Tesla – Airbus: Επενδύουν στην Κίνα κόντρα στο κλίμα
Πηγή Φωτογραφίας: Unsplash
Είναι γεγονός πως η αποθάρρυνση νέων αμερικανικών επενδύσεων στην Κίνα είχε ξεκινήσει επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, στα πλαίσια της έναρξης του εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας. H τάση αυτή κλιμακώθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα καθώς ο πόλεμος των «chips» και ο αγώνας για την κυριαρχία στο χώρο της τεχνητής νοημοσύνης λαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις.
Το 2022, είχαν διπλασιαστεί οι εταιρείες που αποχώρησαν από το κινεζικό έδαφος σε σχέση με το 2021. Και οι αποχωρήσεις από την Κίνα και οι μετεγκαταστάσεις σε άλλες «πιο φιλικές προς τη Δύση» χώρες συνεχίζονται. Σύμφωνα με το Αμερικανικό Επιμελητήριο στη Σανγκάη, έχει υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό ο δείκτης εμπιστοσύνης των Αμερικανών επενδυτών στην Κίνα. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στις αρνητικές οικονομικές προοπτικές της Κινεζικής οικονομίας που περιγράφονται στις διεθνές εκθέσεις και αναλύσεις με πιο πρόσφατη αυτή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αλλά και στο γενικότερο ελεγκτικό, ρυθμιστικό και εποπτικό κινεζικό περιβάλλον καθώς και στις κρατικές παρεμβάσεις, μέσω των τοπικών κυβερνήσεων αλλά και των μηχανισμών του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Πολλοί βιάστηκαν να μιλήσουν για μια ταχεία αποπαγκοσμιοποίηση. Για τείχη που θα ορθώνονται ανάμεσα στην Κίνα και τη Δύση. Για μαζική μεταφορά των παραγωγικών μονάδων που ανήκουν σε αμερικανικά συμφέροντα, σε άλλες χώρες όπως είναι το Βιετνάμ, η Ινδονησία, η Ινδία, η Τουρκία, το Μεξικό και άλλες. Ακόμα και οι ίδιες οι ΗΠΑ, εμφανίζονται σαν εναλλακτικός προορισμός βιομηχανικών μονάδων που στηρίζουν την παραγωγή τους σε ρομποτικές τεχνολογίες και όχι σε ανθρώπινα χέρια.
Ωστόσο, δυο ειδήσεις των τελευταίων ημερών έρχονται να διαψεύσουν τα γενικευμένα αυτά συμπεράσματα.
Η πρώτη είδηση αφορά την επέκταση των μονάδων συναρμολόγησης Airbus (AIR.PA) στο «Tianjin Final Assembly Line», που είναι μια από τις τέσσερις μονάδες που διαθέτει η Airbus σε όλον τον κόσμο. Δηλαδή στην Τουλούζη, στο Αμβούργο, στο Μόμπαϊλ της Αλαμπάμα και στην Τιαντζίν. Η νέα επένδυση που θα γίνει στην Ελεύθερη Οικονομική και Εμπορική Ζώνη της Τιαντζίν, θα αποτελεί κοινοπραξία της Airbus με τις Αviation Industry Corporation of China Ltd και China Aviation Supplies Holding Company.
Η συμφωνία που υπεγράφη προ ημερών αφορά την κατασκευή 150 Airbus Α320 και 10 Α350. Δηλαδή τον διπλασιασμό της μέχρι τώρα παραγωγής. Γενικότερα οι Κινεζικές Αερογραμμές που αναμένεται να αναπτυχθούν με ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 5,3% για τα επόμενα είκοσι έτη, θα απαιτήσουν την αγορά περισσοτέρων από 8.000 αεροσκάφη μέχρι το 2042. Σήμερα η Airbus κατέχει το 50% του Κινεζικού στόλου με 2.100 αεροσκάφη, οπότε δεν θα μπορούσε να αρνηθεί αυτή τη νέα πρόκληση.
Η δεύτερη είδηση φορά την επέκταση της παρουσίας της Tesla (Nasdaq:TSLA) στην Κίνα. Η Tesla παραμερίζει τους κινδύνους από τη δραστηριοποίηση της σε μια χώρα με ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά και τους κινδύνους που απορρέουν από τη θέση του Λευκού Οίκου για τη μη μεταφορά υψηλής ψηφιακής και τεχνολογικής τεχνογνωσίας στην Κίνα. H κίνηση της Tesla, έρχεται σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς όπως είναι η Apple, η Google και η Microsoft που κτίζουν ήδη παραγωγικές μονάδες στην Ινδία καις το Βιετνάμ.
Το 22% των εσόδων της Tesla προέρχονται από την Κίνα. Και με δεδομένο πως η Κίνα μέσα στην επόμενη εικοσιπενταετία θα μετατραπεί στο μεγαλύτερο «εργοστάσιο» παραγωγής ενέργειας από ανακυκλώσιμες πηγές, το τμήμα της Tesla που ασχολείται με την αποθήκευση και σταθεροποίηση της παραγόμενης ενέργειας μέσω Megapacks, διακρίνει μια μοναδική επενδυτική ευκαιρία επέκτασης των μονάδων της στη Σαγκάη. Ουσιαστικά η Tesla θα κτίσει ένα Megafactory που θα κατασκευάζει σε πρώτη φάση 10.000 Megapacks ανά έτος. Μια παραγωγή που αντιστοιχεί σε δυνατότητες αποθήκευσης ύψους 40GWH.
H Tesla η οποία διαπιστώνει τη συνεχή μείωση του μεριδίου της αγοράς των ηλεκτρικών αυτοκινήτων που από το 72% βρίσκεται πλέον στο 54%, στρέφει όλη την προσοχή της, στην παραγωγή μονάδων μαζικής αποθήκευσης ενέργειας.
Επομένως, η εικόνα που παρουσιάζεται ότι ζούμε το τέλος της παγκοσμιοποίησης και την αρχή της αποπαγκοσμιοποίηση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Άλλωστε η οικονομία και οι αγορές δεν κινούνται με βάση τις κυβερνητικές αποφάσεις. Και οι ίδιες οι εταιρείες κινούνται με βάση τα δικά τους δεδομένα και τις προοπτικές τους.
Κωσταντίνος Χαροκόπος/liberal.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας