Nέα της αγοράς

Atradius – John Lorié: Υπερβολικοί οι φόβοι για τραπεζική κρίση

Οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις από ένα τραπεζικό ντόμινο

Στο πλαίσιο της επιβολής αυστηρής νομισματικής πολιτικής για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, το τραπεζικό σύστημα δέχθηκε σημαντική πίεση. Μέρος της εν λόγω πίεσης ήρθε στο προσκήνιο τον Μάρτιο του 2023. Μολονότι η κατάσταση αυτή αντιμετωπίστηκε αμέσως από διάφορες αρχές, εντούτοις εγείρεται το ερώτημα αν είναι πιθανό να ξεσπάσει μια τραπεζική κρίση.

Ας ξεκινήσουμε από τα γεγονότα.

Στις ΗΠΑ, στις 8 Μαρτίου η Silicon Valley Bank (SVB), τράπεζα με 40ετή παρουσία η οποία εξυπηρετεί τον τομέα της τεχνολογίας, ανακοίνωσε επικείμενες απώλειες άνω των 2 δισ. Δολαρίων ΗΠΑ σε μετοχές, εν μέρει για την κάλυψη απωλειών από ομόλογα. Όπως φάνηκε το ενεργητικό της αποτελείτο κατά το ήμισυ από ομόλογα μακράς διαρκείας, αποτιμώμενα σε πολλές περιπτώσεις υπό το άρτιο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε απόσυρση καταθέσεων ύψους 42 δισ. δολαρίων ΗΠΑ, ποσό που αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο των συνολικών καταθέσεων στην εν λόγω τράπεζα. Στις 10 Μαρτίου η τράπεζα κατέρρευσε.

Στις 13 Μαρτίου έγινε γνωστό ότι κατέρρευσε και η Signature Bank, πιστωτικό ίδρυμα της Νέας Υόρκης. Στις 17 Μαρτίου μια κοινοπραξία αμερικανικών τραπεζών προχώρησε σε διάσωση της First Republic Bank. Για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο εξάπλωσης της κρίσης στον τραπεζικό κλάδο των ΗΠΑ, η Federal Reserve (Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, ΗΠΑ) και το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών αντέδρασαν ανακοίνωσαν τρία μέτρα.

Πρώτον, πέραν της εγγύησης ύψους 250.000 δολαρίων ΗΠΑ, όλοι οι καταθέτες θα αποζημιώνονταν άμεσα. Δεύτερον, το Υπουργείο Οικονομικών υποσχέθηκε να επεκτείνει τη στήριξη αυτή και σε μικρότερες τράπεζες, εφόσον παραστεί ανάγκη. Τρίτον, η Federal Reserve δημιούργησε ένα νέο πρόγραμμα δανεισμού έκτακτης ανάγκης, το οποίο παρέχει στις τράπεζες τη δυνατότητα να λάβουν μετρητά σε αντάλλαγμα κρατικών ομολόγων ή υποθηκών με εγγύηση του Δημοσίου στην ονομαστική τους αξία (και όχι στην αγοραία αξία).

Στην Ευρώπη, πληθώρα υφιστάμενων ειδικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Credit Suisse (CS) ήρθε στο προσκήνιο στις 15 Μαρτίου, όταν η Saudi National Bank, ο μεγαλύτερος μέτοχος της Credit Suisse, απέκλεισε το ενδεχόμενο περαιτέρω επένδυσης στην τελευταία. Η τιμή της μετοχής κατακρημνίστηκε όσο ποτέ άλλοτε, χάνοντας το ένα τέταρτο της αξίας της, πράγμα το οποίο είχε αρνητικό αντίκτυπο και σε άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Στις 16 Μαρτίου η Credit Suisse ανακοίνωσε ότι θα δανειζόταν 54 δισ. δολάρια από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας και θα προέβαινε σε επαναγορά του χρέους, γεγονός που ενίσχυσε κάπως τιμή της μετοχής. Αυτό δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα. Στις 17 Μαρτίου, με μια σωτήρια παρέμβαση, η UBS εξαγόρασε την Credit Suisse σε τιμή υπολειπόμενη της ονομαστικής αξίας κατά 60%, με εγγύηση ρευστότητας ύψους 100 δισ. ελβετικών φράγκων από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας και προστασία από απώλειες ύψους 9 δισ. ελβετικών φράγκων. Εν τω μεταξύ, η Τράπεζα της Αγγλίας και η ΕΚΤ είχαν ανακοινώσει ότι θα στηρίξουν τον τραπεζικό κλάδο αν παραστεί ανάγκη.

Το ενδεχόμενο νέας τραπεζικής κρίσης είναι ακόμη μάλλον απομακρυσμένο Παρατηρείται κάποιος βαθμός εξάπλωσης στο τραπεζικό σύστημα. Η κατάρρευση της Credit Suisse πυροδοτήθηκε σαφώς από τα γεγονότα στις ΗΠΑ, ενώ υπάρχει πλέον ανησυχία όσον αφορά την Deutsche Bank, ένα άλλο μεγάλο ίδρυμα το οποίο αντιμετωπίζει προβλήματα. Οι τιμές των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν υποχωρήσει κατά 18% από τις αρχές Μαρτίου, σε αντίστοιχη τροχιά με την πτώση που έχει σημειωθεί στις ΗΠΑ. Επιπλέον, ορισμένα ζητήματα ρευστότητας σε δολάρια ΗΠΑ ώθησαν τη Federal Reserve να αυξήσει τη διαθεσιμότητα των ανοιχτών συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων, σε περιορισμένο βέβαια βαθμό. Η εξάπλωση παραμένει μεν περιορισμένη, αλλά υφίσταται. Τίθεται επομένως το ερώτημα αν επίκειται μια νέα τραπεζική κρίση, στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη ή ακόμη και παγκοσμίως. Πιστεύουμε πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Πριν επεκταθούμε επ’ αυτού, είναι σκόπιμο να γίνουν δύο επισημάνσεις. Πρώτον, το πρόβλημα στην περίπτωση της Silicon Valley Bank ήταν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων της Federal Reserve άρχισαν να επηρεάζουν όλο και περισσότερο την αξία των ομολόγων (σταθερού επιτοκίου). Όταν, όπως συνέβη εν προκειμένω, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του ισολογισμού, κάποια στιγμή οι καταθέτες θα αρχίσουν να ανησυχούν και να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Στην περίπτωση αυτή, η τράπεζα αναγκάζεται να προβεί σε πώληση ομολόγων με ζημία. Αυτό οδηγεί σε απώλεια εμπιστοσύνης και σε μια κλασική περίπτωση μαζικής απόσυρσης καταθέσεων. Δεύτερον, η κατάρρευση της Credit Suisse πυροδοτήθηκε από την επισφαλή κατάσταση στις ΗΠΑ, ωστόσο το υποκείμενο πρόβλημα ήταν διαφορετικό. Επρόκειτο, στην περίπτωση αυτή, για απώλειες πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων από πελάτες όπως η Archegos Capital και η Greenshill Capital. Υπήρχαν επίσης λογιστικά ζητήματα, που προκάλεσαν καθυστέρηση στη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης. Η Credit Suisse σημείωσε πέντε συνεχόμενα τρίμηνα ζημιών. Μόνο κατά το τελευταίο τρίμηνο τα περιουσιακά στοιχεία υπό τη διαχείριση της Credit Suisse συρρικνώθηκαν κατά 8%.

Γιατί, λοιπόν, πιστεύουμε ότι δεν επίκειται νέα κρίση; Με τον όρο «κρίση» εννοούμε μια κρίση όπως αυτή που εκδηλώθηκε κατά τα έτη 2007-2008, τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση (στο εξής: ΜΧΚ). Πρώτον, χάρη στις ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά τη ΜΧΚ, η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών είναι ισχυρότερη από ό,τι πριν από την κρίση αυτή, το ίδιο και η ποιότητα του κεφαλαίου. Δεύτερον, η ρευστότητα έχει βελτιωθεί: οι τράπεζες διατηρούν μεγαλύτερα ποσά ρευστών διαθεσίμων για τις ταμειακές ροές και τις ανάγκες σε εξασφαλίσεις για να μπορούν να ανταποκριθούν σε περιόδους πίεσης. Τρίτον, δεν εντοπίζουμε κανένα στοιχείο αντίστοιχο με τα επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια και ενυπόθηκα χρεόγραφα που έπληξαν τη φερεγγυότητα των τραπεζών κατά τη ΜΧΚ. Όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, το πρόβλημα –για ορισμένες αμερικανικές τράπεζες, όχι για το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, πόσο μάλλον για το παγκόσμιο σύστημα– είναι η ρευστότητα και όχι η φερεγγυότητα. Στην Ευρώπη, το πρόβλημα αφορά συγκεκριμένες τράπεζες, όπως είδαμε όσον αφορά την Credit Suisse. Τέταρτον, τα τρέχοντα προβλήματα αφορούν κυρίως τις ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από ό,τι το 2007, με υψηλούς δείκτες ρευστότητας και μικρό αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ακόμη και τα περιθώρια κέρδους έχουν βελτιωθεί λόγω των σημαντικών αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ. Τέταρτον, όπως επισημάναμε παραπάνω, οι αρχές, μετά την εμπειρία που απέκτησαν από τη ΜΧΚ, αναλαμβάνουν ταχεία και αποφασιστική δράση αν παραστεί ανάγκη. Αυτό το τείχος προστασίας δεν υπήρχε κατά την κατάρρευση της Lehman το 2008.

Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι μπορούμε να επαναπαυθούμε. Σε τέτοιες περιπτώσεις αναταραχής, οι κίνδυνοι είναι σίγουρα αυξημένοι. Οι συστημικά σημαντικές τράπεζες μπορεί σε γενικές γραμμές να μην αντιμετωπίζουν πρόβλημα, αλλά τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα, ειδικά στις ΗΠΑ, όπου οι ρυθμίσεις έχουν κάπως χαλαρώσει, χρειάζονται προσοχή. Επιπλέον, ιδίως για τις αμερικανικές τράπεζες, τα αδύναμα σημεία στο σκέλος του ενεργητικού του ισολογισμού μπορεί να περιέχουν: i) την έκταση της αντιστάθμισης επιτοκίων, ii) τα ανοίγματα στον τομέα των ακινήτων και iii) τα ανοίγματα σε δάνεια με μόχλευση. Σε ένα περιβάλλον στο οποίο τα επιτόκια παρουσιάζουν περαιτέρω αύξηση, τα παραπάνω θα μπορούσαν να επιδεινώσουν το πρόβλημα ρευστότητας –κατ’ ουσίαν– που αντιμετώπισε η Silicon Valley Bank. Για τους λόγους αυτούς, είναι πιθανό να δούμε περισσότερες τράπεζες να καταρρέουν, ιδίως στις ΗΠΑ. Ωστόσο, το ενδεχόμενο μιας νέας τραπεζικής κρίσης είναι μάλλον απομακρυσμένο.

Περιορισμένες μακροοικονομικές επιπτώσεις Ο αντίκτυπος που θα έχει στην πραγματική οικονομία το παραπάνω σενάριο θα εξαρτηθεί από την ένταση των τρεχουσών εξελίξεων. Εκτιμούμε ότι θα είναι περιορισμένος. Το κύριο σημείο εν προκειμένω είναι ότι μετά τις καταρρεύσεις των τραπεζών οι κεντρικές τράπεζες έχουν μικρότερο περιθώριο δράσης όσον αφορά την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους και τυχόν ανησυχίες για τον παράγοντα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Τούτο θα επιβραδύνει τη διαδικασία αύξησης των επιτοκίων. Αποτελεί αυτό πρόβλημα; Όχι. Τα τρέχοντα γεγονότα είναι στην ουσία αποπληθωριστικά. Δεδομένου ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πτώση των τιμών των μετοχών και απώλειες ενεργητικού, ο δανεισμός θα περιοριστεί. Τούτο συνεπάγεται λιγότερες επενδύσεις και χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη στο επιχειρηματικό περιβάλλον, καθώς και λιγότερη κατανάλωση διαρκών αγαθών.

Η εν λόγω πτώση στη ζήτηση θα συμπιέσει τις τιμές, μειώνοντας έτσι τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό ακριβώς προσπαθούν να επιτύχουν η Federal Reserve και η ΕΚΤ με τις αυξήσεις των επιτοκίων ή με την άσκηση αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής εν γένει. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι, καθώς αυτό το αποπληθωριστικό αποτέλεσμα επρόκειτο να επέλθει ούτως ή άλλως (μέσω της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής η οποία έχει αρχίσει τώρα να χαλαρώνει), ο αντίκτυπος στην οικονομική ανάπτυξη είναι περιορισμένος. Πράγματι, το ενδεχόμενο και μόνον μιας νέας τραπεζικής κρίσης εξακολουθεί να είναι μάλλον απομακρυσμένο .

-Ο John Lorié είναι Chief Economist της Atradius

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο