Όλοι θέλουμε τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σχεδόν κανείς δεν είναι τόσο ενθουσιώδης σε αυτή την εκστρατεία όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση και, εντός αυτής, η Γερμανία. Η ΕΕ στοχεύει να είναι ουδέτερη ως προς τις εκπομπές ρύπων άνθρακα έως το 2050, ενώ η Γερμανία έως το 2045.
Σταθείτε μισό λεπτό! Η διαμάχη αφορά τους κινητήρες εσωτερικής καύσης στα αυτοκίνητα. Και υπάρχουν κάποιες λεπτές αποχρώσεις οι οποίοι μπορούν εύκολα να ξεφύγουν της προσοχής.
Τα e-fuels
Η ΕΕ – δηλαδή το κοινοβούλιο και η επιτροπή της, μετά από δύο χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων με τα κράτη-μέλη – συμφώνησαν πέρυσι να απαγορεύσουν, από το 2035 την πώληση αυτοκινήτων με κινητήρες οι οποίοι καίνε υδρογονάνθρακες και εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα. Αυτή η συμφωνία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα στον Μάρτιο του 2023. Στη συνέχεια, η Γερμανία αναστάτωσε απροσδόκητα τα πράγματα, απαιτώντας η απαγόρευση να ισχύει μόνο για κινητήρες που καίνε βενζίνη ή ντίζελ, ενώ να εξαιρεί εκείνους οι οποίοι λειτουργούν με συνθετικά “πράσινα καύσιμα” (ή ηλεκτροκαύσιμα).
Τουλάχιστον θεωρητικά, τέτοια ηλεκτροκαύσιμα είναι ουδέτερα σε εκπομπές άνθρακα. Χρησιμοποιώντας μόνο ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαχωρίζετε το υδρογόνο από το νερό. Στη συνέχεια, αφαιρείτε τον άνθρακα από τον αέρα και τον συνδυάζετε με το υδρογόνο για να λάβετε τα ίδια μόρια που συνθέτουν τη βενζίνη. Όταν ένα αυτοκίνητο καίει αυτό το καύσιμο, εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα, αλλά μόνον εκείνο που είχε προηγουμένως αναρροφηθεί από την ατμόσφαιρα.
Πολλοί ειδικοί σε ζητήματα κλίματος και φορείς χάραξης πολιτικής θεωρούν τα “πράσινα καύσιμα” απάτη. Η συγκεκριμένη τεχνολογία είναι σίγουρα πολύ λιγότερο αποδοτική από την καλύτερη δυνατή επιλογή – ηλεκτρικά αυτοκίνητα τα οποία τροφοδοτούνται από μπαταρίες.
Γιατί λοιπόν οι Γερμανοί ξαφνικά πιέζουν για να εξαιρεθεί μια εναλλακτική τεχνολογία; Ένας λόγος είναι ότι οι Γερμανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων και εξαρτημάτων είναι η βασική βιομηχανία της χώρας και πολλά από τα κορυφαία brands – όπως η Volkswagen και η Porsche – χρησιμοποιούν πολύ τα “πράσινα” καύσιμα.
Ένας πιο άμεσος παράγοντας στην υπόθεση είναι η γερμανική εσωτερική πολιτική. Η κυβέρνηση του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς αποτελείται από τρία κόμματα – τους δικούς του Σοσιαλδημοκράτες, τους οικολόγους Πράσινους και τους φιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες που είναι φιλικοί προς την επιχειρηματικότητα. Τις περισσότερες φορές, δεν τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους. Ωστόσο οι Ελεύθεροι Δημοκράτες είναι ιδιαίτερα σκυθρωποί τον τελευταίο καιρό. Έχουν δεχτεί πλήγμα σε διάφορες περιφερειακές εκλογές ανά τη χώρα και χρειάζονται ένα κομβικό θέμα για να ενεργοποιήσουν τη βάση τους, η οποία περιλαμβάνει ηγέτες της αυτοκινητοβιομηχανίας και λάτρεις της Porsche (ο αρχηγός του FDP, Christian Lindner, έχει υπάρξει ιδιοκτήτης πολλών μοντέλων της μάρκας). Εάν η Γερμανία ως χώρα κάνει τη δύσκολη στις Βρυξέλλες, είναι στην πραγματικότητα κυρίως λόγω των Ελεύθερων Δημοκρατών.
Αυτή η ιστορία ακούγεται προφανώς καταστροφική μέχρι στιγμής, γιατί προσθέτει επιχειρήματα στο αφήγημα ότι η Γερμανία συνεχίζει να αποφεύγει τα ευρωπαϊκά της καθήκοντα με το να είναι τοπικιστική, μοναχική ή και απλά υποκριτική. Τουλάχιστον από τότε που ξεκίνησε η κρίση του ευρώ το 2009, ολόκληρη η ήπειρος συζητούσε την ανάγκη η Γερμανία, το μεγαλύτερο μέλος της ΕΕ, να ενεργήσει ως ηγέτης του μπλοκ ή “ηγεμόνας” του. Ξανά και ξανά, ωστόσο, το Βερολίνο έχει μείνει πίσω, αφήνοντας τους Ευρωπαίους εταίρους του απογοητευμένους ή άναυδους.
