Η προϊούσα κρίση της Credit Suisse κλυδωνίζει το ευρωπαικό τραπεζικό σύστημα, υπονομεύει καταθέσεις εταιρειών και ιδιωτών, κινητοποιεί κεντρικές τράπεζες και υπουργεία Οικονομικών. Αυτές οι αντιδράσεις είναι εύλογες, όσο εύλογο όμως είναι και το ναζιστικό παρελθόν και το υψηλό επίπεδο σχέσεων με πετροδόλαρα και «ξέπλυμα» χρημάτων από ναρκωτικές ουσίες.
Η ελβετική τράπεζα δεν εδρεύει στη γαλλόφωνη, αλλά στη γερμανόφωνη Ελβετία. Οι «Γερμανοί» της Ελβετίας, όπως και της Ευρώπης συνολικότερα, δεν αποκρύπτουν την αδυναμία τους στο χρήμα. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη τους, η κινητήρια δύναμη του σύγχρονου κόσμου, με αυτό οφείλει να καλλιεργεί τους δεσμούς του η πολιτική ηγεσία της χώρας.
Οι ιδιαίτερα στενές επαφές της Credit Suisse με τον γερμανικό παράγοντα παραπέμπουν, σύμφωνα με καταγγελία ερευνητών και πανεπιστημιακών στην Λωζάννη και στην Γενεύη, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα χρήματα που αποθησαυρίζουν οι Γερμανοί ναζί και οι «κατά τόπους» συνεργάτες τους, πρέπει να αποταμιευθούν σε τράπεζα και σε χώρες υπεράνω πάσης υποψίας. Η ελβετική «ουδετερότητα» ενδείκνυται, η Credit Suisse είναι η ευνοημένη του καθεστώτος.
Οι καταγγελίες Ελβετών ιστορικών και οικονομολόγων οδηγούνται στα ελβετικά δικαστήρια, χωρίς να έχουν εκδικαστεί ακόμη, αλλά αυτό δεν συμβαίνει με άλλες χώρες και σε άλλες περιπτώσεις.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με δημοσιεύματα των Barron’s, Guardian και Washington Post, η Credit Suisse εμπλέκεται στη συνδρομή και στην αποθήκευση μερικών από τα εκτιμώμενα 5-10 δισεκατομμύρια δολάρια που έκλεψαν από τη χώρα ο δικτάτορας των Φιλιππίνων Ferdinand Marcos και η σύζυγός του, Imelda, κατά τη διάρκεια των τριών θητειών του ως προέδρου, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Αργότερα προέκυψε ότι η Credit Suisse άνοιξε λογαριασμούς για το ζευγάρι με τα πλαστά ονόματα «William Saunders» και «Jane Ryan», βοηθώντας να προστατεύσουν τα χρήματά τους από τον έλεγχο.
Το 1995, ένα δικαστήριο της Ζυρίχης διέταξε τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Credit Suisse, να επιστρέψουν 500 εκατομμύρια δολάρια κλεμμένων κεφαλαίων στις Φιλιππίνες.
Στην Credit Suisse επιβλήθηκε πρόστιμο 536 εκατομμυρίων δολαρίων για εσκεμμένη παράκαμψη των κυρώσεων των ΗΠΑ κατά χωρών, όπως το Ιράν και το Σουδάν, μεταξύ 1995 και 2007. Η τράπεζα υποστήριξε ότι είχε «βελτιώσει» τις διαδικασίες της και «ανέλαβε δράση εσωτερικά».
Η Credit Suisse συμφώνησε να πληρώσει 150 εκατομμύρια ευρώ για να διευθετήσει μια έρευνα για φοροδιαφυγή από περίπου 1.100 Γερμανούς πελάτες της. «Έχει αποφευχθεί μια περίπλοκη και παρατεταμένη δικαστική διαμάχη, με μια συμφωνημένη λύση που παρέχει ασφάλεια δικαίου», ανέφερε η τράπεζα το 2014, σε αυτήν την περίπτωση μαζικής φοροδιαφυγής στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακόμη και σήμερα, όμως, η κυρίαρχη μετοχική θέση ανήκει σε έναν σεΐχη από την Σαουδική Αραβία και η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας έχει τον πρώτο λόγο στο εάν πρέπει ή δεν πρέπει να ενισχυθεί με πρόσθετη ρευστότητα.
Η δυτική κοινή γνώμη δικαιολογημένα ανησυχεί και παρατηρεί τις εσωτερικές εξελίξεις στην πανίσχυρη ελβετική τράπεζα και τις επιπτώσεις της κρίσης στα Χρηματιστήρια του Λονδίνου, του Παρισιού, της Αθήνας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, ένας οικονομικός παράγοντας, όσο ισχυρός κι αν είναι, μπορεί να αυθαιρετεί μονίμως σε βάρος του δημοκρατικού νόμου. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι δεν δρα φιλελεύθερα.