Η μέση δυνητική παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα πέσει σε χαμηλό τριών δεκαετιών 2,2% ετησίως έως το 2030, εγκαινιάζοντας μια «χαμένη δεκαετία» για την παγκόσμια οικονομία, εκτός εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υιοθετήσουν φιλόδοξες πρωτοβουλίες για την τόνωση της προσφοράς εργασίας, της παραγωγικότητας και των επενδύσεων, αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα και μεταδίδει το Reuters.
Αν δεν αντιστραφεί η αναμενόμενη ευρεία επιβράδυνση της δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ, αυτό θα έχει βαθιές επιπτώσεις στην ικανότητα των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή και να μειώσουν τη φτώχεια.
Ωστόσο, οι συντονισμένες προσπάθειες για την τόνωση των επενδύσεων σε βιώσιμους τομείς, τη μείωση του εμπορικού κόστους, τη μόχλευση της ανάπτυξης στις υπηρεσίες και την επέκταση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ έως και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες, φθάνοντας στο 2,9%, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση.
«Μια χαμένη δεκαετία θα μπορούσε να δημιουργηθεί για την παγκόσμια οικονομία», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ίντερμιτ Γκιλ, αν και διευκρίνισε ότι οι πολιτικές που δίνουν κίνητρα στην εργασία, αυξάνουν την παραγωγικότητα και επιταχύνουν τις επενδύσεις θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την τάση.
Επίσης, η Παγκόσμια Τράπεζα παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, οι οποίες έρχονται καθώς τα αυξανόμενα επιτόκια και οι αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες αυξάνουν το κόστος δανεισμού για τις αναπτυσσόμενες χώρες, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο οικονομολόγος Αιχάν Κόζε, διευθυντής της ομάδας προβλέψεων της Παγκόσμιας Τράπεζας.
«Η επιβράδυνση που περιγράφουμε θα μπορούσε να είναι πολύ πιο έντονη, εάν ξεσπάσει μια άλλη παγκόσμια οικονομική κρίση, ειδικά αν αυτή η κρίση συνοδεύεται από παγκόσμια ύφεση», είπε ο Κόζε, σημειώνοντας ότι οι υφέσεις θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τις προοπτικές ανάπτυξης για χρόνια.
Η έκθεση ανέφερε ότι οι αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις των τελευταίων ετών, συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας COVID-19 και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, έθεσαν τέλος σε σχεδόν τρεις δεκαετίες σταθερής οικονομικής ανάπτυξης, αυξάνοντας τις ανησυχίες για επιβράδυνση της παραγωγικότητας, η οποία είναι απαραίτητη για την αύξηση του εισοδήματος και για υψηλότερους μισθούς.
Ως αποτέλεσμα, ο μέσος δυνητικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παρατηρήθηκε να πέφτει στο 2,2% από 2,6% το 2011-21, και σχεδόν ένα τρίτο χαμηλότερο από το ποσοστό 3,5% που παρατηρήθηκε την περίοδο 2000-2010.
Για να αλλάξει η τροχιά των πραγμάτων, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στη μείωση του πληθωρισμού, τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη μείωση του χρέους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προωθήσουν φιλικές προς το κλίμα επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προσθέσουν 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια δυνητική ανάπτυξη.