Δίκη για το Μάτι: “Ήρθε πάνω μου κάτι σαν ξύλο, τελικά ήταν πτώμα” [vid]
Πηγή Φωτογραφίας: Eurokinissi (Αρχείου)
Πάλευε μόνη με τα κύματα επί έξι ώρες. Η Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου έπεσε στη θάλασσα για να σωθεί από τις πύρινες γλώσσες που είχαν ζώσει στο Μάτι και γλίτωσε «σαν από θαύμα», όταν την περισυνέλεξε ένα αλιευτικό σκάφος Αιγύπτιων ψαράδων. Στο δικαστήριο περιέγραψε τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε μέσα στο νερό: «Ήμουν μόνη μου. Κύματα 10-12 μποφόρ. Άρχισα να κολυμπάω σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, όλα ήταν μαύρα, μαύρα, ούτε το ρολόι δε μπορούσα να δω και επικρατούσε απόλυτη, απόλυτη σιωπή. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, δεν φαίνονταν ούτε οι φωτιές. Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω. Ένας άνθρωπος μόνος του σε αυτή την κατάσταση», είπε στην κατάθεσή της.
Όπως είπε, αποφάσισε μαζί με άλλους γείτονες να φύγει από το σπίτι της, όταν άρχισαν να πέφτουν καύτρες. Βρέθηκε στην Αργυρά Ακτή. «Φτάνοντας στην Αργυρά Ακτή η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Σε μια παραλία που χωράει 50-70 άτομα, ήταν 700-800. Παρά πολύς κόσμος. Εκσφενδονίζονταν πυρακτωμένα σίδερα, τέντες, άρχισαν εκρήξεις. Με φώναζαν όλοι ”Σουμέλα, Σουμέλα, είδες τη μαμά μου, είδες τον αδερφό μου, την αδερφή μου;”. Γυρνάω πίσω, σκοτάδι μαύρο. Δεν ήταν κανείς. Ήμουν μόνη μου», κατέθεσε εμφανώς φορτισμένη.
Όσο βρισκόταν μέσα στο νερό, η μάρτυρας κατέθεσε ότι σκεφτόταν τους φίλους της που έμειναν πίσω. «Εικόνες μου έρχονταν διάφορες. Η εικόνα που με κατάτρωγε ήταν η φίλη μου, που ήταν κλεισμένη και θα καιγόταν. Η θάλασσα ήταν η μεγάλη μου αγάπη, τώρα δε θέλω ούτε να τη βλέπω… Τότε στράφηκα στην Παναγία και είπα ”αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ τώρα, αν θέλεις να με σώσεις, δείξε μου τα σημάδια σου”. Ούτε πέντε λεπτά δεν πέρασαν, άκουσα κι άλλους ανθρώπου. Περίμενα να ακούσω τα εναέρια, τις φωτοβολίδες του λιμενικού. Τα πλοία…», είπε.
«Νόμιζα ότι ήταν ξύλο, όμως ήταν πτώμα»
Η κ. Χατζηλαζαρίδου συνέχισε να περιγράφει τον αγώνα της να επιζήσει: «Βρήκα έξι ανθρώπους. Μέσα στη θάλασσα αντιμετωπίσαμε διαφορά πράγματα, τσούχτρες, εγώ είμαι αλλεργική και τους είπα αν με τσιμπήσουν αφήστε με γιατί είμαστε όλοι κουρασμένοι. Το ένα κορίτσι το έπιασε κρίση πανικού και είχε κοκκαλώσει και το έσωσα εγώ. Η Βάσια Μίχα ρωτούσε συνεχώς τη μαμά της ”θα πεθάνουμε κι εμείς”; Κάποια στιγμή ήρθε κάτι σαν ξύλο πάνω μου, λέω τι να είναι αυτό; Ήταν πτώμα… Αρχίσαμε να παθαίνουμε κράμπες, να κρυώνουμε. Λέγαμε, δεν μπορεί θα έρθουν να μας σώσουν. Δίπλα στην Αθήνα… Κανείς…».
Οι ελπίδες αναπτερώθηκαν όταν άρχισε να βλέπει μακριά κάποια φώτα. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Όταν έβλεπε τα φώτα να πλησιάζουν κατάλαβε ότι επρόκειτο για σκάφος: «Κάποια στιγμή ο καπνός άρχισε να σηκώνεται πιο πάνω, αρχίσαμε να βλέπουμε φώτα, ήταν πολύ λίγα. Πήγαμε προς τα λίγο πιο μεγάλα φώτα. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν παρά πολύ μακριά αυτά τα φώτα. Όλη αυτή την ώρα που πάλευα με τα κύματα, οι παντόφλες ήταν στα πόδια μου και αυτά τα γυαλιά στα ματια μου. Κάποια στιγμή είδαμε ένα καράβι, όχι καράβι του λιμενικού, ήταν ένα ψαροκάικο από την Εύβοια με Αιγύπτιους ψαράδες. Φτάσαμε στο καράβι μας ρίξαν σχοινιά. Εμφανίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι. Μια κυρία πήγε να ανεβεί την ώρα εκείνη έπαθε ανακοπή. Δε συνήλθε από ό,τι έμαθα. Έρχεται μια βάρκα φουσκωτή πορτοκαλί, λέω παιδιά το λιμενικό, δεν ήταν το λιμενικό. Κάτω ήταν μια κουβέρτα με έναν εγκαυματία. Την κοπέλα που έπαθε ανακοπή την έβαλαν σε μια άκρη. Δε μπορούσα να μιλήσω. Μου ‘χε κοπεί η φωνή. Ερχόταν συνεχώς αυτός ο άνθρωπος και με ρωτούσε. Δε μπορούσα να του μιλήσω. Τον ρώτησα ”που είμαστε”; Μου είπε Αρτέμιδα, γύρω στα πέντε μίλια. Φτάσανε στο σημείο διασώστες μας να είναι Αιγύπτιοι ψαράδες, μας φέρθηκαν με εξαιρετική ευγένεια. Μας κέρασαν σοκολάτες, μας έδωσαν τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε με δικούς μας», κατέθεσε.
Όπως είπε η μάρτυρας, για μεγάλο χρονικό διάστημα χρειάστηκε να παρακολουθήσει συνεδρίες με ειδικούς, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει το φόβο της για τη θάλασσα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας