Το σπαρακτικό αντίο του Γιάννη Ρίτσου από το νοσοκομείο στους οικείους του
Πηγή Φωτογραφίας: frear
Νὰ μὲ θυμόσαστε – εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια, γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα. Τὴν ὀμορφιὰ Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια. Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.
Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω, καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω, θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε: Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.
Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.”
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)- Επιλογικό
Το 1989 ο Γιάννης Ρίτσος συμπλήρωνε τα 80 του χρόνια. Κανείς δεν μπορούσε να τον πει ηλικιωμένο, γέρο, ετοιμοθάνατο. Η εμφάνιση και η διαύγεια του μυαλού του εντυπωσίαζαν. Πνευματικά ήταν υγιής, όχι όμως και σωματικά. Ήταν αδύνατος και μελαγχολικός. Δεν ήθελε να φάει. Σαν να διαισθανόταν το τέλος της διαδρομής. Οι δικοί του άνθρωποι τον στήριξαν με όλη τους τη δύναμη. Κανείς δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι μπορεί να πλησίαζε το τέλος.
φίλη του, Ρούλα Κακλαμανάκη, περιγράφει στο βιβλίο της, «Γιάννης Ρίτσος, η ζωή και το έργο του», κάποιες από τις τελευταίες στιγμές του ποιητή όπως τις βίωσε κοντά του στο νοσοκομείο. Η Φαλίτσα, σύζυγος του Ρίτσου, είχε κατέβει να μιλήσει με τους γιατρούς. «Μείνε λίγο, θα γυρίσω γρήγορα», είπε.
Αμέσως πήγα κοντά του και τον ρώτησα:
«Πώς αισθάνεσαι; Φοβάσαι; Λυπάσαι; Μπορούμε να κάνουμε κάτι;». Εκείνος, απάντησε με ήρεμη και σταθερή φωνή: «Να καταλάβετε ότι δεν θέλω να ζήσω άλλο. Ως εδώ ήταν. Δεν λυπάμαι και δεν φοβάμαι. Το έργο μου θα μείνει για πάντα. Θα είμαι κοντά στους ανθρώπους για πάντα». Πίστευε πολύ σε αυτή την αιωνιότητα. Ήταν σαν να είχε νικήσει το θάνατο. «Αυτή ήταν η ζωή μου», συνέχισε. «Έδωσα και πήρα πολλά. Τώρα δεν παίρνω πια. Ούτε δίνω. Ήρθε η ώρα να φύγω». «Η πικρία γι’ αυτά που συμβαίνουν στις σοσιαλιστικές χώρες; Αυτό είναι; Γι’ αυτό θέλεις να φύγεις από τη ζωή;» Η ερώτηση της έγινε βιαστικά, τόλμησε να τον ρωτήσει φοβόταν ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε. «Όχι πικρία. Λύπη ναι. Κακή εποχή. Ιστορική αναγκαιότητα. Οι άνθρωποι είναι δύσκολη υπόθεση. Αργούν να καταλάβουν. Αργούν να προχωρήσουν», απάντησε. Η συγγραφέας με τον φόβο ότι τον κούρασε έκλεισε το σημειωματάριο, στο οποίο σημείωνε ευλαβικά όσα της είχε πει. Εκείνη την ημέρα οι γιατροί αποφάσισαν να δώσουν εξιτήριο στον Ρίτσο. «Δεν γίνεται τίποτα, μου είπαν οι γιατροί. Γι’ αυτό φεύγουμε. Είναι ζήτημα ημερών», εξομολογήθηκε η σύζυγος του ποιητή στη Ρούλα Κακλαμανάκη. Ακολούθησε ένας συγκινητικός αποχωρισμός των δυο γυναικών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που συνειδητοποίησαν το αναπόφευκτο. Ο Γιάννης Ρίτσος άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου 1990, στις 21:25 το βράδυ. Στις 11 Νοεμβρίου 1921 είχε πεθάνει η μητέρα του. Κηδεύτηκε στη Μονεμβασιά στις 14 Νοεμβρίου. Την ίδια ημερομηνία, το 1930, είχε επιχειρήσει την πρώτη επαναστατική του πράξη. Είχε στείλει την επιστολή – διαμαρτυρία για την κατάσταση που επικρατούσε στο φθισιατρείο της Καψαλώνας, στην τοπική εφημερίδα «Εφεδρικός Αγών».
«Ξέρετε γιατρέ, να, θα ήθελα ένα τσιγάρο»
Τον Φλεβάρη του 2016, η κόρη του ποιητή, Έρη Ρίτσου, μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook, με αφορμή ένα αφιέρωμα στη συνήθεια του Ρίτσου να σημειώνει πάνω στα πακέτα των τσιγάρων του, εξομολογήθηκε μια στιγμή του πατέρα της, την περίοδο που ήταν άρρωστος:
«Ο Ρίτσος είχε καρκίνο του προστάτη. Με τα πολλά, πήρε άδεια να εγκαταλείψει τον κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο και να πάει στην Αθήνα για να χειρουργηθεί. Λόγω της παλιάς φυματίωσης και των προβλημάτων στους πνεύμονές του, η εγχείρηση δεν έγινε με ολική νάρκωση, έτσι ήταν σε θέση να παρακολουθεί την όλη διαδικασία. Ο γιατρός του ο Σαμέλας κάθε λίγο και λιγάκι τον ρωτούσε: «Είστε καλά κ. Ρίτσο; Όλα εντάξει;». «Ναι» έλεγε εκείνος. «Μήπως θέλετε κάτι;» επέμενε ο Σαμέλας. «Κάτι θέλω αλλά διστάζω να το ζητήσω.» «Παρακαλώ, ό,τι θέλετε.» «Ξέρετε γιατρέ, να, θα ήθελα ένα τσιγάρο.» Και του έδωσαν τασάκι που ακούμπησε πάνω στο στήθος του και τσιγάρο για να καπνίζει όσο ο γιατρός τον εγχείριζε!!!! Μάλλον αυτό πρέπει να είναι για τα ρεκόρ Γκίνες. Εγχειριζόμενος να καπνίζει την ώρα της εγχείρησης!»
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας