Η καθίζηση της μετοχής της πολιτικά ισχυρότερης γερμανικής τράπεζας ανατρέπει το πρόγραμμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποχρεώνει την Κριστίν Λαγκάρντ σε δηλώσεις που θέλουν να καθησυχάσουν αλλά δεν πείθουν. Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης εξαρτά την επενδυτική βαθμίδα από την ύπαρξη σοβαρής και ισχυρής διακυβέρνησης, αλλά ο – θαυμαστής της Deutsche Bank – Αλέξης Τσίπρας τηρεί σιωπή ιχθύος.
Η μετοχή της Deutsche Bank σημειώνει «βουτιά»14% σε μια ημέρα και χάνει το 21% της αξίας της μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες. Το χρέος Additional Tier 1 (AT1) των ευρωπαϊκών τραπεζών, οποία αποτελεί μια αγορά 275 δισεκατομμυρίων δολαρίων που βυθίστηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των επενδυτών κατά τη διάρκεια της διάσωσης της Credit Suisse, δέχθηκε επίσης περαιτέρω πιέσεις πώλησης. Οι μετοχές των μεγάλων αμερικανικών τραπεζών υποχώρησαν ωστόσο την Παρασκευή, με τις JPMorgan Chase & Co και Bank of America να υποχωρούν κατά 1% στο άνοιγμα των συναλλαγών και τη Morgan Stanley (MS.N) να χάνει 2,9%.
Πλέον, η κρίση επηρεάζει μια ολόκληρη δέσμη ιδρυμάτων του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Η άλλοτε «ατσαλάκωτη» Κριστίν Λαγκάρντ προβαίνει σε έκτακτες απογευματινές ανακοινώσεις για την κρίση στην Deutshe Bank και για τους νέους κλυδωνισμούς που αυτή προκαλεί σε Γαλλία και Ισπανία. Στις δηλώσεις της, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του μόνου κοινοτικού – ενωσιακού θεσμού που η Γερμανία έχει ενδιαφερθεί να φιλοξενεί στα εδάφη της, επιχειρεί να καθησυχάσει επενδυτές και καταθέτες. Η Κριστίν Λαγκάρντ εμφανίζεται λοιπόν καθησυχαστική, χωρίς, όμως, το άλλοτε προτεταμένο δάκτυλο των ευρωγραφειοκρατών μηδενικής νομιμοποίησης και χωρίς να γίνεται υποχρεωτικά πειστική. «Ο τραπεζικός τομέας της ευρωζώνης είναι ανθεκτικός επειδή διαθέτει σταθερές θέσεις σε όρους κεφαλαίου και ρευστότητας», τονίζει η Κριστίν Λαγκάρντ, κινούμενη στο ίδιο πνεύμα απόψεων με τον Γερμανό καγκελάριο, ο οποίος, θορυβημένος από την αρνητική τραπεζική εξέλιξη, παρεμβαίνει.
Ο Όλαφ Σολτς δηλώνει ότι «η Deutsche Bank έχει αναδιοργανώσει και εκσυγχρονίσει πλήρως το επιχειρηματικό της μοντέλο και είναι μια πολύ κερδοφόρα τράπεζα». Η δήλωση του Γερμανού καγκελαρίου δεν είναι πλήρως καθησυχαστικές τόσο για ορισμένους κυβερνητικούς εταίρους του (ιδιαίτερα, στο Κόμμα των Πρασίνων), όσο και για τους ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών. Ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι από τους πρώτους πολιτικούς ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρεμβαίνουν με τοποθετήσεις τους. Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης υπενθυμίζει το σοβαρό έργο που έχει συντελεστεί από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, κατά την τελευταία τριετία, λέγοντας ότι «όταν η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης το 2019, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ξεπερνούσαν το 40%.
Σήμερα είναι κάτω από το 10%, έχουμε ιδιωτικά κεφάλαια σε τουλάχιστον δύο τράπεζες και οι τράπεζες μας είναι ισχυρές και θωρακισμένες». Δεν λείπουν, ωστόσο, οι δικαιολογημένες αναφορές στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης σπεύδει να συμπληρώσει πως «δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα μπορούσαν κάποιοι άλλοι να βγουν να πουν το ίδιο πράμα, αν τους τύχαινε μία τέτοια τραπεζική κρίση επί των ημερών τους όταν οι τράπεζες μας ήταν πολύ μεγάλο συστημικά προβλήματα. Ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα σε συνδυασμό με την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, θα μας επιτρέψει να έχουμε όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστικά επιτόκια δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά».
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του συνεχίσουν, εντούτοις, να σιωπούν για τους σοβαρούς κλυδωνισμούς στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας και της Ευρώπης συνολικά. Η Κουμουνδούρου επιλέγει σιωπή ασυρμάτου αναφορικά με την καθίζηση της Deutsche Bank, τη στιγμή που είναι κοινός τόπος η ιδιαίτερη εκτίμηση που τρέφει ο Αλέξης Τσίπρας για την Deutsche Bank και τον «γερμανικό παράγοντα» ευρύτερα. Οι ευεργετικές επενδυτικές ικανότητες της Deutsche Bank έχουν άλλωστε υμνηθεί σε άλλους, «ανύποπτους» χρόνους, όταν ο Αλ. Τσίπρας δήλωνε ότι «η Deutsche Bank ήταν έτοιμη να χρηματοδοτήσει 14 εκατομμύρια ευρώ την Deutsche Oil για να επενδύσει στην Ελλάδα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά δεν παίρνουν την άδεια, γιατί οι άδειες πήγαν στους κολλητούς και τους διαπλεκόμενους». Τελικά, την άδεια εκείνη την πήραν «οι φίλοι Γερμανοί» του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.