ΗΠΑ και ΕΕ: Δουλεύουν πάνω σε μεγάλα πακέτα για πράσινες επενδύσεις
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Ο Τζο Μπάιντεν δυσκολεύτηκε να περάσει από το Κογκρέσο τα μεγάλα προγράμματα ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας και κοινωνίας που αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν της προεκλογική του εκστρατείας απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ. Και όπως συμβαίνει συχνά στις ΗΠΑ, αυτό σήμαινε αρκετούς συμβιβασμούς και περικοπές, εάν αναλογιστούμε ότι τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και ορισμένοι δημοσιοοικονομικά συντηρητικοί Δημοκρατικοί είναι αντίθετοι στην διόγκωση της κρατικής δαπάνης στις ΗΠΑ.
Μάλιστα, σε κάποια στιγμή φάνηκε ότι το τμήμα του πακέτου που αφορούσε ένα μεγάλο πακέτο για την «Πράσινη Μετάβαση» κινδύνευε να ηττηθεί στο Κογκρέσο, καθώς ο συντηρητικός Δημοκρατικός Γερουσιαστής Τζο Μάντσιν δήλωσε στις 14 Ιουλίου ότι δεν θα υποστήριζε ένα πρόγραμμα που κατά τη γνώμη του θα οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού.
Τελικά, θα υπάρξει ένας ακόμη γύρος μυστικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στον Μάντσιν και τον επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σάμερ, που θα οδηγήσουν σε ένα μικρότερο αλλά παρ’ όλα αυτά σημαντικό πακέτο που συνδύαζε τις επενδύσεις στην Πράσινη Ενέργεια με την ενίσχυση του συστήματος υγείας.
Το πακέτο της κυβέρνησης Μπάιντεν περιλαμβάνει φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις που στόχο έχουν να ενισχύσουν τις πράσινες επενδύσεις στις ίδιες τις ΗΠΑ, συνολικού ύψους 367 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μόνο που τις συνδέει με τη ρητή προϋπόθεση ότι συνδέονται με επενδύσεις στις ίδιες τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, προβλέπονται φοροενισχύσεις 7500 δολάρια για την αγορά ηλεκτρικού οχήματος, βάζοντας, όμως, δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι τουλάχιστον 40% των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την ηλεκτρική μπαταρία εξορύσσονται στις ΗΠΑ ή σε μια χώρα με την οποία οι ΗΠΑ έχουν μια εμπορική συμφωνία. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ έχουν πολύ σημαντικές εμπορικές συναλλαγές, αλλά δεν έχουν εμπορική συμφωνία και δεν είναι βέβαιο ότι θα αποκτήσουν στον βραχύ χρόνο, την ώρα που οι ΗΠΑ από το 2026 θα ανεβάσουν το απαιτούμενο ποσοστό για τις πρώτες ύλες στις μπαταρίες στο 80%.
Η δεύτερη προϋπόθεση ότι τουλάχιστον το 50% των εξαρτημάτων της μπαταρίας κατασκευάζονται η συναρμολογούνται στις ΗΠΑ, τον Καναδά ή το Μεξικό, όριο που το 2029 θα ανέβει 2029.
Γιατί ανησυχεί η ΕΕ;
Όλα αυτά όμως προκαλούν ανησυχία στην Ευρώπη. Και αυτό γιατί μέχρι τώρα η ΕΕ θεωρούσε ότι είχε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα ως προς τις πράσινες τεχνολογίες και ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη στροφή ολοένα και περισσότερων αναπτυγμένων οικονομιών προς την «Πράσινη Μετάβαση» για να εξάγει τις σχετικές τεχνολογίες και προϊόντα.
Τώρα, όμως, βλέπει την αμερικανική κυβέρνηση να επιδοτεί τις πράσινες τεχνολογίες που κατασκευάζονται στο αμερικανικό έδαφος και γενικά να προσπαθεί να αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία σε αυτή την αγορά να περιορίσει το μερίδιο που θα είναι διαθέσιμο για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Αυτό θα ήταν ένα πραγματικό πλήγμα για αρκετές μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Αντιμέτωποι με την προοπτική οι ΗΠΑ να κερδίσουν πόντους στην αγορά της πράσινης τεχνολογία, οι ηγέτες της ΕΕ, ήδη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης Δεκεμβρίου 2022, δοκίμασαν να στείλουν το μήνυμα ότι αναζητούν να απαντήσουν στην πρόκληση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου αναφέρεται ρητά:
«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τονίζει τη σημασία του στενού συντονισμού και των κοινών λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά περίπτωση, και καλεί το Συμβούλιο και την Ευρωομάδα να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις οικονομικές εξελίξεις και να ενισχύσουν περαιτέρω τον συντονισμό, προκειμένου να επιτευχθεί μια αποφασιστική και ευέλικτη αντίδραση σε επίπεδο πολιτικών.
Πέραν των βραχυπρόθεσμων μέτρων, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να λάβει υπόψη τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις, ιδίως το χάσμα ανάμεσα στην Ευρώπη και τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της όσον αφορά την ανάπτυξη και την καινοτομία. Ως προς αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή να υποβάλει στις αρχές του 2023 στρατηγική της ΕΕ για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας». Ωστόσο, παρέμεινε ανοιχτό το σε τι συγκεκριμένα μέτρα θα μεταφραστεί αυτή η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
«Χρειαζόμαστε τη δική μας απάντηση, την Ευρωπαϊκή IRA», υποστήριξε τον Δεκέμβριο η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αρκετοί μίλησαν για ανάγκη να υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία στις κρατικές επιδοτήσεις προς την πράσινη βιομηχανία. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Χάμπεκ και ο Γάλλος ομόλογός του Μπρούνο Λε Μερ πρότειναν να πιεστούν οι ΗΠΑ ώστε να συμπεριληφθούν και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στις φοροαπαλλαγές που προτείνουν οι ΗΠΑ. Ωστόσο, Γερμανία και Γαλλία αποφεύγουν να προτείνουν ευρωπαϊκό δανεισμό για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής βάσης και αντιθέτως προτείνουν να αξιοποιηθούν ήδη υπάρχοντα κονδύλια της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Γερμανία και Γαλλία προτείνουν να υπάρξουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ για τους όρους κρατικής ενίσχυσης της βιομηχανίας. Ωστόσο, για κάποια κράτη μέλη θα ήταν πρόβλημα να υπάρξει ένα αγώνας δρόμου επιδοτήσεων, ακριβώς γιατί δεν έχουν όλα τα κράτη-μέλη τις ίδιες δυνατότητες επιδότησης.
Πιο πρόσφατα η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πρότεινε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Sovereign Fund (κατά το πρότυπο διαφόρων εθνικών «Ταμείων Πλούτου») με σκοπό να ενισχυθεί ο στόχος για πολιτικές μηδενικών εκπομπών και η «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ. Είναι σαφής η προσπάθεια να απαντηθεί τόσο η αμερικανική όσο και η κινεζική πολιτική επιδοτήσεων, ιδίως στις πράσινες τεχνολογίες.
Η παρέμβαση των τριών αντιπροέδρων
Σε αυτό το φόντο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η κοινή παρέμβαση που έκαναν οι τρεις εκτελεστικοί αντιπρόεδροι της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, Φρανς Τίμερμανς και Μαργκρέτε Βεστάγκερ, με κοινό άρθρο τους στους Financial Times.
Οι τρεις αντιπρόεδροι παραδέχονται ότι οι αμερικανικές κινήσεις οδηγούν σε μια μειονεκτική θέση την Ευρωπαϊκή βιομηχανική βάση για τις καθαρές τεχνολογίες. Ωστόσο, υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει η Ευρώπη να προσπαθήσει να κάνει κάτι ανάλογο με την IRA και ότι μια αντίδραση «πόντο τον πόντο» (tit-for-tat). Αντιθέτως, επιμένουν ότι χρειάζεται κυρίως κοινή οικονομική δράση και με έμφαση στη λογική της ενιαίας αγοράς, της ανοιχτότητας και της ενοποίησης των αγορών κεφαλαίων. Επισημαίνουν, όμως ότι παρότι μπορεί να λειτουργήσει ένα προσωρινό πλαίσιο για την κρατική βοήθεια, εντούτοις «μια μεγάλη αύξηση στις επιδοτήσεις, όταν οι χώρες έχουν διαφορετικά χρηματοοικονομικά μέσα, απλώς ενέχει τον κίνδυνο του κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς. Οι επιδοτήσεις δεν πρέπει να έχουν κόστος σε βάρος των αγορών που λειτουργούν καλά και του ακριβοδίκαιου ανταγωνισμού».
Τα ευρωpαϊκά διλήμματα
Οι ταλαντεύσεις αυτές ως προς την άσκηση πολιτικής αποτυπώνουν την απόσταση ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ είναι πιο έτοιμες να περάσουν σε μια πιο αποφασιστική εκδοχή κρατικής επιδότησης και να έχουν παραλλαγές προστατευτισμού σε σχέση με την ΕΕ. Η ΕΕ αντιλαμβάνεται ότι περνάμε σε μια πιο ανταγωνιστική συνθήκη στην παγκόσμια οικονομία, όπου ο ρόλος της κρατικής ενίσχυσης θα αναβαθμιστεί, ιδίως από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να χρηματοδοτηθεί πλήρως η «πράσινη μετάβαση». Η ΕΕ έχει δείξει ότι μπορεί να συγκεντρώνει μεγάλους πόρους για κοινά προγράμματα, αλλά όχι στην κλίμακα που αυτό θα απαιτούσε, την ίδια ώρα που εάν επιτρέψει εθνικής ενισχύσεις από τις ισχυρές οικονομίες της Ένωσης, αυτό θα πυροδοτήσει το πρόβλημα των αποκλίσεων και ανισοτήτων εντός της. Επιπλέον, η διέξοδος που θα ήταν ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός για την ενίσχυση τέτοιων προγραμμάτων, είναι ένα μέτρο που αντιμετωπίζεται πάντα ιδιαίτερα αρνητικά από ορισμένες από τις ηγετικές δυνάμεις της ΕΕ. Όμως, την ίδια στιγμή, εάν δεν απαντήσει στις αμερικανικές και κινεζικής κινήσεις, κινδυνεύει να δει την «πράσινη» βιομηχανική υποδομή της να δέχεται σημαντικά πλήγματα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας