Το 2019, η κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε υπέγραψε το μνημόνιο συνεργασίας με την Κίνα. Έκτοτε, η Ιταλία εντάχθηκε στην ομάδα των χωρών-εταίρων της Κίνας στο σχέδιο της Πρωτοβουλίας μιας Ζώνης και ενός Δρόμου (BRI) -γνωστό ως «νέος δρόμος του μεταξιού»- καθιστώντας την ένα από τα πρώτα κράτη μέλη της ΕΕ που εντάχθηκαν, και πλέον φτάνουν τα 18.
Η συμφωνία, η οποία ισχύει έως τον Μάρτιο του 2024, αποσκοπεί στην ενίσχυση των πολιτικών σχέσεων και του εμπορίου μεταξύ Ρώμης και Πεκίνου και περιλαμβάνει δεκάδες συμφωνίες μεταξύ θεσμικών οργάνων και επιχειρήσεων. Για την απόσυρση απαιτείται γραπτή προειδοποίηση τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ η ανανέωση γίνεται αυτόματα για άλλα πέντε χρόνια.
Το εμπόριο μεταξύ της Ιταλίας και της Κίνας τα τελευταία τρία χρόνια «έχει σημειώσει νέα ρεκόρ, αγγίζοντας τα 73,55 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 και θέτοντας τη Ρώμη στην πρώτη θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ των χωρών που έχουν εμπορικές σχέσεις με την Κίνα», δήλωσε ο Κινέζος πρεσβευτής στην Ιταλία Τζια Γκουίντε.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη Σίλβια Μενεγγάτσι, καθηγήτρια κινεζικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο LUISS Guido Carli, σήμερα το πλαίσιο έχει αλλάξει, όπως και η αντίληψη της Δύσης για την Κίνα.
«Από πολιτική άποψη, ήδη από το 2019, η συμφωνία δημιούργησε προφανείς δυσκολίες για την κυβέρνηση Κόντε, μπροστά, όμως, σε σημαντικά οφέλη για την ιταλική οικονομία», δήλωσε η ίδια στη EURACTIV Ιταλίας.
«Σήμερα το διεθνές πλαίσιο έχει αλλάξει σημαντικά και ο ρόλος της Κίνας είναι διαφορετικός. Αυτό δεν μπορεί παρά να επιδεινώσει περαιτέρω την πολιτική συζήτηση, ενώ η κυβέρνηση Μελόνι βρίσκεται σε αδιέξοδο», δήλωσε η Μενεγγάτσι.
Σύμφωνα με την ίδια, η απλούστερη λύση μπορεί να είναι η εξής: η συμφωνία να ανανεωθεί από μόνη της, καθώς η αποχώρηση από αυτήν θα έκανε μεγαλύτερο ντόρο.
Άλλωστε, «η επιχειρηματική δραστηριότητα με την Κίνα ωφελεί όλους», πρόσθεσε η καθηγήτρια.
Αβέβαιη η Μελόνι, το κόμμα κλίνει προς το «όχι»
Πριν εκλεγεί, η Μελόνι ήταν γνωστή για την εχθρική της στάση απέναντι στην Κίνα, καθώς χαρακτήρισε μάλιστα τη συμφωνία του Κόντε με την Κίνα «μεγάλο λάθος».
Ως πρωθυπουργός, ωστόσο, φαίνεται να είναι πιο επιφυλακτική στο να πάρει σαφή θέση.
«Αν έπρεπε να υπογράψω την ανανέωση αυτού του μνημονίου αύριο το πρωί, δύσκολα θα έβλεπα τις πολιτικές συνθήκες», δήλωσε η Μελόνι τον Σεπτέμβριο στο ταϊβανέζικο πρακτορείο ειδήσεων Cna, αναφερόμενη στην προγραμματισμένη ανανέωση το 2024.
«Ελπίζω ότι ο χρόνος θα βοηθήσει το Πεκίνο να μαλακώσει τον τόνο του και να κάνει κάτι συγκεκριμένο προς την κατεύθυνση του σεβασμού της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεθνούς νομιμότητας», τόνισε, ασκώντας έντονη κριτική στις εντάσεις στην Ταϊβάν που προκαλεί η Κίνα.
Αυτές τις ημέρες, ωστόσο, η Μελόνι λέει ότι η υπόθεση της Κίνας «εξακολουθεί να αξιολογείται» και ότι στο κόμμα της ορισμένα μέλη έχουν εκφράσει σκεπτικισμό για το Πεκίνο.
Ο υπουργός Γεωργίας Φραντσέσκο Λολομπριγκίτα, κουνιάδος της Μελόνι, δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα ενεργήσει «με πολλή σύνεση», η οποία, σύμφωνα με τον υπουργό, έλειπε επί κυβερνήσεως Κόντε.
Η Κίνα «έχει πλεονεκτήματα, καθώς είναι ένας πολύ σημαντικός εμπορικός εταίρος, αλλά και μειονεκτήματα: ένα μοντέλο ανάπτυξης που απέχει πολύ από το δικό μας, διαφορετικούς κανόνες για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, διαφορετική προσέγγιση στη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, στο κλίμα, στην Αφρική», είπε.
«Πρέπει να κινηθούμε προς την ευθυγράμισή μας με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις χώρες του ΝΑΤΟ, διότι μια συμμαχία είναι συμμαχία, όχι μόνο στρατιωτική», σημείωσε ο Λολομπριγκίτα σε συνέντευξή του στην Il Messaggero.
Τον Νοέμβριο του 2022, ο υπουργός Άμυνας Γκουίντο Κροσέτο, επί μακρόν δεξί χέρι της Μελόνι, δήλωσε ότι η θέση της Fratelli d’Italia είναι σταθερή για τη μη ανανέωση της συμφωνίας.
«Η θέση μας δεν θα αλλάξει, οπότε μια πιθανή ανανέωση τη θεωρώ απίθανη», δήλωσε ο Κροσέτο στην Il Foglio μετά τη συνάντηση της Μελόνι με τον Κινέζο πρωθυπουργό Σι Τζινπίνγκ στο περιθώριο της G20 στο Μπαλί τον Νοέμβριο.
Ο Κροσέτο τόνισε ότι η Ιταλία δεν μπορεί να αγνοήσει την οικονομική συνεργασία με την Κίνα, καθώς θα πρέπει να επιδιώξει να αυξήσει τις εξαγωγές προς το Πεκίνο, αλλά να αποφύγει οι εμπορικές σχέσεις να είναι «πολύ μονόδρομος».
Ο πρώην πρέσβης Τζούλιο Τέρτσι Ντι Σαντ’ Άγκατα, τώρα γερουσιαστής της Fratelli d’Italia, είχε δηλώσει στη Formiche.net: «Δεν θέλω καν να σκεφτώ ότι κατά τη στιγμή της προθεσμίας δεν θα υπάρξει ενδελεχής επανεξέταση και στενή διαβούλευση με τους Ευρωπαίους και τους ατλαντικούς εταίρους για την επανεξισορρόπηση των βαρών με το Πεκίνο».
Ο υπουργός Επιχειρήσεων και Made in Italy Αντόλφο Ούρσο έχει επίσης επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι η τεχνολογική εξάρτηση από το Πεκίνο πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία για να μην γίνει το ίδιο λάθος που έγινε με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν στο θέμα του φυσικού αερίου.
Όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο, ο Ούρσο δήλωσε ότι η Κίνα προσπαθεί να «υποτάξει τις δημοκρατίες μας» και ότι «πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό»
Η διπλωματία του Ταγιάνι
Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο επικεφαλής της διπλωματίας της Κίνας, Γουάνγκ Γι, συναντήθηκε στη Ρώμη με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι (Fi/EPP). Ο τελευταίος δήλωσε ότι οι συνομιλίες που επικεντρώθηκαν στην εμπορική ανταλλαγή και τον διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν θετικές, αλλά χαρακτήρισε τις συζητήσεις για τη συμφωνία με το Πεκίνο ως «πρόωρες».
«Αξιολογούμε τη συμφωνία», δήλωσε πιο πρόσφατα ο υπουργός.
Με το Πεκίνο, «έχουμε καλές σχέσεις, υπάρχουν πολλές μορφές συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών (…) Πρέπει να έχουμε καλές σχέσεις με όλους, η Ινδία, ωστόσο, γίνεται όλο και περισσότερο στρατηγικός εταίρος της Ιταλίας στον τομέα αυτό», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την Μενεγγάτσι, ωστόσο, η Ινδία, η οποία θεωρείται από τη Δύση τα τελευταία δύο χρόνια ως μια χρήσιμη χώρα για να αντισταθμίσει την άνοδο της Κίνας, δεν είναι ιδανικός εταίρος σε πολλούς τομείς.
«Η Ινδία έχει επίσης μια συχνά ξεκάθαρη θέση όσον αφορά σημαντικά ζητήματα, από τον πόλεμο μέχρι το εμπόριο. Έχει τα δικά της συμφέροντα που τις περισσότερες φορές δεν συμπίπτουν με εκείνα των δυτικών χωρών», δήλωσε στη EURACTIV Ιταλίας.
Αλλαγή τόνου της ΕΕ
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν μια κλήση αφύπνισης για να συνειδητοποιήσουν οι Ευρωπαίοι ότι η οικονομική εξάρτηση από μια χώρα μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα, όπως η σημερινή ενεργειακή κρίση λόγω της Ρωσίας.
Σε μια προσπάθεια να μην επαναλάβει το ίδιο λάθος στο μέλλον, η ΕΕ επανεξετάζει τώρα τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα.
Τον Οκτώβριο του 2022, ο επικεφαλής της βιομηχανίας της ΕΕ δήλωσε ότι η ΕΕ και οι εταιρείες της πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η Κίνα είναι αντίπαλος και δεν πρέπει να είναι αφελείς όταν εγκρίνουν κινεζικές επενδύσεις. Αυτό έγινε εν μέσω μιας σειράς νέων επενδύσεων σε υποδομές της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων λιμένων, αεροδρομίων και οδικών έργων.
Το Πεκίνο έχει αναγκαστεί να αντικρούσει τους ισχυρισμούς περί «διπλωματίας της παγίδας χρέους» λόγω του δανεισμού σημαντικών ποσών σε χώρες και έργα που δεν ήταν εφικτά. Στην περίπτωση του Μαυροβουνίου, η αδυναμία της χώρας να αποπληρώσει τις δόσεις της είχε σχεδόν ως αποτέλεσμα να αναγκαστεί να παραδώσει ένα κομμάτι εδάφους μέχρι που επενέβησαν τρεις διεθνείς τράπεζες.
Ωστόσο, η Κίνα υποστηρίζει ότι δεν εμπλέκεται σε καμία μορφή διπλωματίας παγίδας χρέους.
Η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα για πολλές κρίσιμες πρώτες ύλες που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Η Κίνα, για παράδειγμα, παρέχει το 86% της παγκόσμιας προμήθειας σπάνιων γαιών – ένα κρίσιμο στοιχείο για τις μπαταρίες αυτοκινήτων.
Από την άλλη, η ΕΕ σχεδιάζει να παρουσιάσει σύντομα την Πράξη για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, η οποία επιχειρεί να μειώσει την εξάρτηση από μη δημοκρατικά κράτη και να ενισχύσει την ευρωπαϊκή αυτονομία.
Πηγή: EURACTIV.it,(Federica Pascale)