Ο πάπας Φραγκίσκος (φωτογραφία αρχείου, επάνω, από το Reuters/Remo Casilli) έχει κρατήσει μια θέση για τον πόλεμο στην Ουκρανία που τον ευθυγραμμίζει περισσότερο με το Πεκίνο, το Νέο Δελχί και την Μπραζίλια παρά με την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο ή τις Βρυξέλλες: Θέλει να τερματίσει τον εξοπλισμό της Ουκρανίας από τη Δύση και να διαπραγματευτεί μια άμεση κατάπαυση του πυρός.
«Τόσο περιθωριακή θέση» Την περασμένη εβδομάδα, ο Φραγκίσκος αναφέρθηκε αόριστα σε μια αποστολή στην οποία εργαζόταν για τον τερματισμό της σύγκρουσης.
Ωστόσο, φαίνεται να έχει αποξενώσει πολλούς από τους πρωταγωνιστές των οποίων την υποστήριξη θα χρειαζόταν για να το πράξει.
«Ποτέ τα τελευταία εξήντα χρόνια», έγραψε ο Marco Politi, δημοσιογράφος που καλύπτει τον παπισμό από το 1971, «σε σχέση μ’ ένα θέμα τέτοιας διεθνούς σημασίας, η Αγία Eδρα δεν βρέθηκε σε τόσο περιθωριακή θέση».
Ωστόσο, οι ενέργειες του Φραγκίσκου δεν είναι ούτε αυθαίρετες ούτε παράλογες. Συνιστούν μια συνειδητή απάντηση στο πώς η Καθολική Εκκλησία αλλάζει – και θα συνεχίσει ν’ αλλάζει – στον 21ο αιώνα, γράφει ο John L. Allen* σε ανάλυσή του στο The Atlantic.
Περισσότεροι καθολικοί από ποτέ ζουν έξω από τη Δύση και δεν βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία με τους ίδιους όρους όπως η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Υπό αυτό το πρίσμα, η θέση του Φραγκίσκου προϊδεάζει για το μέλλον της Εκκλησίας ως γεωπολιτικής δύναμης, η οποία θα είναι πολύ λιγότερο συναινετική προς τη Δύση.
Αναστατωμένοι οι δυτικοί ηγέτες Οι δυτικοί ηγέτες έχουν πολλούς λόγους να είναι αναστατωμένοι με τη στάση του στον πόλεμο. Εκτός από την κριτική στις προσπάθειες της Δύσης να εξοπλίσει την Ουκρανία, έχει υπονοήσει ότι το ΝΑΤΟ ευθύνεται για την εισβολή, επικαλούμενος συχνά έναν ανώνυμο διπλωμάτη που κατηγόρησε τη συμμαχία ότι «γαβγίζει στην πόρτα της Ρωσίας».
Αν και ο Φραγκίσκος έχει καταδικάσει τα ρωσικά εγκλήματα πολέμου και συμπάσχει με τα δεινά των Ουκρανών, δεν έχει καταδικάσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Αντίθετα, τον επαίνεσε ως καλλιεργημένο άνθρωπο και μάλιστα άφησε να εννοηθεί ότι ο ρώσος πρόεδρος ενεργεί με βάση τις νόμιμες ανησυχίες για την ασφάλεια.
Σημαντική ρήξη με τον παρελθόν Αυτό αντιπροσωπεύει μια σημαντική ρήξη με την παραδοσιακή φιλοσοφία του Βατικανού. Ιστορικά, η Αγία Εδρα έχει εφαρμόσει αυτό που οι ακαδημαϊκοί αποκαλούν μοντέλο διπλωματίας «μεγάλης ισχύος», με την προσκόλλησή της στην υπερδύναμη της εποχής.
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, αυτό σήμαινε de facto συμμαχίες με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη γαλλική μοναρχία και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, η Ρώμη προσκολλήθηκε στις δυτικές δυνάμεις τόσο πολύ ώστε ο πάπας Πίος XII, ο πάπας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και ένας σφοδρός αντικομμουνιστής, χαρακτηρίστηκε «ο εφημέριος του ΝΑΤΟ».
Κανένας σύγχρονος προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν έχει ασκήσει διπλωματία «μεγάλης ισχύος» τόσο αποτελεσματικά όσο ο Ιωάννης Παύλος Β’.
Μέχρι τη στιγμή που γιόρτασε τη 10η επέτειό του ως πάπας πριν περίπου 35 χρόνια, ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ηγέτες στον πλανήτη – όχι απλώς μια πνευματική προσωπικότητα, αλλά μια πολιτική, που ηγήθηκε κατά τον Ψυχρό Πόλεμο στον αγώνα εναντίον του κομμουνισμού.
Η σύγκριση Η άσκηση μιας τέτοιας επιρροής θα ήταν αδιανόητη χωρίς την υποστήριξη της Δύσης. Πουθενά αλλού δεν ήταν πιο εμφανής η γεωπολιτική δύναμη του Ιωάννη Παύλου από ό,τι στην πατρίδα του, την Πολωνία.
Ο πρώτος πολωνός πάπας βοήθησε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα του υποστηρίζοντας την Αλληλεγγύη, το εθνικό αντιπολιτευτικό κίνημα στην κομμουνιστική κυριαρχία.
Οι μαζικές εργατικές απεργίες της Αλληλεγγύης, στις οποίες ο Ιωάννης Παύλος είχε καταλυτικό ρόλο, ανάγκασαν το καθεστώς να ξεκινήσει συνομιλίες με την αντιπολίτευση που τελικά οδήγησαν στην απελευθέρωση της Πολωνίας από τη σοβιετική κυριαρχία.
Αυτή ήταν η αρχή του τέλους της Σοβιετικής Ενωσης και ο ρόλος του Ιωάννη Παύλου στη διάλυσή της ήταν κρίσιμος.
Η σύγκριση μεταξύ του υπερμεγέθους ρόλου του Ιωάννη Παύλου στις παγκόσμιες υποθέσεις και του ρόλου του Πάπα Φραγκίσκου σήμερα σ’ αυτές είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί.
Καθώς ο Φραγκίσκος συμπλήρωνε τον Μάρτιο το δέκατο έτος του ως πάπας, μια αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης ξεσπούσε για άλλη μια φορά δι’ αντιπροσώπων σε μια περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης.
Πολυπολική στρατηγική Τώρα, ωστόσο, ο πάπας βρίσκεται σ’ αντίθεση με τις δυτικές δυνάμεις, αντί να λειτουργεί σε συνεννόηση μαζί τους.
Ο Φραγκίσκος έχει αγκαλιάσει αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη πολυπολική γεωπολιτική στρατηγική του Βατικανού.
Αντί ν’ ακολουθήσει τη δυτική συναίνεση, ο Φραγκίσκος αναζήτησε μη παραδοσιακούς συμμάχους στην επιδίωξή του για λύση στην Ουκρανία, όπως ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπαν, εν μέρει για ν’ αποφύγει την εχθρότητα με τη Ρωσία.
Σ’ αυτό το πνεύμα, ο πάπας και οι κορυφαίοι βοηθοί του ζήτησαν μια εκδοχή για τον 21ο αιώνα της διαδικασίας του Ελσίνκι, μιας διπλωματικής προσπάθειας για τη μείωση των εντάσεων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου που συγκέντρωσε ένα διαφορετικό σύνολο ανατολικών και δυτικών εθνών.
Ενας λόγος για τη γεωπολιτική επανευθυγράμμιση του Βατικανού υπό τον Φραγκίσκο είναι βιογραφικός. Ως ο πρώτος πάπας από τη Λατινική Αμερική, ο Φραγκίσκος ανέλαβε καθήκοντα νιώθοντας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις άλλες δυτικές δυνάμεις την ίδια αμφιθυμία με πολλούς άλλους ηγέτες της Λατινικής Αμερικής, δεδομένης της ιστορίας των παρεμβάσεων των ΗΠΑ στην περιοχή.
Δημογραφική μεταμόρφωση Αλλά ο κύριος λόγος είναι δημογραφικός. Το 1900, υπήρχαν περίπου 267 εκατομμύρια Καθολικοί στον κόσμο, περισσότεροι από 200 εκατομμύρια από τους οποίους βρίσκονταν στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Εκείνη την εποχή, η σύνθεση της Εκκλησίας δεν ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό, τι τον 16ο αιώνα.
Μέχρι το 2000, υπήρχαν σχεδόν 1,1 δισεκατομμύρια Καθολικοί στον κόσμο, αλλά μόνο 350 εκατομμύρια από αυτούς ήταν Ευρωπαίοι και Βορειοαμερικανοί. Η συντριπτική πλειονότητα, 720 εκατομμύρια, ζούσε στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία.
Περισσότεροι από 400 εκατομμύρια ζούσαν στη Λατινική Αμερική και μέχρι το 2025 μόνο ένας στους πέντε Καθολικούς θα είναι μη ισπανόφωνος.
Πρόκειται για την πιο ραγδαία και πιο σαρωτική δημογραφική μεταμόρφωση του Ρωμαιοκαθολικισμού στα 2.000 χρόνια της ιστορίας του.
Ισως μπορεί να συγκριθεί πραγματικά μόνο με τις πρώτες δεκαετίες της Εκκλησίας, όταν ο Απόστολος Παύλος έφυγε από τη Μικρά Ασία για να κηρύξει το ευαγγέλιο στην Ελλάδα και τη Ρώμη, μετατρέποντας έτσι τον Χριστιανισμό από μια αίρεση εντός του παλαιστινιακού Ιουδαϊσμού σ’ ένα διεθνικό θρησκευτικό κίνημα.
Βορράς εναντίον Νότου Το Βατικανό είναι πάντα αργό ν’ ανταποκριθεί σε τέτοιες αλλαγές. Οπως λέει και το παλιό ρητό, αν ακούσετε ότι έρχεται το τέλος του κόσμου, κατευθυνθείτε προς τη Ρώμη, γιατί θα φτάσει εκεί τελευταίο.
Ο παπισμός του Φραγκίσκου – και ειδικότερα η θέση του για την Ουκρανία – αντιπροσωπεύει την αρχή της ποιμαντικής και πολιτικής έκφρασης της Εκκλησίας στις νέες δημογραφικές πραγματικότητές της.
Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε τον Φραγκίσκο, λοιπόν, δεν είναι με όρους Αριστεράς εναντίον Δεξιάς, ή ακόμα και Ανατολής εναντίον Δύσης, αλλά Βορρά εναντίον Νότου.
Σ’ ολόκληρο τον παγκόσμιο Νότο, η σύγκρουση στην Ουκρανία θεωρείται σε μεγάλο βαθμό ως ευρωπαϊκή υπόθεση, χωρίς προφανή ήρωα ή προφανές κάθαρμα.
Η έκκληση του πάπα για τερματισμό της μεταφοράς όπλων, τερματισμό των μαχών και διαπραγματεύσεις που όλες οι πλευρές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, συμπίπτει με το αίσθημα της πλειονότητας μεταξύ των Καθολικών που δεν ζουν σε κράτη μέλη του ΝΑΤΟ.
Οι επιθυμίες της βάσης του Η Καθολική Εκκλησία δεν είναι δημοκρατία. Αλλά οι δυτικοί επικριτές έχουν εδώ και αιώνες απαιτήσει ν’ ανταποκρίνεται περισσότερο στη βούληση των ανθρώπων, στις ψυχές των οποίων διεκδικεί δικαιοδοσία.
Ισως, επομένως, οι σχολιαστές που ενοχλούνται από τη θέση του πάπα Φραγκίσκου για την Ουκρανία, να κάνουν μια παύση προκειμένου να εξετάσουν εάν αντικατοπτρίζει απλώς τις διαισθήσεις και τις επιθυμίες της βάσης του, για να χρησιμοποιήσουμε την πολιτική ορολογία.
Καλώς ή κακώς, οι απόψεις των πιστών του θ’ απομακρυνθούν όλο και περισσότερο από την επικρατούσα πολιτική άποψη της Δύσης. Πρέπει να εκπλαγούμε όταν την απορρίπτει;
*Ο John L. Allen Jr. είναι αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας, συντάκτης του καθολικού ειδησεογραφικού ιστότοπου Crux . Εργάστηκε για 16 χρόνια στη Ρώμη ως παρατηρητής του Βατικανού, καλύπτοντας την Αγία Εδρα και τον Πάπα για τον National Catholic Reporter. Συνεργάζεται με το CNN ως ανώτερος αναλυτής του Βατικανού, έχει συγγράψει δώδεκα βιβλία για την Καθολική Εκκλησία και δύο βιογραφίες του Πάπα Βενέδικτου XVI.