Πότε θα δώσει η ΕΚΤ τη σκυτάλη στις τράπεζες
Πηγή Φωτογραφίας: Αρχείου
Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς της Fed προχώρησε στην αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,25%, στο εύρος του 5,00%-5,25%, αλλά δεν έδωσε στην αγορά ξεκάθαρο σήμα ότι η χθεσινή αύξηση θα είναι και η τελευταία του τρέχοντος κύκλου σύσφιξης.
Στα θετικά ήταν ότι ο Πάουελ παραδέχθηκε ότι είναι ορατά πλέον τα αποτελέσματα της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής κυρίως στους τομείς των ακινήτων και των επενδύσεων και ότι απαιτείται χρόνος μέχρι να καταγραφεί στην οικονομία ο πλήρης αντίκτυπος της νομισματικής σύσφιξης.
Την ίδια στιγμή όμως έσπευσε να διευκρινίσει ότι στη σημερινή συνεδρίαση δεν ελήφθη καμία απόφαση για παύση των αυξήσεων επιτοκίων, «προσγειώνοντας» τις προσδοκίες αναλυτών και επενδυτών όχι μόνο όσον αφορά ότι αυτή θα ήταν η τελευταία αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, αλλά και όσον αφορά την σύντομη αποκλιμάκωση των επιτοκίων.
Είναι προφανές ότι ο Τζερόμ Πάουελ προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της επιμονής του πληθωρισμού, ειδικά στο δομικό κομμάτι και των ανησυχιών όσον αφορά τις παρενέργειες της απότομης αύξησης των επιτοκίων στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ. Άφησε λοιπόν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, θέλοντας να τονίσει ότι το σήμα θα το δώσουν πρώτα η οικονομία και μετά η Fed.
Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και η Κριστίν Λαγκάρντ αύριο;
Εν αρχή είναι η οικονομία, μετά η Fed…και μετά η ΕΚΤ Η αλήθεια είναι ότι η Fed συνήθως είναι αυτή που οδηγεί τις εξελίξεις και η ΕΚΤ έπεται. Αν λοιπόν δεν είναι η Fed ακόμα έτοιμη να δώσει ξεκάθαρο σήμα για το τέλος της ποσοτικής σύσφιξης , δεν είναι έτοιμη και η ΕΚΤ.
Ακόμα και αν χθες η Fed προοιώνιζε ότι πρόκειται για την τελευταία αύξηση, οι αναλυτές θα εξακολουθούσαν να περιμένουν τουλάχιστον άλλες τρεις αυξήσεις επιτοκίων της τάξης των 25 μονάδων βάσης έκαστος και… βλέπουμε.
Βλέπετε, οι δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν «πονοκεφάλους» διαφορετικής έντασης και προέλευσης αυτή τη περίοδο.
Στις ΗΠΑ το χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο αντανακλάται πλέον στον ισολογισμό αρκετών περιφερειακών τραπεζών με την τραπεζική πίστη να είναι αρκετά πληγωμένη όσον αφορά αρκετά τραπεζικά ιδρύματα, ενώ στην Ευρώπη οι πληθωριστικές δυνάμεις παραμένουν πιο έντονες από τις ΗΠΑ, φέρνοντας τους Ευρωπαίους αντιμέτωπους με τη χειρότερη κρίση κόστους ζωής από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα στοιχεία της Eurostat για το σύνολο της Ευρωζώνης αυτή την εβδομάδα έδειξαν ότι ο ετήσιος δείκτης επιταχύνθηκε οριακά στο 7% έναντι 6,9% τον Μάρτιο. Μια αρνητική εξέλιξη, που δεν δίνει άλλη επιλογή σήμερα στην ΕΚΤ από την αύξηση των επιτοκίων τουλάχιστον κατά 25 μονάδες βάσης, προκειμένου να αναχαιτίσει το φαινόμενο.
Απογοητευτικά και τα στοιχεία για τον δομικό πληθωρισμό – εξαιρεί τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας- ο οποίος σημείωσε οριακή πτώση τον Απρίλιο, στο 5,6% από το ιστορικό υψηλό του 5,7%.
Δραματική η πτώση του πραγματικού εισοδήματος Σύμφωνα με ανάλυση των Financial Times που βασίζεται σε επίσημα στοιχεία και προβλέψεις της Consensus Economics, ακόμη και μέχρι τα τέλη του 2024 τα πραγματικά εισοδήματα δεν θα έχουν φθάσει τα επίπεδα στα οποία ήταν πριν ο πληθωρισμός αρχίσει την ανοδική πορεία του.
