Ο λόγος; Η αφύπνιση της αμερικανικής κυβέρνησης και γενικότερα της εξωτερικής πολιτικής της. Σύμφωνα με το άρθρο του Stephen M. Walt, στο foreignpolicy, με την ύφεση μεταξύ των δύο χωρών υπογραμμίζεται πως η Κίνα μπορεί να παρουσιαστεί ως «μανδύας παγκόσμιας ειρήνης».
Το ειρηνευτικό σχέδιο είναι μεγάλη υπόθεση
Πώς το κατάφερε αυτό η Κίνα; Οι προσπάθειες για μείωση των «εντάσεων» μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης έχουν ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό, αλλά η Κίνα μπορεί να παρέμβει βοηθώντας τις δυο περιοχές στο να καταλήξουν σε συμφωνία, χάρη στην κατεξοχήν θέση που κατέχει στη Μέση Ανατολή.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η Κίνα θα μπορούσε να μεσολαβήσει μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας επειδή έχει δημιουργήσει επιχειρηματικούς δεσμούς με την πλειονότητα των χωρών της περιοχής. Παράλληλα, διαθέτει διπλωματικές σχέσεις και συναλλάσσεται με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, ακόμη και με τη Συρία. Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν συνάψει δεσμούς με ορισμένες χώρες στη Μέση Ανατολή.
Η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ιράν υπογραμμίζει επίσης μια σημαντική διάσταση της αναδυόμενης σινο-αμερικανικής αντιπαλότητας. Το ερώτημα που προκύπτει, σύμφωνα με τον αρθρογράφο είναι: Η Ουάσιγκτον ή το Πεκίνο θα αποτελέσει τον καλύτερο οδηγό στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων;
Δεδομένου του υπερμεγέθους του ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1945, οι Αμερικανοί έχουν συνηθίσει να υποθέτουν ότι τα περισσότερα Κράτη θα τους ακολουθούν πιστά. Ωστόσο, εν έτει 2023 η Κίνα επιθυμεί να αλλάξει ριζικά αυτή την εξίσωση και για αυτό επιλέγει να λειτουργήσει ως ειρηνευτική δύναμη.
Ο κόσμος επιθυμεί ειρήνη
Κατά κανόνα, οι περισσότερες κυβερνήσεις στον κόσμο επιθυμούν έναν κόσμο με ειρήνη. Ωστόσο, τα τελευταία 30 χρόνια η Αμερική δηλώνει επανειλημμένα ότι οι άλλες κυβερνήσεις οφείλουν να ενταχθούν σε διάφορους θεσμούς υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ο ορισμός της «παγκόσμιας τάξης», με λίγα λόγια, ήταν εγγενώς αναθεωρητικός. Η Ουάσιγκτον καθοδηγεί σταδιακά ολόκληρο τον κόσμο προς ένα ευημερούν και ειρηνικό φιλελεύθερο μέλλον.
Οι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι πρόεδροι χρησιμοποίησαν διάφορα «εργαλεία» για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο, ενώ άλλοτε χρησιμοποίησαν τον αμερικανικό στρατό για να ανατρέψουν τις δικτατορίες. Αυτό όμως επέφερε μεγάλες ανθρωπιστικές καταστροφές και δημιούργησε νέα τρομοκρατικά κινήματα.
Αντιλαμβανόμενη η Κίνα αυτή την καταστροφή υιοθέτησε μια διαφορετική προσέγγιση. Από το 1979 δεν βρίσκεται σε πραγματικό πόλεμο και έχει διακηρύξει επανειλημμένα τη δέσμευσή της για εθνική κυριαρχία χωρίς θύματα. Αυτή η θέση είναι προφανώς ιδιοτελής, στο βαθμό που εκτρέπει την κριτική για τις αβυσσαλέες πρακτικές της σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ακόμα κι έτσι, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τους αυταρχικούς σε όλο τον κόσμο να είναι πιο άνετοι με την προσέγγιση της Κίνας παρά με την τάση των Η.Π.Α. για βαριά ένοπλη ηθικολογία.
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής, καταλήγει ο αρθρογράφος: Εάν ήσασταν εσείς ένας διεφθαρμένος δικτάτορας του οποίου ο πρωταρχικός στόχος ήταν η παραμονή στην εξουσία, η προσέγγιση της Ουάσιγκτον ή του Πεκίνου θα σας φαινόταν πιο συμπαθητική;