Έτσι, εκ πρώτης όψεως, το πράγμα φαντάζει άσχημο: ένας Γερμανός Ελεύθερος Δημοκράτης – ο υπουργός Μεταφορών Volker Wissing – θέλει να ενισχύσει τα ηλεκτροκαύσιμα για να βοηθήσει το κόμμα του και τις αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας του, σε βάρος της προσπάθειας της ΕΕ να επιτύχει κάτι μεγάλο. Το Βερολίνο αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι δε θα βάλει ποτέ τα συμφέροντα του μπλοκ – ή ακόμα και του πλανήτη – πάνω από τα δικά του. Άλλα μέλη της ΕΕ θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να κρατούν την ΕΕ όμηρο των προτιμήσεών τους.
Ναι στον στόχο, ελευθερία στις μεθόδους επίτευξής του
Ας ακούσουμε τι έχει να πει ο Wissing. Η άποψή του είναι ότι η ΕΕ πρέπει να παραμείνει εστιασμένη στον στόχο – την κλιματική ουδετερότητα – ενώ θα παραμένει ταυτόχρονα ουδέτερη σχετικά με τις τεχνολογίες τις οποίες θα χρησιμοποιήσει η αγορά για να φτάσει εκεί. Ας κάνουμε τα αυτοκίνητα καθαρά από εκπομπές ρύπων με νόμο, ισχύρίζεται, αφήστε ωστόσο τον ιδιωτικό τομέα και τους καταναλωτές να βρουν το πώς θα το επιτύχουν.
Αυτή είναι στην πραγματικότητα μια πιο αδύναμη εκδοχή αυτού που οι περισσότεροι οικονομολόγοι – και οι κλασικοί φιλελεύθεροι όπως εγώ – συνιστούσαν από παλιά. Εάν θέλετε οι άνθρωποι να εκπέμπουν λιγότερους ρύπους άνθρακα, η καλύτερη λύση είναι να τους κάνετε τόσο ακριβούς – μέσω φόρων άνθρακα ή ανώτατου ορίου και εμπορίας – που κανείς να μην θέλει να κατασκευάσει ή να οδηγήσει ένα βενζινοκίνητο όχημα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν χρειάζεται να απαγορεύσετε τίποτε. Η ΕΕ έχει στην πραγματικότητα ένα σύστημα για τον καθορισμό μιας τέτοιας τιμής άνθρακα, αλλά σταθερά το υπονομεύει.
Αντίθετα, στρέφεται όλο και περισσότερο σε απαγορεύσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής την οποία συζητούμε. Εάν αυτό είναι το επιλεγμένο μονοπάτι, εκείνο που θα πρέπει να απαγορεύεται θα πρέπει να είναι τουλάχιστον το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα – οι εκπομπές άνθρακα – και όχι οποιαδήποτε συγκεκριμένη τεχνολογία.
Το να μένει κανείς ουδέτερος ως προς τη μέθοδο επίτευξης ενός στόχου έχει επίσης πρακτικό νόημα. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι σχεδόν όλα τα αυτοκίνητα τα οποία θα κυκλοφορούν θα είναι ηλεκτρικά, αλλά μερικά θα εξακολουθούν θα λειτουργούν με ηλεκτροκαύσιμα. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες των τελευταίων θα μπορούσαν στη συνέχεια να φέρουν τα e-fuels σε φτωχές χώρες που δεν θα μπορούν ακόμη να εξηλεκτρίσουν τους στόλους των οχημάτων τους – επειδή, για παράδειγμα, δεν θα μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις υποδομές φόρτισης. Οι συνολικές εκπομπές άνθρακα ενδέχεται να μειωθούν ταχύτερα εάν τα “πράσινα” καύσιμα επιβιώσουν ως επιλογή.
Αυτά λοιπόν για τους κινητήρες. Τι γίνεται όμως με το ευρύτερο ζήτημα της γερμανικής ηγεσίας; Μέχρι στιγμής, το Βερολίνο έχει σίγουρα προκαλέσει άλλη μια επικοινωνιακή καταστροφή. Μεταξύ των πιο έντονων επικριτών του είναι οι Γάλλοι και οι Ισπανοί. Ο Wissing, ωστόσο, έχει κερδίσει επίσης μερικούς υποστηρικτές, συμπεριλαμβανομένων των Ιταλών, Τσέχων και Πολωνών, ίσως και άλλων Ανατολικοευρωπαίων, αλλά και των Πορτογάλων.
Τι είναι τόσο κακό σε όλα αυτά; Το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι, μετά από δύο χρόνια συνομιλιών και διαπραγματεύσεων, οι 27 χώρες της ΕΕ θα συζητήσουν για άλλες δύο εβδομάδες και στη συνέχεια θα εφαρμόσουν μια πολιτική η οποία θα έχει τροποποιηθεί και πιθανώς βελτιωθεί. Συνιστά κάτι τέτοιο αποτυχία; Σημάδι ευρωπαϊκής σπασμωδικότητας και δυσλειτουργίας; Για μένα, μοιάζει περισσότερο με μια διαδικασία διαβούλευσης η οποία λειτουργεί όπως θα έπρεπε.
Σε αυτή την περίπτωση, η Γερμανία θα άξιζε πραγματικά για μια φορά τα εύσημα.
Andreas Kluth/capital.gr