Το Βέλγιο είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για την αδυναμία του να εγγυηθεί μια θέση διαμονής για κάθε αιτούντα άσυλο και οι άνθρωποι που κοιμούνται στους δρόμους έχουν πολλαπλασιαστεί με την πάροδο των ετών.
«Με αυτή την πρώτη δέσμη μέτρων, βρισκόμαστε στο δρόμο της μεταρρύθμισης. Οι θέσεις υποδοχής θα χορηγούνται μόνο σε εκείνους που βρίσκονται σε διαδικασία ασύλου, η συνεργασία για την επιστροφή θα κατοχυρωθεί στο νόμο, οι καταχρήσεις θα καταπολεμηθούν και τα ευάλωτα άτομα θα προστατευθούν», ανέφερε η ντε Μουρ σε δήλωσή της.
Περίπου 700 νέες θέσεις θα δημιουργηθούν με τη χρήση κοντέινερ. Η Ντε Μουρ έχει επίσης αναλάβει τη δημιουργία επιπλέον 2.000 θέσεων, πέραν των 8.000 θέσεων που έχουν ήδη δημιουργηθεί υπό την παρούσα κυβέρνηση.
«Η χώρα μας καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες στον τομέα αυτό. Ο σημερινός αριθμός θέσεων υποδοχής στη χώρα μας είναι ιστορικός: 38.000 θέσεις επιπλέον των 65.000 Ουκρανών προσφύγων. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, κάνουμε περισσότερα από το μερίδιο που μας αναλογεί», ανέφερε σε δήλωσή του ο Ντε Κρο.
Η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα επικεντρωθεί επίσης στην απελευθέρωση χώρων στα κέντρα ασύλου και στην διαχείριση του ζητήματος των απορριφθεισών αιτήσεων ασύλου.
«Όσοι έχουν εξαντλήσει όλες τις προσφυγές πρέπει να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. Γι αυτό θα επικεντρωθούμε περισσότερο στις εκροές και τις απελάσεις. Η προληπτική πολιτική επιστροφής είναι κατοχυρωμένη στο νόμο. Δεν θα συνεχίσουμε να δημιουργούμε χώρους υποδοχής. Όσοι δικαιούνται υποδοχή θα την λάβουν, αλλά δεν θα γίνει καμία συλλογική νομιμοποίηση. Αντιθέτως», δήλωσε ο Ντε Κρο.
Οι άνθρωποι που πρέπει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους – αν είναι εφικτό, οικειοθελώς – δεν θα λαμβάνουν πλέον απλώς την εντολή να εγκαταλείψουν την επικράτεια, αλλά θα παρακολουθούνται. Εάν αρνηθούν να εγκαταλείψουν την επικράτεια, θα μπορούν να συνοδεύονται για να διασφαλιστεί η αποχώρησή τους. Για να εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση αυτής της διαδικασίας, θα προσληφθεί περισσότερο προσωπικό.
Από την άλλη πλευρά, θα υπάρξει επίσης αυστηρότερη και ταχύτερη εφαρμογή της οδηγίας του Δουβλίνου, επιτρέποντας στους αιτούντες άσυλο να στέλνονται πίσω στο κράτος μέλος όπου έφτασαν για πρώτη φορά.
Μέτρα για την επανένωση οικογενειών
Επιπλέον, στο νέο νομοθετικό πλαίσιο περιλαμβάνεται μια διαδικασία για τον προσδιορισμό του πραγματικού φροντιστή του παιδιού. Η οικογενειακή επανένωση με βελγικά παιδιά θα είναι δυνατή για τον γονέα που αναλαμβάνει πραγματικά τη φροντίδα του παιδιού καθημερινά, καθώς πριν αρκούσε να είναι γονέας του παιδιού.
Η απαγόρευση της οικογενειακής επανένωσης -η οποία προβλέπει διετή περίοδο αναμονής για τους υπηκόους τρίτων χωρών- θα επεκταθεί στους αλλοδαπούς που ζητούν δικαίωμα διαμονής ως σύντροφοι Βέλγου ή πολίτη της ΕΕ.
Η κυβέρνηση αναγνωρίζει επίσης τις περιπτώσεις που τα παιδιά λαμβάνουν καθεστώς πρόσφυγα επειδή χρειάζονται προστασία και όχι οι γονείς τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι γονείς μπορούν να επικαλεστούν την ανθρωπιστική νομιμοποίηση για να παραμείνουν στο Βέλγιο με τα παιδιά τους. Ωστόσο, η κυβέρνηση πιστεύει ότι αυτός δεν είναι ο σκοπός της νομιμοποίησης και δημιουργεί τώρα ένα ξεχωριστό δικαίωμα διαμονής, μέσω της οικογενειακής επανένωσης, για τους γονείς των αναγνωρισμένων ανήλικων προσφύγων.
Επιπλέον, θα καταγραφεί στο νόμο ότι τα παιδιά δεν μπορούν πλέον να κρατούνται σε κλειστά κέντρα.
Ο πρώην υφυπουργός Ασύλου Θίο Φράνκεν (N-VA, ECR) κατήγγειλε αυτή τη συμπερίληψη στο νόμο, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο θα προσελκύσει οικογένειες με παιδιά στο Βέλγιο.
«Σε ένα ορισμένο πλαίσιο, θα πρέπει να είναι δυνατό να κλειδώνονται τα παιδιά. […] Είμαστε η μόνη δυτικοευρωπαϊκή χώρα που το μπλοκάρει με νόμο. […] Το να μην το κάνουμε φαίνεται ανθρώπινο, αλλά στην πράξη δημιουργεί στρεβλά αποτελέσματα και είναι απάνθρωπο», δήλωσε ο Φλαμανδός δεξιός πολιτικός στο VRT.