Ενδεικτικό της έκρηξης είναι το γεγονός ότι οι μέσες ετήσιες τιμές στις ευρωπαϊκές αγορές κινήθηκαν από τα 150 έως 300 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, από τα επίπεδα των 80 ευρώ στα οποία διαμορφώθηκαν το 2021. Μάλιστα, σύμφωνα με την έκθεση, οι ευρωπαϊκές αγορές είχαν κινηθεί ακόμη χαμηλότερο το 2020, στα επίπεδα των 35 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του ACER, η ελληνική αγορά ήταν από τις ακριβότερες εντός του 2022, έχοντας την τέταρτη υψηλότερη μέση ετήσια τιμή, στα 278 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Μόνες ακριβότερες αγορές ήταν της Ιταλίας, της Μάλτας και της Γαλλίας. Σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο έτος, το 2022 έκλεισε με την εγχώρια αγορά αυξημένη κατά 139%.
Δομικές αιτίες για το υψηλό κόστος
Η σύγκριση των ευρωπαϊκών αγορών ρεύματος στη βάση της μέσης ετήσιας απαλείφει την επίδραση που έχει ο διαφορετικός τρόπος τιμολόγησης του αερίου (month ahead) στην Ελλάδα, έναντι των υπόλοιπων χωρών.
Κι αυτό γιατί με δεδομένες τις διακυμάνσεις που έχει η τιμή του καυσίμου, αν ο συγκεκριμένος τρόπος σήμαινε κάποιον μήνα πως η χώρα μας ήταν από τις ακριβότερες στην Ευρώπη (επειδή δεν επηρεάστηκε από τη συνεχιζόμενη πτώση των τιμών του καυσίμου μέσα σε αυτό τον μήνα), για τον ίδιο λόγο η αύξηση των τιμών του καυσίμου εντός ενός άλλου μήνα του 2022 θα έπρεπε να μην επηρεάσει το εγχώριο χονδρεμπορικό κόστος ρεύματος, το οποίο κατά συνέπεια θα έπρεπε τότε να είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει πως για το υψηλό χονδρεμπορικό κόστος θα πρέπει να αναζητούν άλλες δομικές αιτίες. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, όπως έχει γράψει το Insider.gr, μία τέτοια αιτία είναι η υψηλή εξάρτηση των εγχώριων χονδρεμπορικών τιμών ρεύματος από την τιμή του αερίου. Επίσης, στην Ελλάδα είναι συγκρατημένη η διείσδυση των ΑΠΕ, συγκριτικά με τις επιδόσεις άλλων χωρών, με συνέπεια να είναι και πιο ευάλωτη στην ενεργειακή κρίση. Επίσης, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι περιορισμένη η διασυνδεσιμότητα της χώρας μας με τις όμορες αγορές ηλεκτρισμού, η μία από τις οποίες (Ιταλία) συν τοις άλλοις είναι επίσης από τις ακριβότερες πανευρωπαϊκά.
Πρωτεία των ΑΠΕ από τα ορυκτά
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η έκθεση συμπεραίνει πως η ηλεκτροπαραγωγή από ηλιακή και αιολική ενέργεια αυξήθηκε κατά 25% και 8%, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος αντίστοιχα. Μάλιστα, η πτώση της υδροηλεκτρικής παραγωγής (-16%) είχε ως αποτέλεσμα η αιολική ενέργεια να γίνει η πρωτεύουσα ανανεώσιμη πηγή.
Η αύξηση της ηλιακής και αιολική ενέργειας κράτησε την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ σε υψηλότερα επίπεδα έναντι της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, η «ψαλίδα» μειώνεται από το 2020. Ως αποτέλεσμα, οι εκπομπές αυξήθηκαν λόγω της αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα και φυσικό αέριο, αλλά και της χαμηλής πυρηνικής παραγωγής.
Την ίδια στιγμή η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με τον ήπιο χειμώνα, οδήγησε σε μείωση στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (-4,6%). Η μείωση της ζήτησης είχε αυξητική τάση μέσα στο 2022, με συνέπεια να είναι 5πλάσια στο τέταρτο τρίμηνο του έτους, σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο. Η πτώση της κατανάλωσης ξεκίνησε από -1,8% το πρώτο τρίμηνο και έφτασε στο -9,5% το τέταρτο τρίμηνο, συγκριτικά με τα αντίστοιχα τρίμηνα του 2021.