Ο Πούτιν δεν έχει κόκκινες γραμμές
Πηγή Φωτογραφίας: Andrey Rudakov/Bloomberg
“Ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές του Πούτιν;”
Η ερώτηση αυτή, που διατυπώνεται ολοένα και συχνότερα την ώρα που η Ρωσία χάνει τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας αλλά δεν μειώνει τις επιθέσεις της, έχει στόχο να παράσχει μεγαλύτερη σαφήνεια για τη στρατηγική του Πούτιν και να συνδράμει στη χάραξη πολιτικών. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι αυτή η σωστή ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί, καθώς ο όρος “κόκκινη γραμμή” αποδίδεται λανθασμένα. Οι κόκκινες γραμμές παραπλανούν. Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι ανάλυσης μιας στρατηγικής.
Οι “κόκκινες γραμμές” υποδηλώνουν ότι υπάρχουν προκαθορισμένα όρια στις ενέργειες που είναι διατεθειμένη να δεχθεί μια χώρα -στην προκειμένη περίπτωση η Ρωσία- από άλλα κράτη. Εάν η Δύση ξεπεράσει αυτά τα όρια, η Ρωσία θα απαντήσει με νέους, πιο επικίνδυνους τρόπους. Μια κόκκινη γραμμή, λοιπόν, αποτελεί συνήθως παγίδα κλιμάκωσης. Η δυτική διπλωματία πρέπει να προσπαθήσει να κατανοήσει και να “σεβαστεί” τις κόκκινες γραμμές της Ρωσίας αποφεύγοντας τυχόν ενέργειες που θα τις ξεπεράσουν. Με άλλα λόγια, οι κόκκινες γραμμές της Ρωσίας θέτουν όρια στις ενέργειες της Δύσης.
Ωστόσο, αυτό το σκεπτικό χωλαίνει σε τρία σημεία. Πρώτον, λαμβάνει ως δεδομένο ότι οι κόκκινες γραμμές αποτελούν αμετάβλητα χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους. Κάτι που δεν ισχύει σχεδόν σε καμία περίπτωση. Αυτό που διαμηνύει ή πιστεύει κάθε κράτος ότι δεν είναι αποδεκτό, μπορεί να αλλάξει ριζικά και τάχιστα. Το 2012, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, δήλωσε ότι η χρήση χημικών όπλων από τη Συρία αποτελούσε “κόκκινη γραμμή” και θα επέφερε “τεράστιες επιπτώσεις”. Ωστόσο, όταν η Συρία σκότωσε εκατοντάδες αμάχους με τη χρήση του νευροτοξικού παράγοντα Sarin το επόμενο έτος, όπως ανέφεραν πολλές οργανώσεις παρατηρητών, οι ΗΠΑ δεν “απάντησαν”. Η, δε, επιστροφή των Ταλιμπάν στην Καμπούλ τον Αύγουστο του 2021 -εξέλιξη που η Δύση προσπάθησε επί δύο δεκαετίες να αποτρέψει, ξοδεύοντας τρισεκατομμύρια δολάρια- ήταν μία από τις πλέον εκπεφρασμένες “κόκκινες γραμμές” έως ότου, εν μέσω της αλλαγής προτεραιοτήτων και της διαφορετικής “ανάγνωσης” κόστους – οφέλους, έπαψε ξαφνικά να αποτελεί πλέον κόκκινη γραμμή.
Δεν πρόκειται για εξαιρέσεις στον κανόνα. Στην πραγματικότητα, οι κόκκινες γραμμές είναι σχεδόν πάντα αχνές, ευμετάβλητες και συγκυριακές – και όχι ανεξίτηλα χαραγμένες στον γεωπολιτικό χάρτη. Παρότι τα εθνικά συμφέροντα, όπως έχει πει ο υποκόμης του Πάλμερστον Χέρνι Τεμπλ, μπορεί να είναι αέναα, ο τρόπος που παρουσιάζονται κάθε φορά αντικατοπτρίζει τις πρόσκαιρες, μεταβαλλόμενες συνθήκες – όπως η ισχύς, η αντίληψη απειλής, οι εγχώριες βλέψεις και οι ευρύτερες παγκόσμιες τάσεις. Ως εκ τούτου, η διπλωματία πρέπει να επιδιώκει την αλλαγή των κόκκινων γραμμών του αντιπάλου, και όχι να αποφεύγει να τις περνά.
