Τα νούμερα είναι θεαματικά και κατακλύζουν τον διεθνή έγκυρο οικονομικό και πολιτικό Τύπο. Η εξάρτηση της Γερμανίας από τις κινεζικές εισαγωγές αυξήθηκε πάνω από 100% τον φετινό Μάιο σε σύγκριση με τον Μάιο του 2019 και περισσότερο από το 60% αυτής της αύξησης οφείλεται στον χημικό τομέα. Το ερώτημα, που εύλογα τίθεται, είναι το γιατί, δηλαδή με ποιο τρόπο η Γερμανία εξαρτάται πλέον σε τέτοιο βαθμό από την Κίνα.
Καταρχήν και καταρχάς, η γεωπολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη από την περίοδο μετά την πανδημική κρίση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις εθνικές οικονομίες. Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και οι εμπορικές και οικονομικές του επιπτώσεις έχουν επιβαρύνει πολύ το εμπορικό ισοζύγιο χωρών όπως είναι η Γερμανία, που έχουν ήδη επηρεαστεί σοβαρά από τα σημεία συμφόρησης που ακολούθησαν το πρώτο κύμα του Covid-19.
Λόγω της αυξανόμενης ενσωμάτωσής τους στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, οι γερμανικές εξαγωγές έχουν πιεστεί το 2021 από διακοπές στην προμήθεια ενδιάμεσων αγαθών, τα οποία είναι απαραίτητα για τη στήριξη της παραγωγής στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αυτό οδήγησε σε σταδιακή μείωση του γερμανικού εμπορικού πλεονάσματος. Η χαλάρωση των μπλοκαρισμάτων παραγωγής και η επανέναρξη των εξαγωγών, από τα τέλη του 2021, δεν ήταν αρκετά για να ανακόψουν τη μείωση του γερμανικού πλεονάσματος. Αντίθετα, εντάθηκε απότομα στις αρχές του 2022, με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις επακόλουθες δυσκολίες στην απόκτηση προμηθειών πρώτων υλών και ενέργειας.
Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από πληθωρισμό και λιγότερη διαθεσιμότητα πρώτων υλών και φυσικού αερίου, η μείωση του γερμανικού εμπορικού ισοζυγίου οφείλεται κυρίως στην αύξηση της αξίας των εισαγωγών και, ειδικότερα, ορισμένων αγαθών που παράγονται από τις βιομηχανίες.
Στον ενεργειακό τομέα, η κατάσταση είναι απλή: η αύξηση οφείλεται αποκλειστικά στην άνοδο της τιμής των εισαγόμενων αγαθών. Στον χημικό τομέα, είναι πιο περίπλοκοι μηχανισμοί που έχουν συμβάλει στην αυξανόμενη εξάρτηση από το εξωτερικό.
Εάν αφήσουμε κατά μέρος τον παράγοντα της τιμής, η οποία ωστόσο συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση της ονομαστικής αξίας των εισαγωγών, δύο στοιχεία φαίνεται ότι μπορούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο.
Πιο συγκεκριμένα, από τη μία πλευρά, η μείωση των προβλημάτων εφοδιασμού επέτρεψε στις γερμανικές βιομηχανίες να ξεκινήσουν εκ νέου μια μαζική εισαγωγή ενδιάμεσων αγαθών, όπως είναι η εισαγωγή ημιαγωγών.
Από την άλλη πλευρά, το απαγορευτικό κόστος παραγωγής, σε συνδυασμό με τη δέσμευση για μείωση της εξάρτησης της γερμανικής βιομηχανίας από το ρωσικό αέριο κατά 15%, ώθησαν τη χώρα να μειώσει την παραγωγή αγαθών που απαιτούν υψηλή κατανάλωση ενέργειας. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τα χημικά.
Αυτή ακριβώς η μείωση αντισταθμίστηκε από την αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών από την Κίνα, που είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στην Κίνα και την Γερμανία είναι ένα από τα κατεξοχήν επίκαιρα ζητήματα, περικλείει μια αδήριτη γεωπολιτική και περιλαμβάνει και μια οικονομική διάσταση, που αφορά και τις σχέσεις της Γερμανίας με εμάς και την Γηραιά Ήπειρο συνολικά.