Σε υψηλό ενός και πλέον έτους έκλεισε την Πέμπτη ο χρυσός, χωρίς πάντως να ξεπεράσει το ψυχολογικό όριο των 2.000 δολαρίων ανά ουγγιά, λαμβάνοντας ώθηση από την πτώση των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων και την αδυναμία του δολαρίου.
Οι κινήσεις στην αγορά ακολούθησαν την αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης των επιτοκίων από πλευράς της Federal Reserve την Τετάρτη, με τον πρόεδρό της, Jerome Powell και τους συναδέλφους του, να αφήνουν να εννοηθεί ότι θα ακολουθήσει μόνον ακόμη μία αύξηση μέσα στο 2023.
Το ασήμι παράδοσης Μαΐου κέρδισε 47 σεντς ή 2,1%, στα 23,256 δολ. ανά ουγγιά.
Το παλλάδιο Ιουνίου υποχώρησε κατά 12,90 δολ. ή 0,9%, στα 1.432,80 δολ. ανά ουγγιά, ενώ η πλατίνα Απριλίου κέρδισε 5,90 ή 0,6%, στα 992,90 δολ. ανά ουγγιά.
Το πολύτιμο μέταλλο πλησίασε τα 2.000 δολ. κυρίως υπό το φως ότι τα επιτόκια φαίνεται ότι δεν έχουν πολύ δρόμο έως την κορύφωσή τους.
Μολονότι ο Powell απέκρουσε τις προσδοκίες της αγοράς για μείωση επιτοκίων εντός του έτους, “η αγορά στάθηκε στον αισθητά λιγότερο “hawkish” τόνο της δήλωσής της, την αφαίρεση του όρου “συνεχιζόμενες αυξήσεις” από το κείμενο, αναφέρει η Fiona Cincotta, ανώτερη αναλύτρια χρηματοπιστωτικών αγορών στην City Index. Η δήλωση υπονοεί έτσι ότι “ο τρέχων κύκλος αύξησης επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος του”.
Σε συνδυασμό με την εν εξελίξει τραπεζική κρίση, η θέση του χρυσού ως “περιουσιακού στοιχείου-καταφυγίου” έχει ενισχυθεί, τονίζει ο Joseph Cavatoni, επικεφαλής στρατηγικής αγοράς για τη Βόρεια Αμερική στο World Gold Council. “Αυτό αποτυπώθηκε σε αξιοσημείωτη αύξηση στην τιμή του χρυσού, καθώς τόσο οι βραχυπρόθεσμου ορίζοντα σπεκουλαδόροι όσο και οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές εκδηλώνουν ισχυρό ενδιαφέρον για το μέταλλο”.