Την περασμένη Πέμπτη η Eurostat έκανε τη μηναία πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου. Για την Ελλάδα, η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 6,5%, από 7,3% που ήταν τον Ιανουάριο. Από την Αθήνα οι μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις είναι ότι η πτωτική πορεία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή θα συνεχιστεί όσο οι τιμές της ενέργειας βρίσκονται στα σημερινά επίπεδα. Δηλαδή το φυσικό αέριο κάτω από τα 50 ευρώ/MWh και το πετρέλαιο στα 80 δολάρια το βαρέλι. Αντίστοιχα, ο εναρμονισμένος ΔΤΚ για την Ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει τον Φεβρουάριο στο 8,5%, από 8,6% τον Ιανουάριο.
Πηγές του ΥΠΟΙΚ εξηγούσαν ότι η μεγαλύτερη ταχύτητα υποχώρησης του πληθωρισμού στην Ελλάδα από ό,τι στον μέσο όρο της Ευρωζώνης οφείλεται στα ειδικά χαρακτηριστικά της οικονομίας μας. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα παράγει περίπου το 25% της ενέργειας που καταναλώνει, είναι περισσότερο εκτεθειμένη από άλλες χώρες της Ε.Ε. στις αυξήσεις των τιμών των ενεργειακών προϊόντων.
Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή για την Ελλάδα αυξανόταν με ρυθμό ταχύτερο από τον μ.ό. της Ευρωζώνης το 2022, όταν είχαμε τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου, που έφτασε τα μέσα του περασμένου Αυγούστου στα 342 ευρώ/ΜWh και του αργού πετρελαίου στα 120 δολάρια το βαρέλι. Αντίθετα, η υποχώρηση που είχαμε από τον περασμένο Οκτώβριο στις τιμές της ενέργειας (κυρίως του φυσικού αερίου) είχε για την Ελλάδα το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που είχαν οι αυξήσεις, να είναι δηλαδή ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή της Ελλάδας χαμηλότερος κατά 2% από αυτόν στον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Τι γίνεται με τις τιμές
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται τώρα είναι γιατί, ενώ ο πληθωρισμός υποχωρεί, οι τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Η απάντηση βρίσκεται σε τρεις επιμέρους παράγοντες.
Ο πρώτος είναι ότι, ενώ οι τιμές στα ενεργειακά προϊόντα μειώνονται σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά όπου είχαν φτάσει το 2022, οι τιμές στα τρόφιμα συνεχίζουν να αυξάνονται. Έστω και αν ειδικά για την Ελλάδα η Eurostat καταγράφει τον Φεβρουάριο μια οριακή μείωση του ρυθμού αύξησης στο 12,3%, από 12,8% τον Ιανουάριο.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, εξαιτίας των μεγάλων αυξήσεων που είχαμε το 2022, οι φετινές αυξήσεις εμφανίζονται να είναι μικρότερες. Ωστόσο, επειδή οι περσινές αυξήσεις προστίθενται στις φετινές, κάτι που διαπιστώνει και ο καταναλωτής στο ράφι των καταστημάτων τροφίμων, οι τιμές είναι όλο και υψηλότερες.
Ο τρίτος και πιο βασικός παράγοντας είναι ότι η ακρίβεια πλέον είναι οριζόντια. Οι μεγάλες αυξήσεις σε τρόφιμα και καύσιμα έφεραν τη “διάχυση” της ακρίβειας σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του καλαθιού του νοικοκυριού. Ο δομικός πληθωρισμός, δηλαδή ο πληθωρισμός χωρίς να υπολογίζονται οι τιμές σε μη επεξεργασμένα τρόφιμα και καύσιμα, συνεχίζει να αυξάνεται, και μάλιστα με ρυθμό ταχύτερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ο δομικός πληθωρισμός για τον Φεβρουάριο αναμένεται να αυξηθεί στο 6,8%, από 6,5% τον Ιανουάριο και μόλις 1,5% έναν χρόνο πριν, τον Φεβρουάριο του 2022. Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη, παρά τη βραδύτερη αποκλιμάκωση του Γενικού Δείκτη, ο δομικός πληθωρισμός για τον Φεβρουάριο αναμένεται να αυξηθεί στο 5,6%, από 5,3% τον Ιανουάριο.
Γιατί δεν θα μειωθούν
Τα υψηλά επίπεδα του δομικού πληθωρισμού ήταν αναμενόμενα, καθώς η Ελλάδα, λόγω της πολυετούς οικονομικής κρίσης, είχε ζήσει για περίπου 8 χρόνια, από το 2013 μέχρι και το τέλος του 2022, σε ένα περιβάλλον αρνητικού πληθωρισμού, μέσα στο οποίο πολλά προϊόντα όχι μόνο δεν αύξησαν, αλλά μείωσαν τις τιμές τους. Τώρα, με τη γενική αύξηση των τιμών, μοιράστηκε στο σύνολο του καλαθιού του νοικοκυριού ένα μέρος των ανατιμήσεων. Πάντως, ο υψηλός δομικός πληθωρισμός δεν θα διευκολύνει τη μείωση των τιμών για κάποια από τα προϊόντα (π.χ. κάποια συγκεκριμένα τρόφιμα) τα οποία λόγω ειδικών συνθηκών είχαν πολύ μεγάλες αυξήσεις.
Ο παράγοντας, όμως, που θα συντηρήσει τις τιμές στο ύψος τους είναι η θετική ανάπτυξη της οικονομίας. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ, ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει θετικός με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,5% από το 2023 μέχρι τουλάχιστον και το 2027. Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης θα συντηρήσει και το θετικό πρόσημο του πληθωρισμού και άρα και τις αυξήσεις τιμών. Με εξαίρεση κάποια προϊόντα (κυρίως τρόφιμα) τα οποία είχαν υπερβολικά μεγάλες αυξήσεις, δεν αναμένεται να έχουμε μεγάλες μειώσεις τιμών, κάτι που παραδέχονται και αρμόδιες πηγές του ΥΠΟΙΚ.
Αντίδοτο η αύξηση των εισοδημάτων
Η ισορροπία, όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, δεν θα έρθει από την οριζόντια μείωση τιμών (κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε αρνητικό πληθωρισμό). Η ανάπτυξη της οικονομίας θα συνοδευτεί από μια ανάλογη αύξηση των εισοδημάτων, όχι μόνο στον κατώτερο μισθό, αλλά σε όλα τα κλιμάκια εισοδήματος. Έτσι, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα μπορέσουν να “αφομοιώσουν” τις αυξήσεις των τιμών χωρίς να έχουν μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, όπως συνέβη με το σοκ των ανατιμήσεων που είχαμε το 2022.
Μέχρι, όμως, την υποχώρηση του πληθωρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο κοντά στο 2%, η πίεση για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, για τουλάχιστον άλλον έναν χρόνο, θα είναι διπλή. Τούτο διότι, μαζί με την πίεση στα εισοδήματα από τις ανατιμήσεις κυρίως στα τρόφιμα, θα πρέπει να υπομείνει και την αύξηση του κόστους χρήματος από την ΕΚΤ, η οποία εντείνεται με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού. Για τον λόγο αυτό τα τελευταία μέτρα έχουν στόχο τη στήριξη των εισοδημάτων απέναντι στις αυξήσεις των τροφίμων.