Forbes: Γιατί ο Μπάιντεν θέλει να πουλήσει και F-16 στην Τουρκία και F-35 στην Ελλάδα
Πηγή Φωτογραφίας: Pew Research Center
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ευελπιστει να δώσει το Κογκρέσο την έγκρισή του τόσο για την πώληση αναβαθμισμένων F-16 στην Τουρκία όσο και μαχητικών stealth 5ης γενιάς F-35 Lightning II στην Ελλάδα. Εάν το Κογκρέσο δώσει το πράσινο φως, αυτές οι συμφωνίες –ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων– θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, η οποία αποκάλυψε το θέμα, η αμερικανική κυβέρνηση ελπίζει ότι εφόσον εγκριθεί η πώληση των F-16 στην Τουρκία, με τη σειρά της η Άγκυρα θα υπαναχωρήσει από τις αντιρρήσεις της για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία έχει μπλοκάρει την εισδοχή και των δύο σκανδιναβικών χωρών, απαιτώντας να διακόψουν τους δεσμούς τους με διάφορες κουρδικές αυτονομιστικές ομάδες. Πάντως, αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον δήλωσαν στην WSJ ότι η έγκριση από το Κογκρέσο για την πώληση των F-16 “εξαρτάται από τη συναίνεση της Τουρκίας” στην ένταξη του Ελσίνκι και της Στοκχόλμης στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Η Τουρκία ζήτησε για πρώτη φορά να αγοράσει 40 καινούργια αεροσκάφη F-16 Block 70 και 79 κιτ εκσυγχρονισμού για τα “γερασμένα” F-16 της τον Οκτώβριο του 2021, σε μια συμφωνία αξίας 20 δισ. δολαρίων. Επέλεξε να αγοράσει περισσότερα F-16, καθώς είχε αποπεμφθεί από το πρόγραμμα παραγωγής F-35 το 2019 και μπλοκαριστεί από τις αγορές αεροσκαφών μετά την παραλαβή των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων αεράμυνας S-400. Η Άγκυρα σχεδίαζε να αγοράσει έως και 100 F-35 για την πολεμική της αεροπορία.
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εξέταζε το ενδεχόμενο να αγοράσει 20-40 μαχητικά F-35. Η Ουάσινγκτον πιθανότατα θα ενέκρινε οποιοδήποτε αίτημα της Αθήνας για αυτά τα αεροσκάφη. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για το τουρκικό αίτημα για τα F-16.
Εδώ και καιρό ο Τζο Μπάιντεν τάσσεται υπέρ της πώλησης νέων F-16 στην Τουρκία και έχει επανειλημμένα εκφράσει την αισιοδοξία του ότι μπορεί να αποσπάσει την έγκριση του Κογκρέσο. Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2022 στη Μαδρίτη, ο Αμερικανός πρόεδρος επισήμανε ότι η πώληση των F-16 δεν θα αποτελούσε “αντάλλαγμα” για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, η οποία απαιτεί ομόφωνη συναίνεση από τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας.
Μετά το δημοσίευμα της WSJ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, ο δημοκρατικός Μπομπ Μενέντεζ, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καλωσόρισε τη συμφωνία για τα ελληνικά F-35, αλλά τάχθηκε “σθεναρά” κατά της πώλησης οποιουδήποτε “νέου αεροσκάφους F-16 στην Τουρκία”.
