Τότε που ο Πουλικάκος έκλεισε την πόρτα στα λεφτά του ΠΑΣΟΚ
Πηγή Φωτογραφίας: LiFO - iSelida.gr
Το ’86, τέτοια εποχή, το ΠΑΣΟΚ βλέπει ότι, για να «χρυσώσει» το χάπι της λιτότητας, κάνει κάτι άτσαλα «ανοίγματα» στη νεολαία και βέβαια, στη ροκ σκηνή. Κάποιοι συνεργάστηκαν σε ημιανεξάρτητα ημικρατικά προγράμματα, αλλά και κάποιοι όχι. Ο λόγος του Δημήτρη Πουλικάκου είναι σφαλιάρα: «Το ροκ δεν μπορεί να έχει σχέση με υπουργεία», λέει κοφτά η παλιοσειρά της εγχώριας ροκ σκηνής, που αμέσως αντιλαμβάνεται τη φθηνή χειραγώγηση. Δεν γίνεται τυχαία αυτό. Ούτε από κάποια αντι – ΠΑΣΟΚ ή κάποια άλλη αρνητική εμμονή σε κάποιο κομματικό χώρο. Ξέρει όμως ότι το ροκ είναι εκ γενετής περιθώριο και ότι το περιθώριο έχει ζόρι και κουπί.
Άλλωστε, δεν ήταν και ποτέ οργανωμένος σε κάποιο κόμμα, κι ας τον προόριζαν οι γονείς του για διπλωμάτη καριέρας. Κι ας ήταν απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών και (αιώνιος) φοιτητής στο Πολιτικό του Παντείου. Κι ας ήταν ανιψιός του πρωθυπουργού της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Άλλο είναι το σακάκι του, σε άλλα μέρη ταξιδεύει η ψυχή του Δημήτρη Πουλικάκου. Πολιτικοποιημένος με την πιο πλατιά έννοια ναι, χωμένος σε κόμματα ποτέ. Στο κίνημα μπίτνικ αρχίζει να μπουσουλάει, και στο περιοδικό «Πάλι». Ένα βραχύβιο μα καλοφτιαγμένο avant guarde λογοτεχνικό περιοδικό. Γράφει διηγήματα, μεταφράζει λαμπρά Λωτρεαμόν, τα άσματα του Μαλντορόρ.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης βρίσκει κατά πολύ ανώτερη τη μετάφραση από αυτήν του Ελύτη. Το χούι θα του μείνει. Θα μεταφράσει και Γκίνγκσμπεργκ. Θα απαγγείλει και Εγγονόπουλο. Κάπως έτσι την πρωτοπάθαμε κι εμείς από εκδόσεις του Γαρμπή. Αυτοσαρκάζεται όμως διαρκώς, αυτουπονομεύεται, με ένα χαμόγελο για το οποίο ντρέπεται λιγάκι, κάποιες φορές, σαν μικρό ντροπαλό παιδί, όταν πρέπει να μιλήσει για το καλλιτεχνικό του «Έργο». Η Αθήνα των sixties είναι μάλλον πνιγηρή και κάπως καθυστερημένη πολιτισμικά. Επόμενος σταθμός, στο Λονδίνο. Πορτιέρης (και όχι μόνο) σε στριπτιτζάδικο. Γνωρίζει την πανέμορφη Σάρα. Παθαίνει ερωτική καταπληξία. Ραντεβού, βόλτες και ένας γάμος μάλλον ατυχής.
Το μυαλό όμως πάντα στη φυγή. Εξετάσεις και να ‘σου ιπτάμενος φροντιστής στην Ολυμπιακή του Ωνάση, ο Πουλικάκος. Τα Μάταλα όμως αρχίζουν να συζητιούνται. Κάνει κράτηση για Κρήτη. Στα Μάταλα, παρέα με την πρώτη γενιά των Χίπηδων. Τον προλαβαίνουν όμως οι Απριλιανοί. Το πρώτο τσιγαριλίκι συμπίπτει με άδικη σύλληψη και πολύ πιο άδικες κατηγορίες από τους χουνταίους. Πέφτουν όμως οι πρώτες ψιλές στον εικοσιπεντάρη «λαγομούστακο». Η κατάληξη του επιθέτου, καμιά φορά, σώζει και τον Πουλίκα τον σώζει ένας διαπρεπής του μπουζουριάσματος, ονόματι Οικονομάκος. Καλόψυχος πρέπει να ‘ταν κατά βάθος, γιατί καταλαβαίνει ότι δεν τρέχει τίποτε σοβαρό και τον αφήνει ελεύθερο.
