Νέα τάξη πραγμάτων ισχύει από τις 5 Φεβρουαρίου για την Ευρώπη. Από την πρώτη Κυριακή του τρέχοντος μήνα τίθεται σε ισχύ το εμπάργκο της της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πετρελαϊκά προϊόντα. Δύο μήνες αφότου επιβλήθηκε εμπάργκο στο πετρέλαιο της Ρωσίας, οι νέες κυρώσεις σηματοδοτούν την ολοκληρωτική απεξάρτηση της Ε.Ε. από το ρωσικό πετρέλαιο.
Μετά από σωρεία διαβουλεύσεων μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε., εντέλει την Παρασκευή υπήρξε η καθολική έγκριση από τους 27 πρεσβευτές για το εμπάργκο στα προϊόντα πετρελαίου ρωσικής προέλευσης.
Όπως έγινε γνωστό το βράδυ της Παρασκευής, συναίνεση υπήρξε αναφορικά με το πλαφόν στις τιμές καθώς συμφωνήθηκε ανώτατο όριο στα 100 δολάρια ανά βαρέλι για τα πετρελαϊκά προϊόντα υψηλής ποιότητας όπως το ντίζελ και στα 45 δολάρια ανά βαρέλι για προϊόντα χαμηλής ποιότητας όπως το μαζούτ.
Μετά από δεκαετίες στη διάρκεια των οποίων οι προμήθειες ρωσικού πετρελαίου έρρεαν αδιάλειπτα προς τις ευρωπαϊκές χώρες, ήρθε η ώρα η Ευρώπη και η Ρωσία «χωρίσουν».
Η μεν πρώτη θα πρέπει να εξασφαλίζει τις ανάγκες της σε πετρέλαιο από εναλλακτικούς προμηθευτές, η δε δεύτερη θα πρέπει να βρει νέους αγοραστές για να διοχετεύσει τις εξαγωγές του ορυκτού καυσίμου, καθώς χάνει μια αγορά της τάξεως των 600.000 βαρελιών ημερησίως.
Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία τέθηκαν υπόψη του Bloomberg, αυτόν τον μήνα από τα λιμάνια στα δυτικά της Ρωσίας αναμένεται να εξάγονται περί των 730.000 βαρελιών την ημέρα, το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2020.
Πώς όμως διαμορφώνεται η νέα κατάσταση; Κινδυνεύει η Ευρώπη να μείνει από πετρέλαιο; Από την άλλη, υπάρχει το ενδεχόμενο η Ρωσία να μην μπορέσει να διοχετεύσει το πετρέλαιό της και να βρεθεί με πλεονασματικά αποθέματα;
Είναι γεγονός ότι τα κράτη-μέλη τους προηγούμενους μήνες επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια αποθήκευσης αποθεμάτων του ορυκτού καυσίμου. Αποτέλεσμα τα φορτία διά θαλάσσης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση να φθάσουν στο υψηλότερο επίπεδο από το 2016 στο τέταρτο και τελευταίο τρίμηνο της περυσινής χρονιάς. Οι πρώτες εκτιμήσεις για το 2023 κάνουν λόγο για κινητικότητα στους ευρωπαϊκούς κόμβους που παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Ο επικεφαλής για διυλισμένα προϊόντα στη Facts Global Energy, Ευγκέν Λίντελ αποκλείει κάθε ενδεχόμενο η Ευρώπη να στερέψει από πετρέλαιο, καθώς υπάρχουν αρκετές προμήθειες στην αγορά προερχόμενες από διάφορες χώρες ανά τον κόσμο.
«Η αγορά θα βρει το ισοδύναμο της απώλειάς της αργά ή γρήγορα. Με το ανάλογο κόστος για όλους φυσικά. Δε νομίζω να υπάρξει κάποια μεγάλη κρίση», επισημαίνει ο πρώην διευθύνων σύμβουλος σε ένα από τα μεγαλύτερα διυλιστήρια πετρελαίου στην Ευρώπη, της ιταλικής Saras, Ντάριο Σκαφάρντι.
Η Μόσχα από τη στιγμή που η Ευρώπη και η G7 έβαλαν στο στόχαστρο το πετρέλαιο της Ρωσίας (όπως και το φυσικό αέριο), δεν ένιωσε κάποια μεγάλη απειλή. Οι αποστολές προς την Κίνα και την Ινδία ενισχύθηκαν, ενώ εμφανίσθηκαν χώρες όπως η Τουρκία και το Μαρόκο που αύξησαν τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία.
Σίγουρα οι απώλειες της Ευρώπης μόνο αμελητέες δεν είναι, όμως τελικά η εν λόγω αγορά έχει χαθεί οριστικά;
Οι εναλλακτικές διαδρομές και οι κερδισμένοι
Το πετρέλαιο της Ρωσίας όμως όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς μπορεί να διοχετευθεί στην Ευρώπη, μέσω εναλλακτικών διαδρομών.
Για παράδειγμα, ένα διυλιστήριο στην Ινδία μπορεί να αγοράσει ρωσικό πετρέλαιο, να το επεξεργαστεί και στη συνέχεια να το πουλήσει δίχως να ορίζει την προέλευση του προϊόντος.
Έτσι ένα φορτίο μπορεί να ξεκινάει την πορεία του από τη Ρωσία, μέσω του Ειρηνικού Ωκεανού να μεταφέρεται στην Ινδία, εκεί θα επεξεργάζεται και στη συνέχεια με τάνκερ θα μεταφέρεται στην Ευρώπη.
Το προκύπτει από όλα αυτά; Ότι για το ίδιο πετρέλαιο προερχόμενο από τη Ρωσία, το κόστος θα αυξηθεί. Και από αυτή την αύξηση κερδισμένοι θα είναι οι έμποροι και οι παράγοντες στην αλυσίδα εφοδιασμού, καθώς θα αποκομίζουν περισσότερα κέρδη.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Οι κυρώσεις της Ε.Ε. θα έχουν αντίκτυπο στο ρωσικό πετρέλαιο, ή είναι ένα μέτρο το οποίο τέθηκε σε ισχύ για τη δημιουργία εντυπώσεων;
Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι για την αγορά πετρελαίου. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η Ρωσία όχι μόνο παραμένει ως στον ΟΠΕΚ+, είναι και εκ των μελών με το μεγαλύτερο ανάστημα εξαιτίας της μεγάλης της παραγωγής.