Ο Μενέντεζ έχει ευρύτερες αντιρρήσεις για την πώληση αμερικανικών όπλων στην Τουρκία, που οφείλονται από τις ασκήσεις καταστολής του Ταγίπ Ερντογάν στα ανεξάρτητα ΜΜΕ και στα αντιπολιτευτικά κόμματα της Τουρκίας μέχρι και τις συναλλαγές του Τούρκου προέδρου με τη Ρωσία. Επομένως, είναι πιθανόν να μην δώσει την έγκρισή του σε αυτήν τη συμφωνία, ακόμη και αν η Άγκυρα δεχθεί να ανταλλάξει το δικό της “ναι” στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Η απόκτηση των F-35, σε συνδυασμό με την προμήθεια δύο δωδεκάδων μαχητικών 4ης-5ης γενιάς Rafale F3R από τη Γαλλία και την αναβάθμιση σε Block 72 του μεγαλύτερου μέρους του στόλου των F-16, θα προσδώσει στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία τεχνολογικό πλεονέκτημα έναντι του πολύ μεγαλύτερου –σε αριθμό– τουρκικού στόλου μαχητικών. Και αυτό θα ισχύει ακόμη και αν η Τουρκία πάρει εντέλει τα F-16.
“Το δημοσίευμα της WSJ είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι αποτελεί ένδειξη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να υπερέχει σε στρατιωτικό επίπεδο μακροπρόθεσμα”, μου επισήμανε ο Γιώργος Τζογόπουλος, ανώτερος συνεργάτης στο Centre International de Formation Européenne (CIFE).
“Πριν από μερικά χρόνια, θα ήταν αδιανόητο και να φανταστούμε ακόμη ότι οι ΗΠΑ θα πουλούσαν πιο προηγμένα οπλικά συστήματα στην Ελλάδα – και όχι στην Τουρκία”, τόνισε ο ίδιος.
Όπως είπε, “το γεγονός ότι τώρα αναλύουμε την πιθανή πώληση των F-35 στην Ελλάδα και των F-16 στην Τουρκία σκιαγραφεί τη νέα, πρωτοφανή τάση που αναδεικνύει κάποιες αναπροσαρμοσμένες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο”.
Ο κ. Τζογόπουλος πιστεύει ότι η πιθανή πώληση F-16 στην Τουρκία “πρέπει να μπει σε ένα πλαίσιο και να μην συζητηθεί μεμονωμένα”.
“Αυτό που έχει σημασία είναι ποια χώρα θα μπορούσε να διατηρήσει το ποιοτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα μακροπρόθεσμα, μια συζήτηση που υπερβαίνει τις υπό εξέταση πωλήσεις F-16 και F-35”, είπε. “Αυτό είναι το βασικό ερώτημα και όχι το αν θα συνεχιστεί η αμερικανο-τουρκική στρατιωτική συνεργασία”.
Ο ίδιος περιέγραψε την Τουρκία ως ένα μέλος του ΝΑΤΟ που “συμπεριφέρεται αυτόνομα” σε πολλά μέτωπα.
“Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία, αλλά αξιολογούν τις στρατηγικές τους αποφάσεις με βάση τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται”, τόνισε. “Ακόμα κι έτσι, οι αξιωματούχοι του Κογκρέσο (ιδίως ο γερουσιαστής Μενέντεζ) παραμένουν δύσπιστοι απέναντι στα κίνητρα της Τουρκίας. Μια πιθανή πώληση F-16 (και άλλων οπλικών συστημάτων στο μέλλον) δεν θα δώσει τέλος σε μια σειρά από περίπλοκες διαδικασίες”.
“Η ικανότητα των ΗΠΑ να συνδέσουν –πρακτικά– την πώληση (ή τις πωλήσεις) στρατιωτικού εξοπλισμού στην Τουρκία με τη διατήρηση της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και την προσήλωση των επιλογών της Άγκυρας στον δυτικό προσανατολισμό θα αξιολογηθεί στο μέλλον”, πρόσθεσε. “Αυτό είναι που θα μετρήσει και καθορίσει την αμερικανική κυριαρχία στην περιοχή”.
Ο κ. Τζογόπουλος κατέληξε λέγοντας ότι η “διαπραγματευτική τακτική” της Τουρκίας υπερβαίνει το αίτημα ένταξη της Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
“Το πραγματικό πρόβλημα για τις ΗΠΑ είναι πώς θα διαμορφώσουν πολιτικές που δεν θα δίνουν τη δυνατότητα στην Άγκυρα να επιμένει στην ίδια μεθοδολογία ‘παζαρέματος’, ειδικά εντός της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας, τόνισε. “Έάν η Τουρκία σημειώσει μια πρώτη επιτυχία, η κυβέρνησή της θα ενθαρρυνθεί να πετύχει άλλη μία, και άλλη μία, και άλλη μία, πάντα με την ίδια μέθοδο”.
“Ευθύνη της Ουάσιγκτον είναι να διασφαλίσει αφενός τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και αφετέρου τον εξορθολογισμό της τουρκικής συμπεριφοράς – όπως τις απειλές που εξαπολύει καθημερινά εναντίον ενός άλλου κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, της Ελλάδας”.
Ο Suleyman Ozeren, καθηγητής στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο και συνεργάτης στο Orion Policy Institute, επισήμανε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν τασσόταν υπέρ της πώλησης F-16 στην Τουρκία πριν και από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
“Με την προσθήκη του όρου περί συναίνεσης της Τουρκίας στην ένταξη της Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Μπάιντεν στοχεύει να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στην Άγκυρα και ταυτοχρόνως να υπερθεματίσει με ένα πιο ισχυρό επιχείρημα ενώπιον του Κογκρέσου”, πρόσθεσε ο Ozeren. “Η Ουάσιγκτον θέλει να ‘γλυκάνει’ τη συμφωνία εντάσσοντας σε αυτή και την πώληση των F-35 στην Ελλάδα, ώστε να καμφθεί η αντίσταση του Κογκρέσο”.
Επιπλέον, ο Ozeren εκτιμά ότι οι εν λόγω διμερείς συμφωνίες αποσκοπούν στο να διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, αλλά σημείωσε ότι η ισορροπία έχει η πλάστιγγα έχει γείρει προς την ελληνική πλευρά τα τελευταία χρόνια.
“Με την πώληση των F-35 στην Ελλάδα, οι ΗΠΑ δίνουν το πάνω χέρι στην Ελλάδα”, τόνισε. “Αν δεν αλλάξει η περιφερειακή πολιτική της Άγκυρας, η βραχυπρόθεσμη στρατηγική των ΗΠΑ μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια να αντισταθμίσει την ισχύ της Τουρκίας στην περιοχή ενισχύοντας την Ελλάδα, παρά με το να δημιουργήσει μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών”.
Ενώ κάτι τέτοιο είναι εφικτό, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θέλει να αποξενώσει εντελώς την Τουρκία, δεδομένης της κρίσιμης θέσης της τόσο στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής Συμμαχίας όσο και ευρύτερα στην περιοχή.
“Ως εκ τούτου, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να βρει έναν τρόπο ώστε να ικανοποιήσει όλα τα μέρη που εμπλέκονται στη διαδικασία”, επισήμανε ο Ozeren. “Η κρίση των S-400 προκάλεσε έντονη δυσπιστία ως προς τη θέση της Τουρκίας για τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ· για να μεταστραφεί αυτό το κλίμα, θα πρέπει η Άγκυρα να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική της πολιτική”.
Η Τουρκία είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει το θέμα της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ ως μοχλό πίεσης από την πρώτη μέρα, καθώς το θεωρούσε πολιτικά ωφέλιμο για την ίδια στο διεθνές περιβάλλον αλλά και για εσωτερική κατανάλωση.
“Ωστόσο, οι πολιτικοί που έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν βέτο στη συμφωνία για τα F-16 θεωρούν ότι η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο της Άγκυρας”, υπογράμμισε ο Ozeren.
“Με το να εμμένει πεισματικά στη στάση της, η Άγκυρα θα μπορούσε να αποδυναμώσει και άλλο τη θέση της, δίνοντας ερείσματα στους παράγοντες που αντιτίθενται στην πώληση των F-16”.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας