εκστρατεία, γεγονός που κινητοποίησε την κοινωνική βάση του κόμματος. Απεναντίας, οι Δημοκρατικοί επαναπαύθηκαν στις δάφνες της σχετικά πρόσφατης προεδρικής νίκης Μπάιντεν και στον πολιτικά «σεσημασμένο» πρώην πρόεδρο, καθώς και στο γεγονός ότι ενδιάμεσες εκλογές παίζουν έναν δευτερεύοντα ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Κινητοποιήθηκε ο Μπάρακ Ομπάμα, ο αγαπημένος πρόεδρος των Δημοκρατικών, με το χάρισμα της επικοινωνιακής αμεσότητας, προκειμένου να τεθεί σε πλήρη κίνηση η εκλογική βάση του κόμματος, αλλά, παρά τη θεαματική υποδοχή που του επιφυλάχθηκε, φαίνεται ότι ήταν πλέον αργά, ότι ο πρώην πρόεδρος «επιστρατεύθηκε» με σημαντική χρονική υστέρηση.
Η διαγραφόμενη νίκη των Ρεπουμπλικάνων και του Τραμπ προσωπικά επιβεβαιώνει το ιστορικό προηγούμενο, σύμφωνα με το οποίο το κόμμα που βρίσκεται στα έδρανα της αντιπολίτευσης καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων στις ενδιάμεσες. Πράγματι, στην πολιτική πρακτική, οι ενδιάμεσες εκλογές χρησιμεύουν ουσιαστικά σαν μια μορφή ενδιάμεσου δημοψηφίσματος για τον Λευκό Οίκο. Παρόμοια ήττα υπέστησαν, ενδεικτικά, ο Μπιλ Κλίντον στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ο Τζορτζ Μπους το 2006.
Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις προαναφερόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, φέτος υπήρξε μια σαφής απόκλιση ανάμεσα στις θεματικές που ανέδειξε ο Τραμπ και σε αυτές που ανέδειξε ο Μπάιντεν. Ο παρατηρητής διαπιστώνει ότι βρίσκεται μπροστά σε δύο διαφορετικές πολιτικές ατζέντες.
Πιο ειδικά, ο Τραμπ σημάδεψε σωστά «ανεβάζοντας» το ζήτημα της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, το οποίο θεωρείται ως το σημαντικότερο πρόβλημα για τους οκτώ περίπου από τους δέκα Αμερικανούς. Σε αντίθεη ρότα, ο Μπάιντεν υπερτόνισε το ζήτημα που έχει δημιουργηθεί γύρω από το ζήτημα της άμβλωσης, το οποίο θεωρείται ως δευτερεύον από την αμερικανική κοινή γνώμη, αφού δεν απασχολεί παρά τον έναν στους δύο Αμερικανούς.
Αυτό, ωστόσο, έγινε αντιληπτό από το προεκλογικό επιτελείο των Δημοκρατικών, αλλά τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που επιστρατεύθηκαν θεωρήθηκαν, με βάση τα έως τώρα αποτελέσματα, ισχνά, αφού τα μέτρα, τα οποία ελήφθησαν, όπως είναι η μείωση στην τιμή της βενζίνης και στις τιμές των φαρμάκων, καθώς και η διαγραφή μέρους του χρέους των φοιτητικών δανείων δεν απαντούν ικανοποιητικά στην κρίση εισοδήματος που αντιμετωπίζει η αμερικανική κοινωνία.
Το βλέμμα της διεθνούς κοινής γνώμης είναι, τέλος, στραμμένο στο πώς θα πολιτευθεί ο Τραμπ σε σχέση με τον πόλεμο που συνεχίζεται για όγδοο μήνα στην Ουκρανία. Ο πρώην πρόεδρος αναμένεται να ανεβάσει τους τόνους της πολιτικής αντιπαράθεσης σε ένα πεδίο τομής με τους Δημοκρατικούς.
Ο Τραμπ είναι πεπεισμένος ότι η πολιτική, που ακολουθείται από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τη μεγάλη μερίδα των δυτικών κυβερνήσεων, είναι καταστροφική. Και εδώ θεωρείται ότι βρίσκεται η μεγαλύτερη πολιτική σημασία των εκλογών. Ο Τραμπ πιστεύει ότι πρέπει να ανοιχτούν δίαυλοι επικοινωνίας με τη Ρωσία. Δεν αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός πρόκειται για ένα δικτατορικό καθεστώς στη διάθεση του Β. Πούτιν. Για τον Τραμπ, το ουσιώδες είναι ότι πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την έναρξη ενός ειλικρινούς διαλόγου με τη Μόσχα, έτσι ώστε να τεθούν τα θεμέλια μιας συνεννόησης με τους Ρώσους και να αρθούν οι δυτικές κυρώσεις και οι ενεργειακοί εκβιασμοί. Σε άλλη περίπτωση, εκτιμά ο Τραμπ, η Δύση οδηγείται σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά την εξεζητημένη συμπεριφορά του και την λαϊκιστική διάσταση των επιχειρημάτων του, ο Τραμπ δεν παύει να είναι πρώην πρόεδρος της Αμερικής και έχει τη σχετική διοικητική εμπειρία. Το σχήμα σκέψης του τραμπισμού έχει αντίθετη δομή από αυτό που κυριαρχεί στον υπόλοιπο φιλελεύθερο – δημοκρατικό κόσμο. Οι αλλεπάλληλες κυρώσεις προκαλούν τις τρέχουσες ενεργειακές και οικονομικές κρίσεις και όχι το αντίστροφο. Αν ο Τραμπ «καβαλήσει» αυτό το δεύτερο κύμα τραμπισμού, εξασθενεί η ίδια η Αμερική, αφού αδυνατίζει η εθνική της συνοχή σε μια κρίσιμη στιγμή, όπως επισήμαναν χθες ο πρόεδρος Ζελένσκι και αξιωματούχοι του.
Δεν ήταν όμως μόνον η ηγεσία της Ουκρανίας που έστειλε το μήνυμά της με τον δικό της τρόπο, αλλά και η Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη του πλανήτη, με τον Σι Τζινπίνγκ να δηλώνει ότι η ασφάλεια του κινεζικού γίγαντα είναι όλο και πιο ασταθής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στα μάτια ενός επίδοξου προέδρου που διατηρεί μια αμφιλεγόμενη σχέση με το Πεκίνο.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας