Την αγορά της Credit Suisse, της γνωστής και ως «Άραβα» του ελβετικού τραπεζικού συστήματος, διαπραγματεύεται η ελβετική USB, σύμφωνα με δημοσιεύματα των Financial Times, του Bloomberg και του Reuters.
Η μεγαλύτερη ελβετική ιδιωτική τράπεζα συζητά την εξαγορά, μερική ή ολική, της Credit Suisse, της δεύτερης ισχυρότερης τράπεζας της χώρας. Το αντίτιμο για την ολική εξαγορά της Credit Suisse δεν θεωρείται απαγορευτικό, αφού δεν υπερβαίνει τα 8,1 δισεκατομμύρια ευρώ.
Έτσι, η μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα διερευνά τους όρους και τις δυνατότητες για την εξαγορά του συνόλου ή μερών του μικρότερου αντιπάλου της μετά από σχετική παρότρυνση των ρυθμιστικών αρχών να σταματήσουν την κρίση εμπιστοσύνης, όπως αναφέρεται από το αμερικανικό δίκτυο Bloomberg.
Η εξέλιξη καταγράφει αυτό που αναφερόταν ως επισήμανση από διεθνείς χρηματοοικονομικούς αναλυτές, ότι δηλαδή η παρέμβαση της Banque Nationale Suisse ήταν σημαντική, αλλά όχι σωτήρια.
Για την εξάλειψη της κρίσης, οι ελβετικές ρυθμιστικές αρχές ενθαρρύνουν την UBS και την Credit Suisse να συγχωνευτούν, αλλά καμία τράπεζα δεν έχει αποφασίσει ακόμη να το κάνει, και οι ρυθμιστικές αρχές δεν έχουν τη δύναμη να εξαναγκάσουν και να υπαγορεύσουν τη συγχώνευση, όπως ανέφεραν πηγές στο Reuters.
Το σενάριο της εξαγοράς της Credit Suisse από μια τράπεζα είχε επίσης αναφερθεί αυτή την εβδομάδα από τους αναλυτές της J.P. Morgan, «με την UBS ως εν δυνάμει επιλογή».
Με δεδομένο το βάρος μιας ένωσης, οι αναλυτές εκτιμούν πως ο ελβετικός κλάδος της Credit Suisse, ο οποίος περιλαμβάνει την τράπεζα λιανικής και τα δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα μπορούσε να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο ή να αποσχισθεί.
Αυτός θα ήταν επίσης ένας τρόπος για να αποφευχθούν μαζικές απολύσεις εργαζομένων στην Ελβετία εξαιτίας αναπόφευκτων επικαλύψεων δραστηριοτήτων.
Μια συμφωνία με τη διαμεσολάβηση της κυβέρνησης θα αντιμετώπιζε μια καταστροφή της Credit Suisse που προκάλεσε σοκ σε όλο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα αυτή την εβδομάδα, «όταν πανικόβλητοι επενδυτές πέταξαν τις μετοχές και τα ομόλογά της μετά την κατάρρευση αρκετών μικρότερων αμερικανικών δανειστών», τονίζει το Reuters.