Σειρά έχει το μυθικό συγκρότημα Εξαδάκτυλος.
Το χτύπημα της μοίρας όμως είναι αυτή τη φορά δυνατό: χάνει την δεύτερη σύζυγό του, από υπερβολική χρήση χαπιών και αλκοόλ, αναρρόφηση στον ύπνο της. Οι πιο απίθανες κατηγορίες στις πλάτες του καλοσυνάτου Πουλικάκου. Δεν το βάζει κάτω. Γνωριμία και φιλία με τον φίνο μουσικό πιανίστα Δημήτρη Πολύτιμο. Πρόβες, ηχογραφήσεις και ροκ με ελληνικό στίχο στις προθήκες των δισκοπωλείων. Η διορατικότατη κριτική για τον καταναλωτισμό και την μελλούμενη υλική ευωχία, αλλά και κριτική στον «γύψο» της χουντικής λογοκρισίας: «Στο σουπερμάρκετ, στο σουπερμάρκετ θα βρούμε/φρέσκα, κατεψυγμένα και πλαστικά/μήλα, μπανάνες, γάλα Carnation και κότες/ μπιφτέκια, ντομάτες και βέβαια απορρυπαντικά», για το υπερκαταναλωτικό πνεύμα.
Και: «Δεν έχεις θέση πουθενά/κάτσε ήσυχος σε μια γωνιά/να μην ακούσω δε θέλω μιλιά/είμ’ ο γιατρός παιδιά!», για τη χουντική λογοκρισία. Εκ κατασκευής αντιβεντέτα, δεν λέει βέβαια «όχι» σε μαθητές από λύκειο στου Ζωγράφου που του ζητούν τη συνδρομή του. Αιτία, το εφηβικό όνειρο της πενθήμερης μα τα λεφτά δεν φτάνουν. Ο Πουλικάκος ανταποκρίνεται χωρίς δεύτερες σκέψεις και μαζί και με τον μακαρίτη τον Σιδηρόπουλο (Πιο νέοι, γύριζαν με άδειες σακούλες από γειτονιά σε γειτονιά της Αθήνας, παριστάνοντας τους άφραγκους πλανόδιους επαίτες). Τα λεφτά συγκεντρώνονται σε μια συναυλία εν μέσω βροχής.
Προτιμά τον Χατζιδάκι από τον Θεοδωράκη, τον οποίο βρίσκει ικανό συνθέτη αλλά μάλλον ματαιόδοξο. Ο Χατζηδάκις είναι η μεγάλη περίπτωση, η μουσική του «διαμαντένια» και οι δίσκοι του, όπως ο Πουλικάκος αφηγείται, ένα «κολιέ από μαργαριτάρια». Βαθύτατα ευγενής, τον κερδίζει το δηκτικό χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, η υπονόμευση των εξουσιών, μεγάλων και μικρών, και βρίσκει πολλούς προοδευτικούς αστεία πρόσωπα. Ο Κατρούγκαλος, φερ’ ειπείν, του θυμίζει τον Γκιωνάκη. Λατρεύει τη σάτιρα. Διαβάζει, ακούει και βλέπει μεγάλους σατιρικούς. Αριστοφάνη. Σουρή. Μποστ. Ιονέσκο. Αραμπέλ. Monty Pythons. Φελίνι. Διογένη. Μαρκ Τουέιν. Τζίμη Πανούση.
Έτυχε να τον γνωρίσω μέσα σε μια παρέα. «Ενδιάμεσος» ένας «χαμένος» γνωστός ναυτικός, με γυναίκα και παιδί. Χαλαρός και χαλαρωτικός τύπος ο Πουλικάκος, με ένα militaire παντελόνι και το τσιγάρο ένα με τα δάκτυλα. Περιβόλι ανθισμένο η καρδιά του. Βρίσκει την κοινοβουλευτική αριστερά συμβατική και μάλλον ανιαρή. Κι άμα τον παραπιέσεις, δηλώνει άναρχος και ξεμπερδεύει. Και σε αυτόν, τον Δημήτρη Πουλικάκο, βρήκαν οι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ να κάνουν πρόταση για «εναλλακτική ροκ συνεργασία»; Θου, Κύριε.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας