Πριν από ένα χρόνο, λίγο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Γερμανία είχε αρκεστεί στην προσφορά… 5.000 κρανών για την ενίσχυση της άμυνας της εμπόλεμης χώρας.
Έκτοτε κύλησε βέβαια πολύ «νερό στο αυλάκι»…
Σήμερα, το Βερολίνο είναι έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές όπλων του Κιέβου.
Η γερμανική λίστα περιλαμβάνει δεκάδες αυτοκινούμενα αντιαεροπορικά πυροβόλα Gepard, συστήματα πυραύλων Iris-T, οβίδες και εκατομμύρια φυσίγγια, πλέον και βαρέα άρματα μάχης Leopard.
Τώρα, οι Γερμανοί προβληματίζονται μέχρι και για τη σκοπιμότητα αποστολής μαχητικών αεροπλάνων…
Πολιτικοί εντός και εκτός του κυβερνητικού συνασπισμού στηρίζουν όλο και πιο ένθερμα τη ιδέα μιας «πολεμικής οικονομίας στην Ευρώπη», ως εγγύηση για την ασφάλεια της ΕΕ.
Ακούγονται πολλές φωνές ακόμη και για τη διάθεση επιπλέον κονδυλίων στην αναβάθμιση των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων (Bundeswehr), πέρα από το ειδικό ταμείο-μαμούθ των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που συστάθηκε προ έτους για αυτό τον λόγο, σπάζοντας στο Βερολίνο ένα μεγάλο «ταμπού» από την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του Γ’ Ράιχ.
Ως εκ τούτου, η αμυντική βιομηχανία της «ατμομηχανής της Ευρώπης» τρίβει με ικανοποίηση τα χέρια.
Οι δουλειές πάνε πλέον περίφημα για τις κατασκευάστριες όπλων. Και δη για την κορυφαία στη Γερμανία, τη Rheinmetall AG.
Η εταιρεία με έδρα το Ντίσελντορφ και περισσότερους από 25.000 υπαλλήλους παγκοσμίως παράγει -πέρα από εξοπλισμό για την αυτοκινητοβιομηχανία- πυρομαχικά και όπλα, συμπεριλαμβανομένων των Leopard (από κοινού με την Krauss-Maffei Wegmann) και των οχημάτων μάχης πεζικού Puma και Marder.
«Χρυσές» δουλειές
«Ο πόλεμος στην Ευρώπη έχει εγκαινιάσει μια νέα εποχή για την εταιρεία», δήλωσε την Πέμπτη ο διευθύνων σύμβουλός της, Άρμιν Πάπεργκερ, παρουσιάζοντας με εμφανή ικανοποίηση τα νέα οικονομικά στοιχεία.
Μόνον μέσα στο 2022 τα λειτουργικά κέρδη της Rheinmetall εκτινάχθηκαν κατά 27%. Ήτοι συν 754 εκατομμύρια ευρώ.
Πρόκειται για ρεκόρ, που αναμένεται να ξεπεραστεί φέτος λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των αυξημένων αμυντικών δαπανών στη Γερμανία και στην Ευρώπη.
Οι πωλήσεις της εταιρείας το 2023 υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τα 7,4 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 6,4 δισ. ευρώ που ήταν πέρυσι.
Αναλυτές εκτιμούν ότι ως το 2024 θα εκτιναχθούν στα 8,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα καθαρά κέρδη αναμένεται να υπερδιπλασιαστούν.
Εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, η Rheinmetall ετοιμάζεται να κάνει τη Δευτέρα το ντεμπούτο της στον γερμανικό δείκτη blue-chip DAX με τις κορυφαίες εταιρείες υψηλής κεφαλαιοποίησης, δίπλα σε κολοσσούς όπως η Mercedes-Benz, η Porsche, η Siemens και η Deutsche Bank.
Από την έναρξη του πολέμου, άλλωστε, οι μετοχές της Rheinmetall έχουν πρακτικά διπλασιάσει την κεφαλαιοποίησή τους, σε περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ.
Και οι δουλειές όλο και… αβγατίζουν.
«Η Ουκρανία χρειάζεται 600 έως 800 τανκς για τη νίκη», διακήρυξε ο 59χρονος CEO της, ο οποίος ανακοίνωσε την πρόθεση της εταιρείας του να ανοίξει εργοστάσιο σε ουκρανικό έδαφος έναντι 200 εκατομμυρίων ευρώ.
Η Rheinmetall θέλει να παράγει εκεί σε ετήσια βάση 400 Panther KF51: τη νέα «φουρνιά» της σε άρματα μάχης.
Δηλώνει επίσης έτοιμη να καλύψει περίπου το 50% των αναγκών της Ουκρανίας σε πυρομαχικά, που πλέον εξαντλούνται.