Η δημιουργική και πιο διεκδικητική στρατηγική μιας πλευράς δεν περιορίζεται προληπτικά από τον φόβο του τι μπορεί να θεωρεί η άλλη απαράδεκτο. Αντίθετα, συνδυάζει όλες τις παραμέτρους μίας κατάστασης προκειμένου να παρακινήσει τον αντίπαλο να αποδεχθεί τους στόχους της.
Το δεύτερο χωλαίνον σημείο του δόγματος των “κόκκινων γραμμών” είναι ότι, εστιάζοντας στην κλιμακούμενη απάντηση ενός κράτους, λαμβάνει υπόψη μόνο τους κινδύνους και τα διλήμματα που εγείρει προς τον αντίπαλο, και όχι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το κράτος που κλιμακώνει μια κατάσταση. Διότι κλιμάκωση σημαίνει ότι ενεργείς κατά τρόπο που είναι πιο επικίνδυνος για όλους, και που προηγουμένως θεωρούνταν πολύ επικίνδυνο ακόμη και να τον εξετάσει κανείς. Μια τέτοια απόφαση, λοιπόν, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο το πιθανό κόστος όσο και τα οφέλη. Η κλιμάκωση αποτελεί επιλογή – μια επιλογή που ένας αντίπαλος μπορεί να αποτρέψει μεταθέτοντας το κόστος που αυτή θα συνεπαγόταν.
Το τρίτο “μελανό” σημείο είναι ότι η εστίαση στις κόκκινες γραμμές οδηγεί σε παραπλάνηση. Ένα κράτος θα επιδιώξει να χειραγωγήσει τη θέληση ενός αντιπάλου για αυτοσυγκράτηση διευρύνοντας το φάσμα των συμφερόντων που ισχυρίζεται ότι είναι “θεμελιώδους σημασίας” για το ίδιο και των ενεργειών που θεωρεί “μη αποδεκτές”. Με άλλα λόγια, ο φόβος της κλιμάκωσης ενθαρρύνει την κλιμάκωση της μπλόφας.
Η ανάδειξη αυτών των μελανών σημείων μπορεί να συμβάλει στη χάραξη καλύτερης πολιτικής. Οι ανησυχίες για τις “κόκκινες γραμμές” της Ρωσίας τροφοδοτούνται κυρίως από τον φόβο ότι η Ρωσία μπορεί να κλιμακώσει τις ενέργειές της με τη χρήση πυρηνικών όπλων. Η Δύση πρέπει να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη αποθαρρύνοντας τη Ρωσία, και όχι συγκρατούμενη η ίδια -ή πιέζοντας την Ουκρανία να συγκρατηθεί- από φόβο μήπως “προκαλέσει” τη Μόσχα. Μπορεί να το επιτύχει διαμηνύοντας στη Ρωσία ότι τυχόν χρήση πυρηνικών όπλων θα έχει σοβαρές μη διαπραγματεύσιμες σοβαρές συνέπειες για την ίδια. Η Ρωσία έχει προσπαθήσει ανεπιτυχώς να επιβάλει κόκκινες γραμμές υπό την απειλή πυρηνικής σύρραξης πολλές φορές από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία – πιο πρόσφατα τον Νοέμβριο, όταν οι ουκρανικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τη Χερσώνα, μόλις έξι εβδομάδες αφότου ο Βλαντίμιρ Πούτιν κήρυξε την περιοχή ρωσικό έδαφος. Η Ουκρανία και η Δύση ευλόγως δεν ενέδωσαν σε αυτές τις μπλόφες, και πρέπει να συνεχίσουν έτσι.
