Έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Την επίθεση της Μόσχας η Δύση την κατέκρινε από την πρώτη στιγμή. Στην προσπάθειά της να επιφέρει πλήγμα στη Ρωσία, επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου επιβολή κυρώσεων ο αριθμός των οποίων είναι εξωπραγματικός και μοιάζει επί του παρόντος δύσκολο να επαναληφθεί στο μέλλον.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, οκτώ εκ των ισχυροτέρων οικονομιών της Δύσης έχουν επιβάλει συνολικά 15.311 κυρώσεις έως τις 5 Απριλίου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Castellum.AI. Με φθίνουσα σειρά πρόκειται για τις:
- ΗΠΑ (2.201)
- Ελβετία (1.999)
- Καναδάς (1.783)
- Ηνωμένο Βασίλειο (1.521)
- Ευρωπαϊκή Ένωση (1.511)
- Γαλλία (1.445)
- Αυστραλία (1.115)
- Ιαπωνία (1.041)
Πριν την επίθεση του Κρεμλίνου
Πράγματι πρόκειται για μια εκτός λογικής πραγματικότητα. Κι αυτό διότι πριν από τον Φεβρουάριο του 2022 και την απόφαση του Κρεμλίνου να επιτεθεί στην Ουκρανία, οι κυρώσεις από αυτές τις χώρες ανέρχονταν σε 2.695, ήτοι:
- ΗΠΑ (951)
- Καναδάς (454)
- Ελβετία (256)
- Ευρωπαϊκή Ένωση (248)
- Γαλλία (248)
- Ηνωμένο Βασίλειο (236)
- Αυστραλία (220)
- Ιαπωνία (82)
Ο πρώτος γύρος των συνολικά 2.695 κυρώσεων επιβλήθηκαν το 2014, ως αντίποινα για την καταπάτηση των εδαφών στην Κριμαία από τη Ρωσία.
Η ανθεκτική ρωσική οικονομία
Θα περίμενε κανείς ότι με 15.311 κυρώσεις σε οργανισμούς, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κρατικές υπηρεσίες, πάγωμα περιουσιακών στοιχείων τόσο φυσικών όσο και νομικών προσώπων, πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου η ρωσική οικονομία να καταποντιζόταν. Άλλωστε ακόμη και η ρωσική κεντρική τράπεζα προέβλεπε βύθιση μεταξύ 8% και 10% του ρωσικού ΑΕΠ το 2022. Όμως φευ. Εντέλει η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 2,1% πέρυσι και το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι φέτος και του χρόνου θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το ρωσικό ΑΕΠ θα τρέξει με ρυθμό 0,7% το 2023 και 1,3% το 2024. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η ρωσική οικονομία προβλέπεται να καταγράψει θετικό ποσοστό μεταβολής παρόμοιο με αυτό που αναμένει για φέτος και του χρόνου το ΔΝΤ για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Πού οφείλεται η αντοχή της ρωσικής οικονομίας;
Σύμφωνα με μια δεξαμενή σκέψης του πανεπιστημίου Χάρβαρντ ο λόγος που η οικονομία της Ρωσίας αντέχει στις κυρώσεις της Δύσης έχει να κάνει με την έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα στις δυτικές κυβερνήσεις.
Εν κατακλείδι πολλές εξαγωγές προϊόντων προς τη Ρωσία απαγορεύονται φερειπείν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι από τις ΗΠΑ και τούμπαλιν. Δηλαδή ενώ η Ευρώπη απαγορεύει για παράδειγμα τα πλυντήρια ρούχων η Ουάσιγκτον δεν το κάνει. Αποτέλεσμα, στη Ρωσία η ροή των αγαθών να συνεχίζεται με σαφώς χαμηλότερους ρυθμούς συνεχίζεται όμως.
Σύμφωνα με τη μελέτη του think tank περί των 5.000 προϊόντων έχουν απαγορευθεί από τη Δύση για εξαγωγές προς τη Ρωσία, ένα νούμερο που μεταφράζεται στο 44% των συνολικών ρωσικών εισαγωγών. Όμως από αυτά τα προϊόντα μόλις το 43% υπόκειται σε κυρώσεις τόσο από την Ε.Ε. όσο και από τις ΗΠΑ. Τα δύο πέμπτα εξ αυτών (των σχεδόν 5.000 προϊόντων) έχουν απαγορευθεί για εξαγωγές από την Ευρώπη μόνο και το 17% μόνο από τις ΗΠΑ.
Η λύση που προτείνεται
Από τη μεριά της η ομάδα από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ προτείνει έναν άλλο τρόπο προκειμένου οι κυρώσεις να έχουν περισσότερο αποτέλεσμα: να εστιάσουν λιγότερο στον εξοπλισμό για τα προϊόντα της μεταποίησης -γνωστά ως κεφαλαιουχικά αγαθά- και περισσότερο στα εξαρτήματα που προορίζονται για την κατασκευή ενός τελικού προϊόντος.
«Οι εξαγωγικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ είναι πολύ προσανατολισμένοι προς τα κεφαλαιουχικά αγαθά», γράφουν οι οικονομολόγοι. «Αυτό μπορεί να περιορίσει τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο των κυρώσεων, καθώς η Ρωσία μπορεί να ζήσει με τα προϋπάρχοντα αποθέματα».
Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν επίσης ότι ο αντίκτυπος των κυρώσεων θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος αν εστιάσουν πιο αυστηρά σε προϊόντα όπου η Ε.Ε., οι ΗΠΑ και οι συνεργαζόμενες χώρες κατέχουν δεσπόζουσα θέση και στα προϊόντα στα οποία υπάρχουν λίγες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με την παραγωγή σε τοπικό επίπεδο.
Γιάννης Παγκαλιάς/ot.gr