Ο Πάπεργκερ ψέγει μάλιστα γι’ αυτό το Βερολίνο και άλλες κυβερνήσεις. Η Rheinmetall, είπε στο Bloomberg, παράγει μόνο τα δύο τρίτα των δυνατοτήτων της λόγω έλλειψης παραγγελιών…
Σπάζοντας τους… «κουμπαράδες»
Στο μεσοδιάστημα, η κορυφαία κατασκευάστρια όπλων της Γερμανίας -όπως και οι υπόλοιπες του κλάδου- προετοιμάζεται πυρετωδώς για την επόμενη ημέρα.
Μέσα στο 2022 προχώρησε σε 1.200 προσλήψεις. Αγόρασε τον ισπανικό κατασκευαστή πυρομαχικών Expal για 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Σχεδιάζει επίσης την κατασκευή δύο νέων εργοστασίων σε αυτόν τον τομέα στη Σαξονία και στην Ουγγαρία.
Ο Άρμιν Πάπεργκερ βλέπει άλλωστε έναν πόλεμο «πολλών ετών».
«Σε πέντε έως δέκα χρόνια, οι ανάγκες θα είναι τεράστιες», υποστηρίζει, καλώντας την Ευρώπη να ξοδέψει περισσότερα για την ασφάλειά της.
Μόνο για τη Γερμανία, οι ανάγκες σε πυρομαχικά υπολογίζονται στην παρούσα φάση στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Rheinmetall έχει ήδη ως έναν από τους βασικούς πελάτες της τη γερμανική κυβέρνηση, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της Bundeswehr.
Θα συμμετάσχει επίσης στην κατασκευή 35 μαχητικών αεροσκαφών F-35 που το Βερολίνο παρήγγειλε από την αμερικανική Lockheed Martin.
Δεν είναι ωστόσο η Rheinmetall η μόνη στη Γερμανία που επωφελείται της νεο-ψυχροπολεμικής κατάστασης.
Εταιρείες όπως οι Hensoldt (στρατιωτικά ηλεκτρονικά), Jenoptik (οπτοηλεκτρονική στρατιωτικών συστημάτων) και Heckler & Koch (υποπολυβόλα και τουφέκια εφόδου) βλέπουν να ανοίγει η αγορά σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και δη σε όσες συνορεύουν με Ρωσία.
Σε κάθε περίπτωση, η Ουκρανία είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη αγορά.
Σύμφωνα με τελευταία μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη (SIPRI) η εμπόλεμη χώρα «έγινε ο 3ος μεγαλύτερος εισαγωγέας σημαντικών όπλων κατά τη διάρκεια του 2022 (μετά το Κατάρ και την Ινδία)», ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής βοήθειας που λαμβάνει από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, μετά τη ρωσική εισβολή.
Κρίση, κέρδη και πιέσεις
Μαζί με τα οικονομικά κέρδη που έρχονται λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η γερμανική βιομηχανία όπλων ελπίζει ότι η σύγκρουση θα αποτελέσει σημείο καμπής στον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη.
«Αυτό που είναι σημαντικό για εμάς ως βιομηχανία είναι να έχουμε προβλεψιμότητα», τονίζει στο πρακτορείο AP ο Χανς Κρίστοφ Ατσποντίεν, επικεφαλής της Γερμανικής Ένωσης Βιομηχανιών Ασφάλειας και Άμυνας (BDSV).
«Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μας ειδοποιήσουν με σαφήνεια ποια προϊόντα χρειάζονται μέσα σε ποιο χρονικό διάστημα», εξηγεί, τονίζοντας ότι η BDSV βλέπει θετικά τις προτάσεις για ομαδοποίηση των αγορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πλην όμως υπό την προϋπόθεση, υπογραμμίζει, ότι αυτό δεν θα επιβραδύνει τη διαδικασία.
«Φυσικά χρειαζόμαστε επίσης μια σταθερή βάση με τη μορφή παραγγελιών, έτσι ώστε να μπορούν να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις» σε εγκαταστάσεις και προσωπικό, προσθέτει.
Οι Γερμανοί κατασκευαστές όπλων ζητούν επίσης από τις ευρωπαϊκές χώρες να εναρμονίσουν τους κανόνες εξαγωγών, επικαλούμενοι τον ανταγωνισμό.
Επιπροσθέτως «το αίτημά μας είναι τα προϊόντα που παραδίδουμε στον γερμανικό στρατό ή σε άλλες ένοπλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ να αναγνωρίζονται με τέτοιο τρόπο από την ΕΕ, ώστε να υποστηρίζουν την αειφορία», τόνισε ο Χανς Κρίστοφ Ατσποντίεν.
Μια έμμεση, πλην σαφής αναφορά στην απροθυμία ορισμένων τραπεζών και επενδυτών στην ΕΕ να συναλλάσσονται με τον αμυντικό τομέα, σημειώνει το AP, «λόγω ανησυχιών ότι εμπλέκεται σε μη βιώσιμη δραστηριότητα».
Λίγο πολύ, δηλαδή, όπως οι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων.
Μαργαρίτα Βεργολιά/ot.gr – in.gr