Η στρατηγική των κόκκινων γραμμών έχει φυσικά τη χρησιμότητά της. Έχει τις ρίζες της στη μελέτη της τακτικής διαπραγματεύσεων, όπου καθορίζει τις μίνιμουμ προϋποθέσεις που θέτει ένα κράτος για να θεωρήσει αποδεκτή μια συμφωνία. Εάν αυτές δεν πληρούνται, το κράτος αυτό μπορεί να αποχωρήσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι κόκκινες γραμμές είναι καθορισμένες και είναι χρήσιμο στις άλλες χώρες να τις αποκρυπτογραφούν – όπως έκανε η Αμερική, για παράδειγμα, όταν “αποκρυπτογράφησε” τη διαπραγματευτική στρατηγική της Ιαπωνίας πριν τις συνομιλίες που οδήγησαν στη Ναυτική Συνθήκη της Ουάσιγκτον, το 1922.
Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της ειδικής τακτικής διαπραγμάτευσης -με λίγες παραμέτρους και περιορισμένο εύρος αποτελεσμάτων- σε μια περίπλοκη, ρευστή και πολύ πιο διευρυμένη γεωπολιτικά διαμάχη είναι λανθασμένη. Παρότι ο κίνδυνος πυρηνικής κλιμάκωσης από την πλευρά της Ρωσίας μπορεί να ενταθεί και πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ενέργειες της Δύσης ή της Ουκρανίας που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια τέτοια κλιμάκωση. Η Ρωσία δεν έχει κόκκινες γραμμές: κάθε φορά, απλώς, ενεργεί με βάση μια γκάμα επιλογών και αντιλήψεων για τους κινδύνους και τα οφέλη που θα έχει. Η Δύση πρέπει συνεχώς να επιδιώκει, μέσω της διπλωματίας, να διαμορφώνει αυτές τις αντιλήψεις κατά τέτοιον τρόπο ώστε η Ρωσία να επιλέγει τις ενέργειες που η Δύση προτιμά.
Η Αμερική το έχει καταφέρει αυτό και στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας, της πιο επικίνδυνης πυρηνικής κλιμάκωσης μέχρι σήμερα, η θέση της Σοβιετικής Ένωσης μεταστράφηκε μέσα σε μερικές ημέρες και τελικά αποδέχθηκε μια λύση που ευνοούσε τη Δύση. Εάν επικρατούσε η λογική των “κόκκινων γραμμών”, η Αμερική ενδεχομένως να είχε δεχθεί έναν λιγότερο επωφελή συμβιβασμό που θα αποδυνάμωνε την ασφάλειά της και την αξιοπιστία της.
Αν και η Ρωσία επενδύει περισσότερο στην υποδούλωση της Ουκρανίας από ό,τι στην ανάπτυξη των πυραύλων της, εκείνη την εποχή, στην Κούβα, η λογική είναι η ίδια. Το 1962, η Αμερική έπεισε τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, Νικίτα Χρουστσόφ, ότι η απομάκρυνση των πυρηνικών όπλων από την Κούβα ήταν, αν και δυσάρεστη, καλύτερη επιλογή από τη διατήρησή τους. Η Δύση θα πρέπει και τώρα να προσπαθήσει να πείσει τον Πούτιν ότι η απόσυρση των δυνάμεών του από την Ουκρανία είναι λιγότερο επικίνδυνη από τη συνέχιση του πολέμου. Ο Πούτιν είναι πιθανό να υποχωρήσει εάν συνειδητοποιήσει ότι ένας μακροχρόνιος πόλεμος απειλεί την επιβίωση του καθεστώτος του -η διατήρηση του οποίου φαίνεται να είναι η μόνη σημαντικότερη επιδίωξή του από την υποταγή της Ουκρανίας- είτε λόγω της μοιραίας αποδυνάμωσης της συνοχής στο εσωτερικό της Ρωσίας είτε λόγω της ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης του πολέμου.
Η Αμερική πρέπει να εστιάσει σε τρεις άξονες. Πρώτον, πρέπει να σταματήσει να διαμηνύει ότι υπάρχουν μέτρα που δεν σκοπεύει να λάβει, και οπλικά συστήματα που δεν θα παράσχει στην Ουκρανία. Η μονομερής αυτοσυγκράτηση σημαίνει οικειοθελή παραχώρηση. Ακόμη χειρότερα, ενθαρρύνει τη Ρωσία να εξετάσει, και να προσπαθήσει να επιβάλλει πρόσθετα όρια στην αντίδραση των ΗΠΑ – καθιστώντας τον πόλεμο περισσότερο, κι όχι λιγότερο, επικίνδυνο.
Δεύτερον, η Αμερική, από κοινού με τους εταίρους της, πρέπει να καταστήσει σαφές ότι ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος της Ρωσίας – κι όχι υπέρ της, όπως εξακολουθεί να πιστεύει ο Πούτιν. Η Δύση θα πρέπει να δείξει ότι είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει, και μάλιστα γρήγορα, την τεράστια οικονομική της υπεροχή προκειμένου να βοηθήσει την Ουκρανία να νικήσει τη Ρωσία και να επιβάλλει νέες αυστηρές κυρώσεις στη Μόσχα. Το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος για τη Ρωσία θα εξαντλήσει τους πολύ πιο περιορισμένους πόρους της χώρας και θα αυξήσει την πίεση προς το καθεστώς του Πούτιν.
Τρίτον, η Δύση θα πρέπει να καταστήσει σαφές σε μεγάλο μέρος της ρωσικής κοινής γνώμης ότι είναι δεν ενέχει κινδύνους ο τερματισμός του πολέμου με την αποχώρηση από την Ουκρανία. Μια συντεταγμένη αποχώρηση είναι απίθανο να οδηγήσει σε αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, πόσο μάλλον στη διάλυσή της. Άλλωστε, κανένα από τα παραπάνω δεν αποτελεί επίσημο στόχο της δυτικής πολιτικής, και η συζήτηση αυτών των σεναρίων είναι αχρείαστη και κυρίως αντιπαραγωγική. Ορισμένοι στη Δύση θα αντιδράσουν στην παροχή τέτοιων διαβεβαιώσεων. Ωστόσο, εάν οι ελίτ της Ρωσίας καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι το ίδιο επικίνδυνο για τη Ρωσία να αποχωρήσει από την Ουκρανία όσο και να παραμείνει εκεί, τότε δεν θα έχουν κανένα κίνητρο να ασκήσουν πιέσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Μια τέτοια επιβεβαίωση άλλωστε δεν αποτελεί συμβιβασμό.
Η σταθερή και αποφασιστική προώθηση αυτών των διπλωματικών “προσπαθειών επιρροής”, από κοινού με τη στρατιωτική επέλαση της Ουκρανίας, μπορεί να διασφαλίσει ότι η λιγότερο κακή επιλογή για τη Ρωσία ευθυγραμμίζεται με αυτό που θέλει η πολύ πιο ισχυρή Δύση. Μια τέτοια στρατηγική, όμως, κινείται κόντρα στην αποδοχή “κόκκινων γραμμών”. Οι “κόκκινες γραμμές” αποτελούν άλλωστε αντανάκλαση μιας πρότερης τακτικής που προωθήθηκε στην αρχή του πολέμου. Όταν η Ρωσία έμοιαζε ακόμη ισχυρή, πολλοί πρότειναν να παρασχεθεί στον Πούτιν μια “διέξοδος” ώστε να πειστεί να τερματίσει τον πόλεμο. Τώρα που η Ρωσία είναι πιο αδύναμη, οι ίδιοι ζητούν από τη Δύση αυτοσυγκράτηση ώστε να πειστεί ο Πούτιν να μην προχωρήσει σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση του πολέμου.
Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις ανταμείβουν την επιθετικότητα της Ρωσίας καθώς ευθυγραμμίζουν την πολιτική της Δύσης με τις επιδιώξεις της Ρωσίας. Όπως τότε δεν παρασχέθηκε διέξοδος στον Πούτιν, έτσι και τώρα δεν πρέπει να του επιτραπεί να καθορίσει τα όρια κινήσεων της δυτικής πολιτικής. Η στρατηγική απαιτεί εγρήγορση και μυαλό, όχι τετριμμένες τακτικές.
*Ο Nigel Gould-Davies (@Nigelgd1) είναι συνεργάτης θεμάτων Ρωσίας και Ευρασίας στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών. Διετέλεσε πρέσβης της Βρετανίας στη Λευκορωσία από το 2007 έως το 2009 και ήταν επικεφαλής του οικονομικού τμήματος της Βρετανικής Πρεσβείας στη Μόσχα.
Πηγή: capital.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας