Αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην κατάσταση στην οποία αυτά έχουν περιέλθει στην Ελλάδα, κάνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σε έκθεσή του.Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επισημαίνεται ότι υπήρχαν αξιόπιστες αναφορές για «σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κρατουμένων στις φυλακές και μεταναστών και αιτούντων άσυλο από τις αρχές επιβολής του νόμου- περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης και των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής ή της απειλής επιβολής νόμων περί ποινικής δυσφήμισης και συκοφαντικής δυσφήμισης- επαναπροωθήσεις και φερόμενη βία από τις κυβερνητικές αρχές έναντι μεταναστών και αιτούντων άσυλο, ανεπαρκής διερεύνηση και απόδοση ευθυνών για τη βία με βάση το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας ή της βίας μεταξύ συντρόφων- εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία με στόχο μέλη εθνικών/φυλετικών/εθνικών μειονοτικών ομάδων- και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλές βίας με στόχο τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα».
Αναγνωρίζεται ότι η κυβέρνηση έλαβε μέτρα «για την διερεύνηση, τη δίωξη και την επιβολή ποινών σε αξιωματούχους που διέπρατταν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εμπλέκονταν σε υποθέσεις διαφθοράς, είτε στις δυνάμεις ασφαλείας είτε αλλού στην κυβέρνηση», αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζεται και η «αποτυχία της κυβέρνησης να διερευνήσει αποτελεσματικά τις καταγγελίες για καταχρηστικές αστυνομικές πρακτικές και επαναπροωθήσεις μεταναστών, καθώς και να ζητήσει την απόδοση ευθυνών γι’ αυτούς που κρίθηκαν υπαίτιοι». Μερικά από τα κύρια σημεία με τα οποία ασχολείται, είναι:
Σχετικά με τη διαφθορά, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τονίζει: «Ο νόμος προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τους αξιωματούχους που καταδικάζονται για διαφθορά, αλλά η κυβέρνηση δεν εφάρμοζε πάντοτε αποτελεσματικά τον νόμο» ενώ κάνει αναφορά και στη σύλληψη της Εύας Καϊλή για το Qatargate.
Επίσης, όσο αφορά στην Αστυνομία και τη συμπεριφορά της προς τους πολίτες, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον θάνατο του 16χρονου Ρομά, Κώστα Φραγκούλη στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος πυροβολήθηκε από τις αστυνομικές Αρχές, ξεσηκώνοντας «θύελλα» αντιδράσεων, ενώ η οργή έλαβε και αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, στην έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ γίνεται λόγος και για αναφορές σχετικά με την κακομεταχείριση και κακοποίηση- από την Αστυνομία- μελών φυλετικών και εθνοτικών μειονοτικών ομάδων, μεταναστών, αιτούντων άσυλο, διαδηλωτών και Ρομά. Για τον λόγο αυτό, επισημαίνεται ότι «ΜΚΟ και αρκετά δημοσιεύματα σε ΜΜΕ εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με περιπτώσεις στις οποίες η Αστυνομία ή οι συνοριοφύλακες φέρονται να χρησιμοποίησαν βίαιες και επικίνδυνες τακτικές για να εμποδίσουν μετανάστες και αιτούντες άσυλο να εισέλθουν στη χώρα». Όσο αφορά σε συλλήψεις και κρατήσεις, αναφέρεται πως «το Σύνταγμα και ο νόμος απαγορεύουν την αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση και παρέχουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της σύλληψης ή της κράτησης στο δικαστήριο. Η κυβέρνηση γενικά τηρούσε αυτές τις απαιτήσεις».
Επιπλέον, αναφορικά με την κατάσταση στις φυλακές, η έκθεση τονίζει: «Οι ελλείψεις στις φυλακές και τα κέντρα κράτησης περιελάμβαναν υπερπληθυσμό, ανεπαρκή πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, καθώς και ανεπαρκή παροχή βασικών προμηθειών, όπως υλικά καθαρισμού, μαχαιροπήρουνα και πιάτα». Η έκθεση διαπίστωσε ότι «καμία απτή πρόοδος δεν είχε σημειωθεί σε σχεδόν μια δεκαετία για την αντιμετώπιση των πολύ σοβαρών ανησυχιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι συνθήκες για πολλούς κρατούμενους στη χώρα είναι προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους».
Στη συνέχεια, κάνει αναφορά στην περίπτωση των υποκλοπών και στην παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή. «Το σύνταγμα και ο νόμος απαγορεύουν τέτοιες ενέργειες, αλλά υπήρξαν αναφορές περιπτώσεων στις οποίες η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε αυτές τις απαγορεύσεις. Ο νόμος θέτει ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς στις απαγορεύσεις αυτές. Για παράδειγμα, ένας νόμος του 2021 προβλέπει εξαίρεση για την εθνική ασφάλεια στο δικαίωμα των πολιτών να ενημερώνονται όταν η κυβέρνηση έχει παραβιάσει τις επικοινωνίες τους. Αρκετά δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε παράνομα λογισμικό παρακολούθησης για την παρακολούθηση των επικοινωνιών ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων και δημοσιογράφων».
«Στις 11 Απριλίου, τα μέσα ενημέρωσης ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε κατασκοπευτικό λογισμικό Predator από τις 21 Ιουλίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2021 για να παρακολουθεί τον ερευνητή δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη. Ο Κουκάκης υπέβαλε καταγγελία στην Ελληνική Αρχή για την Ασφάλεια των Επικοινωνιών και την Προστασία του Απορρήτου τον Αύγουστο του 2020, ισχυριζόμενος ότι το κινητό του τηλέφωνο παρακολουθούνταν- η αρχή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις παρακολούθησης. Στις 28 Μαρτίου, μια έκθεση από το Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο επιβεβαίωσε τις υποψίες του Κουκάκη. Ο Κουκάκης κατέθεσε καταγγελία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 28 Ιουλίου. Ξεχωριστά, στις 26 Ιουλίου, ο Νίκος Ανδρουλάκης, αρχηγός του κεντροαριστερού κόμματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υπέβαλε καταγγελία στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι είχε βρει στο κινητό του τηλέφωνο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, η καταγγελία του προκάλεσε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στη Βουλή, κατά την οποία ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι ο Κουκάκης και ο Ανδρουλάκης είχαν παρακολουθηθεί. Αρνήθηκε ότι είχε χρησιμοποιηθεί το λογισμικό Predator και υποστήριξε ότι η παρακολούθηση είχε διεξαχθεί νόμιμα με την κατάλληλη δικαστική άδεια. Η κυβέρνηση αρνήθηκε δημοσίως ότι αγόρασε ή χρησιμοποίησε το λογισμικό κατασκοπευτικής παρακολούθησης Predator. Στις 5 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του προσωπάρχη του και του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που απαιτεί κάθε κυβερνητική παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών να έχει προεγκριθεί τόσο από εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών. Στις 9 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που προβλέπει ελάχιστη ποινή φυλάκισης δύο ετών για τη χρήση, πώληση ή διανομή κατασκοπευτικού λογισμικού», σημειώνεται στη συνέχεια.
Σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης, επισημαίνεται: «Το σύνταγμα και ο νόμος προβλέπουν την ελευθερία της έκφρασης, μεταξύ άλλων για τα μέλη του Τύπου και άλλων μέσων ενημέρωσης, και η κυβέρνηση σε γενικές γραμμές σεβάστηκε τα δικαιώματα αυτά. Ένα ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης, ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα και ένα λειτουργικό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα συνδυάζονται για την προώθηση της ελευθερίας της έκφρασης, μεταξύ άλλων και για τα μέλη των μέσων ενημέρωσης. Μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με την αδιαφανή κατανομή της κρατικής διαφήμισης στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και για την πιθανή πολιτική επιρροή στον διορισμό μελών του διοικητικού συμβουλίου των δημόσιων μέσων ενημέρωσης».