Τα πραγματικά εισοδήματα μειώθηκαν κατά 6,5% μεταξύ 2020 και 2022 στην ευρωζώνη λόγω της εκτίναξης του κόστους της ενέργειας και των τροφίμων. Μέχρι το τέλος του 2024 θα παραμείνουν πέριξ του 6% κάτω από τα επίπεδα του 2020, σύμφωνα με την ανάλυση.
Αυτό όπως γίνεται κατανοητό θα παίξει το ρόλο του σε όλους τους τομείς της οικονομίας και σε αυτό ακριβώς ποντάρει και η Λαγκάρντ, ελπίζοντας ότι η ίδια η αγορά θα αναλάβει από ένα σημείο και μετά τη σύσφιξη, «ελευθερώνοντας» τα χέρια της ΕΚΤ και επιτρέποντας της να ακολουθήσει τη Fed με μια «εύπεπτη» χρονική διαφορά.
Πόσο κοντά είμαστε σε αυτό το σενάριo;
Ίσως αρκετά κοντά.
Βλέπετε, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ, ήδη οι τράπεζες στην Ευρωζώνη περιέκοψαν τη χορήγηση τραπεζικής πίστης περισσότερο του αναμενομένου.
Τουτέστιν η χορήγηση δανείων σε εταιρείες και σε νοικοκυριά για αγορές κατοικιών ήταν πολύ μικρότερη εκείνης που ανέμεναν οι τράπεζες τον περασμένο τρίμηνο, κάτι που δείχνει μια σημαντική αποδυνάμωση της δυναμικής του δανεισμού.
Η έρευνα ήταν η πρώτη που αποτύπωσε τις επιπτώσεις της κατάρρευσης της αμερικανικής Silicon Valley Bank τον Μάρτιο, αλλά και της εξαγοράς της ελβετικής Credit Suisse από την UBS.
Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η αναταραχή στον χρηματοπιστωτικό κλάδο τον Μάρτιο φάνηκε να έχει άμεση επίδραση στη ζώνη του ευρώ, καθώς η πρόσβαση σε χρηματοδότηση για λιανική και χονδρική έγινε δυσκολότερη σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού έχει αρχίσει να επιδρά στην οικονομία, μειώνοντας τη ζήτηση για δάνεια από επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ενώ την ίδια στιγμή η τραπεζική κρίση προήγαγε τη ρευστότητα σε κορυφαία επιδίωξη του τραπεζικού κλάδου, κάνοντας προφανώς ακόμα πιο αυστηρές τις τράπεζες στη χορήγηση δανείων.
Συνοψίζοντας την έκθεση σε έξι γραμμές:
Η πτώση της καθαρής ζήτησης για δάνεια από πλευράς επιχειρήσεων ήταν μεγαλύτερη της προβλεπόμενης από τις τράπεζες το περασμένο τρίμηνο και η μεγαλύτερη από την περίοδο της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης του 2007-2009. H ενδυνάμωση του M3 – μας δείχνει πόσο χρήμα κυκλοφορεί στην οικονομία – επιβραδύνθηκε τον Μάρτιο και ήταν η μικρότερη από τον Οκτώβριο του 2014. Η επέκταση του δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις αποδυναμώθηκε επίσης. Όταν δημοσιεύτηκε η παραπάνω έκθεση της ΕΚΤ τα γερμανικά κρατικά ομόλογα είδαν την πτώση τους να συγκρατείται και μάλιστα το 10ετές κέρδισε 4 μονάδες βάσης, υποδεικνύοντας ότι η αγορά εκτιμά ότι δεν είναι πολύ μακριά η στιγμή που η ΕΚΤ θα της δώσει την σκυτάλη της σύσφιξης.
Άλλωστε ολοένα και περισσότεροι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν αφήσει ήδη να εννοηθεί στις δηλώσεις τους ότι μια σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών από πλευράς των τραπεζών θα μπορούσε να τους οδηγήσει να μειώσουν κάποια στιγμή τον ρυθμό ανόδου των επιτοκίων.
Μέσα από αυτή την οπτική γωνία κατανοούμε γιατί οι εκτιμήσεις για μια αύξηση των επιτοκίων σήμερα κατά 50 μονάδες βάσης, έχουν υποχωρήσει στο 20% εδώ και μέρες, ενώ οι τράπεζες αναμένουν μια μικρότερη σύσφιξη για το β’ τρίμηνο.
Το συμπέρασμα: Aν και έχουμε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, έχουμε ακόμα κάποια χιλιόμετρα μπροστά μας. Τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο λοιπόν, πιθανότατα η σκυτάλη της σύσφιξης να παραμείνει στα χέρια της ΕΚΤ.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας