Βιομηχανία σε Ευρωπαίους για πληθωρισμό: Αντί να γκρινιάζετε, παραδειγματιστείτε από τις ΗΠΑ
Πηγή Φωτογραφίας: alson.gr
Αντί να γκρινιάζει, η ΕΕ θα πρέπει να πάρει μαθήματα από την αμερικανική Πράξη Μείωσης του Πληθωρισμού (IRA), σταματώντας να «τιμωρεί» τις δικές της βιομηχανίες και αρχίζοντας να τις βοηθά να προωθούν την απεξάρτηση από τον άνθρακα, δήλωσε στη EURACTIV υψηλόβαθμη πηγή από τον ευρωπαϊκό κλάδο αλουμινίου.
«Ο αμερικανικός IRA θα πρέπει να αποτελέσει ένα κάλεσμα αφύπνισης για την Ευρώπη. Αντί να διαμαρτυρόμαστε για την αμερικανική προσέγγιση, θα πρέπει να δούμε τι μπορούμε να μάθουμε από αυτήν. Και αντί να τιμωρούμε τις δικές μας βιομηχανίες, θα πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να τις βοηθήσουμε να προωθήσουν την απεξάρτηση από τον άνθρακα», δήλωσε η πηγή.
Οι ηγέτες της ΕΕ θα συζητήσουν την απάντησή τους στο επενδυτικό σχέδιο επιδοτήσεων της Ουάσινγκτον στην Σύνοδο Κορυφής την Πέμπτη στις Βρυξέλλες.
Ευρωπαίος διπλωμάτης δήλωσε στη EURACTIV ότι πρόκειται για μια χρονοβόρα διαδικασία που θα ξεκινήσει μόλις τώρα. Ο διπλωμάτης κατέστησε, επίσης, σαφές ότι οι τελικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν από τον προσεχή Ιούνιο.
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία αλουμινίου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για όσα έχουν παρουσιαστεί μέχρι στιγμής, προειδοποιώντας ότι η Ευρώπη πρόκειται να επαναλάβει τα ίδια λάθη εναντίον της δικής της βιομηχανίας.
Η πηγή ανέφερε ότι ο αμερικανικός IRA, που έχει γνώμονα τις επενδύσεις, έχει ήδη παράξει «απτά» αποτελέσματα.
«Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν ήδη ανακοινώσει ότι σχεδιάζουν να μεταφέρουν τις προγραμματισμένες επενδύσεις τους εκτός Ευρώπης και προς τις ΗΠΑ. Εταιρείες από άλλες περιοχές δελεάζονται επίσης: τον περασμένο μήνα, ο κορεατικός κατασκευαστής ηλιακών πάνελ Hanwha Q Cells ανακοίνωσε ότι θα δαπανήσει 2,32 δισ. ευρώ για μια νέα μονάδα παραγωγής στη Τζόρτζια των ΗΠΑ», δήλωσε η πηγή.
Επιπλέον, εξήγησε ότι παρόλο που ο αμερικανικός IRA είναι «αναμφίβολα προστατευτικός» από την άποψη του εμπορικού δικαίου, εντούτοις είναι ένα σαφές μήνυμα ότι η Ουάσινγκτον έχει αναγνωρίσει ότι «η κλιματική αλλαγή μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με μαζικές επενδύσεις στην καθαρή τεχνολογία και προσπαθεί ενεργά να διευκολύνει αυτές τις επενδύσεις».
Η πηγή επέμεινε επίσης ότι η συνεχής μείωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της ΕΕ λόγω της σκληρού ρυθμιστικού πλαισιίου δεν είναι κάτι καινούργιο και σίγουρα δεν είναι αποτέλεσμα του νέου προστατευτισμού των ΗΠΑ ή του πολέμου στην Ουκρανία.
«Χάσαμε τους κατασκευαστές φωτοβολταϊκών από την Κίνα, η οποία ελέγχει πλέον πάνω από το 80% κάθε βασικού σταδίου της διαδικασίας κατασκευής φωτοβολταϊκών. Όλοι οι κατασκευαστές ανεμογεννητριών της Ευρώπης πλήττονται», δήλωσε η πηγή, προσθέτοντας ότι όσον αφορά στις πρώτες ύλες η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη.
Η παραγωγή αλουμινίου, η οποία απαιτείται για την παραγωγή όλων των βασικών τεχνολογιών απαλλαγής από τον άνθρακα (μονάδες ΑΠΕ, ηλεκτρικά οχήματα, αντλίες θερμότητας, ηλεκτρολύτες υδρογόνου, δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.), έχει χάσει το ένα τρίτο της δυναμικότητάς της τα τελευταία είκοσι χρόνια λόγω μη ανταγωνιστικών συνθηκών λειτουργίας.
«Και περίπου το 50% της εναπομείνασας παραγωγικής ικανότητας είναι σήμερα εκτός λειτουργίας ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης και μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ», πρόσθεσε η πηγή.
Ανάγκη για «τεκτονική αλλαγή»
Στα τέλη Ιανουαρίου, η EURACTIV διέρρευσε μια πρόταση της Επιτροπής της ΕΕ για την αντιμετώπιση του νομοσχεδίου των ΗΠΑ για τις πράσινες επιδοτήσεις, στην οποία αναφερόταν ότι «απαιτούνται πάνω από 477 δισεκατομμύρια ευρώ πρόσθετων επενδύσεων στο ενεργειακό σύστημα και τις μεταφορές κάθε χρόνο έως το 2030, επιπλέον του ιστορικού ετήσιου μέσου όρου. Τα μέτρα στο πλαίσιο του REPowerEU θα απαιτούσαν επιπλέον 300 δισ. ευρώ σωρευτικές επενδύσεις μέχρι το 2030».
Ωστόσο, η πηγή δήλωσε ότι η αναφορά αυτή λείπει από το τελικό έγγραφο που δημοσιεύθηκε την 1η Φεβρουαρίου και τόνισε ότι η Ευρώπη πρόκειται να επαναλάβει τα ίδια στρατηγικά λάθη.
«Δυστυχώς, αυτό το σχέδιο περιέχει πολύ λίγα από την άποψη μιας νέας πολιτικής προσέγγισης […] χρειαζόμαστε μια τεκτονική αλλαγή για να δημιουργήσουμε ένα θετικό επιχειρηματικό περιβάλλον που θα ενθαρρύνει ενεργά τις εταιρείες να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις», δήλωσε η πηγή.
Η πηγή εξήγησε ότι ένα βασικό στοιχείο θα είναι η επανεκτίμηση του «τεράστιου ρυθμιστικού κόστους» που οι τρέχουσες πολιτικές επιβάλλουν στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αναφέροντας ως παράδειγμα το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ (EU ETS) σε συνδυασμό με τον Μηχανισμό συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM).
«Ανεξάρτητες μελέτες έχουν δείξει ότι η πλήρης εφαρμογή του CBAM θα αυξήσει το κόστος παραγωγής αλουμινίου στην Ευρώπη κατά 43%. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή αλουμινίου στην Ευρώπη θα είναι τουλάχιστον 43% ακριβότερη από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο», δήλωσε η πηγή.
«Εάν η παραγωγή είναι τόσο πολύ ακριβότερη στην Ευρώπη, γιατί να επενδύσει οποιαδήποτε εταιρεία στην Ευρώπη;» αναρωτήθηκε η πηγή, προσθέτοντας ότι ο σημερινός σχεδιασμός του ETS δεν θα οδηγήσει σε βιομηχανική απανθρακοποίηση, αλλά αντίθετα σε «περαιτέρω αποβιομηχάνιση».
«Αυτό το σημείο είναι κρίσιμο, διότι αν δεν παράγουμε χάλυβα ή αλουμίνιο στην Ευρώπη, τότε δεν θα είμαστε σε θέση να παράγουμε ούτε μονάδες ΑΠΕ, ηλεκτρικά οχήματα ή άλλη καθαρή τεχνολογία. Απλώς θα είναι ευκολότερο και φθηνότερο να παραχθούν αυτές οι τεχνολογίες αλλού (πιθανότατα στην Κίνα ή ακόμη και στις ΗΠΑ), όπου έχουν ανταγωνιστική πρόσβαση στις πρώτες ύλες», δήλωσε η πηγή.
Η αμερικανική προσέγγιση δεν είναι τιμωρητική
Αναφερόμενη στην αμερικανική προσέγγιση, η πηγή δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον παρουσίασε μια εναλλακτική λύση για την απαλλαγή από τον άνθρακα, η οποία δεν βασίζεται στη λογική «καρότο-μαστίγιο» και την «τιμωρητική» τιμολόγηση του άνθρακα, αλλά στην προσφορά κινήτρων για επενδύσεις.
«Υποστηρίζει ενεργά τις εταιρείες που θα επιφορτιστούν με την επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων σε καθαρή τεχνολογία και πρώτες ύλες. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί με την πειθαρχική προσέγγιση της Ευρώπης, η οποία φαίνεται να έχει σχεδιαστεί από ανθρώπους που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στην αίθουσα συνεδριάσεων μιας εταιρείας για να δουν τις προκλήσεις που συνεπάγεται η λήψη μιας επενδυτικής απόφασης», σημείωσε η πηγή.
Η πηγή ανέφερε ότι η προσέγγιση της Ευρώπης δημιουργεί ένα παράδοξο, δεδομένου ότι το ETS επιβαρύνει τις εταιρείες της ΕΕ με τεράστιο κόστος εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και στη συνέχεια, αναμένει από τις ίδιες εταιρείες να βρουν ακόμη περισσότερα χρήματα για να χρηματοδοτήσουν ακριβά έργα απαλλαγής από τον άνθρακα.
Η πηγή ανέφερε επίσης ότι η ανωτερότητα της αμερικανικής προσέγγισης του «καρότου» μπορεί να αποδειχθεί ακόμη και από τις δικές μας εμπειρίες στην Ευρώπη, όπου ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας παρουσιάζεται συχνά ως ένας τομέας στον οποίο η τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει οδηγήσει με επιτυχία στην απεξάρτηση από τον άνθρακα.
«Αλλά αυτό απλώς δεν είναι ακριβές: οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν οδηγηθεί κυρίως από θετικές πολιτικές, όπως οι επιδοτήσεις, και όχι από το ETS», σημείωσε η πηγή.
«Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειονότητα των μονάδων ΑΠΕ της Ευρώπης δεν είναι εκτεθειμένες στην τιμή αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ότι το ETS δεν είχε καμία απολύτως επίπτωση στις επενδυτικές αυτές αποφάσεις», κατέληξε η πηγή.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας