Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Τσιν Γκανγκ διατυπώνει από τα βήμα του κοινοβουλίου της χώρας του ότι υπάρχει ένα φιλοπόλεμο αόρατο χέρι, κάπου εκτός Πεκίνου και, πάντως, σίγουρα εκτός κινεζικής εδαφικής επικράτειας, το οποίο ωθεί τη ρωσσο – ουκρανική σύγκρουση στην διαρκή κλιμάκωση και την αμείωτη ένταση.
Αυτό το αόρατο χέρι τροφοδοτεί την «σύγκρουση, τις κυρώσεις και την πίεση (οι οποίες) δεν θα επιλύσουν το πρόβλημα».
Αυτό μπορεί να επιλυθεί μέσα από τον διάλογο και την ειρηνική διαπραγμάτευση. «Η διαδικασία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων πρέπει να αρχίσει το συντομότερο δυνατόν και πρέπει να γίνουν σεβαστές οι ανησυχίες για την ασφάλεια όλων των πλευρών».
Για να είναι επιτυχής μια τέτοια ειρηνευτική διαδικασία, θα πρέπει, σύμφωνα πάντοτε με τον επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας, να επιληφθεί και να ηγηθεί της διαδικασίας μια δύναμη, που να μην είναι μέρος της κρίσης.
«Η Κίνα δεν είναι μέρος αυτής της κρίσης», συμπλήρωσε ο Τσιν Γκανγκ, «και δεν έχει προμηθεύσει με εξοπλισμούς καμιά πλευρά της ένοπλης σύρραξης. Σε ποια βάση λοιπόν διατυπώνονται κατηγορίες, γίνεται λόγος για κυρώσεις και απειλείται η Κίνα; Αυτό είναι απολύτως απαράδεκτο».
Το Πεκίνο συνεχίζει να ελπίζει ότι θα μπορούσε να αποτελέσει την «γέφυρα» ανάμεσα στον δυτικό κόσμο και την Ρωσία, στη βάση του ειρηνευτικού σχεδίου, που όμως δεν ευτύχησε.
Οι Κινέζοι κομμουνιστές καλούν πλέον στην δρομολόγηση ειρηνευτικών διαδικασιών με τους ίδιους πρωταγωνιστές και χωρίς, προηγουμένως, να έχουν συμμετάσχει στις κυρώσεις που έχει επιβάλει ο δυτικός κόσμος στον Β. Πούτιν και το απολυταρχικό καθεστώς.
Έτσι, το Κ. Κ. Κίνας ελπίζει να εξακολουθεί να μονοπωλεί την εξουσία, άρα και το Κοινοβούλιο από όπου ομιλεί ο Τσιν Γκανγκ, και να φαντάζει σαν «αξιόπιστη» διεθνής, ειρηνευτική χώρα, δίχως, εντούτοις, να έχει εμπλακεί σε δύσκολες επιλογές που έχουν πάντα ένα κόστος, όπως η επιβολή κυρώσεων.